Νίκος Τσιφόρος – Περί εορτών και πανηγύρεων

Πρώτα είναι οι κουραμπιέδες μ’ έναν κόσμο ζάχαρη από πάνω. Και τα μελομακάρουνα. Ύστερα είναι οι στολισμένες βιτρίνες.

Ρωτάει ο μικρός:

–              Γιατί μαμά;

–              Γιατί, αγοράκι μου, τώρα γεννήθηκε ο Χριστούλης. Κι εμείς όλοι γιορτάζουμε που γεννήθηκε. Κατάλαβες;

Τον μικρό τον ενδιαφέρει περισσότερο ένα αεροπλανάκι κι ένα τανκ που βγάζει σπίθες και δέχεται την εξήγηση χωρίς άλλη περιέργεια.

–              Θέλει ένα τανκ, λέει η μαμά.

Ο άνθρωπος δαγκώνεται πολύ ελαφριά.

–              Πρέπει να του στολίσουμε κι ένα δέντρο.

Ο άνθρωπος δαγκώνεται βαθύτερα. Τότε, στον δικό του καιρό, πού τά ’ξερε τα δέντρα; Το πολύ-πολύ να του παίρνανε καμιά ροκάνα ή καμιά καραμπιστόλα και όξω από την πόρτα. Τώρα, ο κόσμος εξελίχθηκε. Όλα τα σπίτια που έχουν ένα παιδί, πρέπει νά ’χουνε κι ένα στολισμένο δέντρο.

–              Ευλογητός ο Κύριος Ημών, λέει ο άνθρωπος, αλλά πόσα έχει αυτό το τανκ;

–              Τετρακόσες.

–              Ο τενεκές;

–              Μάλιστα.

–              Ευλογητός ο Κύριος Ημών, ξαναλέει ο άνθρωπος, αλλά τετρακόσες δεν δίνω.·

Η μαμά κατεβάζει τα μούτρα.

–              Μα, ο Μπούλης…

–              Και δέντρο δεν στολίζω.

–              Μα, το παιδί…

Το παιδί υπεράνω όλων. Ο διάδοχος με τις αξιώσεις και τα καπρίτσια του.

–              Φάε, Μπούλη.

–              Μμμμμ…

–              Φάε, πουλάκι μου.

–              Δε θέλω.

–              Έλα, μη με στενοχωρείς.

Του λένε παραμύθια, του κάνουν αστεία, να το μπουκώσουν πεντέξι κουταλιές βιταμίνες. «Αυτή για τον μπαμπάκα, αυτή για τη μαμάκα». Και στον καιρό του, ο μπαμπάκας κοπάναγε μια φε-τάρα ψωμί με τουλουμοτύρι και ήτανε και πολύ ευχαριστημένος.

–              Θέλω το τανκ. Θέλω και δέντρο.

Στεναγμός εκ βαθέων… Μεγάλη η χάρις του Κυρίου Ημών, αλλά τί τό ’θελε αυτό το καθεχρονιάτικο; Να γιορτάσουμε τη γέννησή Του με Ύμνους, ευλογίες κι ευχαριστίες. Μάλιστα. Να πάμε στην εκκλησία και ν’ ανάψουμε το κεράκι μας. Μάλιστα. Να φάμε ένα καλύτερο φαί. Μάλιστα. Αλλά παιχνίδια πανάκριβα και δέντρα; Γιατί;

Η μαμά χαμογελάει.

–              Κι εγώ θα πάρω παπούτσια και κείνη την μπλουζίτσα που είδα, την μπλε.

Νέοι και βαθύτεροι στεναγμοί.

–              Και πρέπει να χαρίσουμε κάτι και στα βαφτιστήρια μας.

Εδώ οι στεναγμοί ματώνουνε τις καρδιές.

–              Και στ’ ανήψια…

Δεν υπάρχουνε πια στεναγμοί. Σωθήκανε. Υπάρχουνε προβλήματα. Άλυτα, από κάθε Αϊνστάιν…

–              Με τί, ρε γυναίκα;

Μολύβι, χαρτί, λογαριασμοί

–              Γαλοπούλα.

–              Γλυκά.

–              Τυρί και αρνάκι για τη δεύτερη μέρα να κάνουμε φρικασέ.

–              Έκτακτα φαγώσιμα, λόγω της εορτής.

Σύρομεν γραμμήν, προσθέτομεν, πάει το χιλιάρικο.

