Δείξε μου, πέφτω στα γόνατα, σε εκλιπαρώ, σχεδόν με κλάματα, δείξε μου πόσο ευτυχισμένος θα είσαι τα Χριστούγεννα. Αν συνεχίσεις την ανάγνωση δεν θα δεις μια καλτ απαισιοδοξία που πουλά την μελαγχολία ως αγχολυτικό του περιθωρίου, με την απαίτηση για διαφορετικότητα. Μάλιστα, δεν υπάρχει καμία απαισιοδοξία. Απλώς σε εκλιπαρώ, δείξε όσο πιο γλαφυρά μπορείς, στο δρόμο, στην καφετέρια στο facebook, την χαρά σου τα Χριστούγεννα.
Ένας φίλος γράφει «κρίση μάγκες μου, κρισάρα, ναι, αλλά τα σαλέ στην Αράχωβα είναι κλεισμένα για όλες τις μέρες εδώ και καιρό». Οι δρόμοι θα είναι γεμάτοι στις πόλεις από ερωτοτροπίες της μιζέριας, τα καταστήματα άδεια, τα ψεύτικα χαμόγελα πολλά, η αγάπη για την κάθε σαλεμένη ΜΚΟ που μαζεύει χρήματα για αυτούς τους φτωχούς που μόνο στις γιορτές πεινούν, εξαργυρώνοντας την δήθεν φιλανθρωπία με φεισμπουκικά «αρέσκω», την στιγμή που ξέρεις, ξέρω, ξέρουμε πολύ καλά, όλοι, πως στον παράλληλο δρόμο, τον μη πεζοδρομημένο (θυμάσαι;), από αυτόν που σε πέτυχε ο υπαλληλάκος της κάθε τρελοργάνωσης, πέντε ζητιάνοι ορχούνται σε ζεϊμπέκικα, παραπατώντας, πέφτουν και ξανασηκώνονται, εμπαίζοντας την μοίρα για την ώρα που η πείνα θα τους θερίσει. Δεν άντεξες να περάσεις από τον παράλληλο δρόμο, δεν είχε κόσμο, ούτε φώτα, ούτε