Από δω αρχίζει το δεύτερο κεφάλαιο.

–              Παπούτσια του Μπούλη.

-Ένα Εσκιμώ του Μπούλη.

–              Τα δικά σου κυρία σύζυγος.

Ξανασύρομεν γραμμήν, πάνε άλλες χίλιες πεντακόσες.

Κεφάλαιον τρίτον, που λένε.

–              Τα παιχνίδια του παιδιού. Και το δέντρο.

-Όχι.

–              Ναι.

Ξανασύρομεν γραμμήν, οκτακόσες.

Μέρος τέταρτον και το πιο απαίσιο.

–              Βαφτιστήρια κι ανήψια και άλλα πολύ ενοχλητικά και περιττά υποκείμενα, βάλ’ τα όλα ομού, ένα χιλιάρικο.

–              Και πού θα τις βρούμε τέσσερις τρακόσες που θέλουμε;

–              Καλά, δεν θα πάρεις το δώρο;

Ανάθεμα το δώρο. Και όλους αυτούς που το θεσπίσανε. Όλο μαζί το δώρο είναι τέσσερις χιλιάδες, τα δύο τρίτα του μισθού και χρειάζονται και τρακόσες συμπληρωματικές.

–              Ε, καλά, για τρακόσες δραχμές;

Οι γυναίκες είναι αδύνατο να συνεννοηθούνε με την οικιακή οικονομία. Καλά για τρακόσες… Μα οι τρακόσες…

–              Μα δεν καταλαβαίνεις; Τα έξοδα τρέχουνε τα ρημάδια.

–              Πού τρέχουνε;

–              Τρέχουνε και μας κυνηγάνε. Ο μήνας ό,τι να κάνεις είναι ο ίδιος. Τα νοίκια, τα φώτα, τα φαγιά, οι δόσεις… Δε σταματάνε επειδή εγεννήθη ο Κύριος Ημών. Μπα… Εξακολουθούνε. Κι άμα βγάλουμε τρακόσες δραχμές από τούτα τα έξοδα που κυνηγάνε και τα προσθέσουμε στα περιττά, θα λείπουνε πάντα τρακόσες δραχμές να μας κυνηγάνε.


-Έλα μωρέ, κουταμάρες. Χρονιάρες μέρες…

Ο κύριος πέφτει σε βαθειά φιλοσοφία.

–              Ποιος άτιμος έκανε έτσι που να μας παιδεύουνε, εμένα παιδεύουνε, δηλαδή, οι χρονιάρες μέρες; Γιατί να μη χαρώ κι εγώ; Να φάω τη γαλοπούλα μου, να πέσω μέχρι το λαιμό στη λίγδα της πατάτας, να χορτάσω για μια φορά την παραδαρμένη μου;

–              Δε θα πάρουμε γαλοπούλα…

–              Νάτα!

–              Θα πάρουμε κότα.

Αχ! Τά ’ξερε ο δυστυχής ότι απ’ αυτόν θ’ αρχίσουνε οι περικοπές να βρεθούνε κείνες οι τρακόσες οι παραπάνω… Και να δεις όλο τον χρόνο ονειρευότανε πότε θά ’ρθει η γέννηση του Κυρίου Ημών να φάει γαλοπούλα και να χαρεί η καρδία αυτού.

–              Κότα; Σκέτη;

–              Ε, μας φτάνει. Τρεις άνθρωποι είμαστε.

Εξοικονομήθηκε κάνα κατοστάρικο από τη γαλοπούλα που πέταξε μακριά, έστω και σφαγμένη…

–              Τα ρέστα;

–              Ξέρεις τί λέω; -δειλά το λέει ο κύριος- …το δέντρο.

–              Α όχι, δέντρο θα στολίσουμε.

–              Μα βρε αδερφέ…

–              Δεν μπορεί το παιδί να πηγαίνει στ’ άλλα σπίτια και να βλέπει δέντρα και αυτό να μην έχει. Του δημιουργούμε κόμπλεξ, δεν το καταλαβαίνεις;…

–              Τουλάχιστο να πάρουμε ένα φτηνό.

Από τα κλαδιά του δέντρου κόβεται κι άλλο ένα κατοστάρικο.

Δόξα τω Θεώ…

–              Κείνο το τανκ.

-Ε;

–              Μήπως έχει φτηνότερα;

–              Αμπα…

Πανάκριβο, φίλε μου, το πολεμικό υλικό.

–              Να του πάρουμε κάτι άλλο. Μέχρι διακόσες;

–              Τρελός είσαι;

Τρελός δεν είναι, αλλά κατά πώς πάει, δεν θα την γλυτώσει την τρέλα…

–              Ρε γυναίκα. Δεν είμαι τέλος πάντων κι ο Ιμπν Σαούντ να παίρνω κι από τρεις «Μαζεράττ» στον κάθε γιο μου… Μισθό έχω. Γιατί τανκ. Πάρ’ του κάτι φτηνό.

Φρίκη…

–              Του παιδιού; Του Μπούλη;

Δεύτερη φρίκη.

–              Από το παιδί βρήκες να κάνεις οικονομίες;

Φτου…

Δε γίνεται τίποτα. Ορισμένως δε γίνεται τίποτα. Κι εδώ είναι τώρα; Που θα κάνουμε δαπάνες.

–              Κείνου του ξαδέρφου σου του Παναγιώτη το παιδί;

-Ε;

–              Άει στο διάλο, μην του πάμε τίποτα.

Τα μάτια της όξω.

–              Του Παναγιώτη;

Τα μάτια της μέσα.

–              Δεν είσαι καλά. Αυτοί πάντα φέρνουνε του Μπούλη.

Ανάθεμά σε Παναγιώτη! Ήτανε ανάγκη να φέρνεις; Γιατί ρε

Παναγιώτη; Εσύ τα φέρνεις κι εγώ τα ξαναπληρώνω…

Ούτε με τον Παναγιώτη, ούτε με τους άλλους γίνεται τίποτα να σωθούμε… Δεν υπάρχει παρά μια λύση. Ναι. Μυστική. Από τα μυστικά κοντύλια…

Γιατί ο κύριος τό ’χε κρυφό: «Άντε να πάρω τον δέκατο τρίτο ν’ αγοράσω κι εγώ για μένα ένα πουκάμισο μάλλινο που είναι ζεστό και της μόδας». Μήνες τό ’φτιάνε το σχέδιο μέσα του και τώρα…

–              Αντίο πουκάμισο.

Αμ, τό ’ξερε ότι κάτι θα γίνει και θα του φάει το πουκάμισο την τελευταία στιγμή… Βλέπεις, ο Κύριος Ημών σ’ όλους κάνει δώρα, μόνο στους φουκαράδες τους κυρίους δεν κάνει. Λες και τό ’χει τάμα.

–              Εκείνοι θα παίρνουνε, εσύ θα παιδεύεσαι…

Μεγάλη η χάρις του Κυρίου Ημών…

***

Νίκος Τσιφόρος – Όσα φέρνουν οι άνεμοι.

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Αντικλείδι

Οι διαχειριστές του blog

Share
Published by
Αντικλείδι

Recent Posts

Οι κίνδυνοι της εθελοτυφλίας

Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…

4 weeks ago

Γαλιλαίος Γαλιλέι – Διάλογος γύρω από τα δύο παγκόσμια συστήματα, το πτολεμαïκό και το κοπερνίκειο

Σαν σήμερα, στις 22 Φεβρουαρίου του 1632, τυπώθηκε στη Φλωρεντία το βιβλίο του Γαλιλαίου Γαλιλέι…

1 month ago

Α. Δαρζέντας – Η βιολογία της βίας και επιθετικότητας

Τις προάλλες κουβέντιαζα με μια γυναίκα αστυνομικό. Δεν ξέρω πως ήρθε η κουβέντα για την…

2 months ago

Ολοκλήρωση ή απελπισία…

Απώλεια, Πένθος, πρακτική Φιλοσοφία και Μεταμόρφωση Του Δρ. Μάνου Ζαχαριουδάκη (more…)

2 months ago

Όταν χαμογελάτε, ο κόσμος χαμογελά μαζί σας

Κάτι περίεργο συνέβη στην Τανζανία μια μέρα σαν σήμερα, στις 30 Ιανουάριου του 1962. (more…)

2 months ago

Οι 13 αρετές τις οποίες ορκίστηκε να εφαρμόζει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος

Σαν σήμερα, 17 Ιανουαρίου 1706, γεννήθηκε το 16ο από τα 17 παιδιά του Γιοσάια Φραγκλίνου,…

2 months ago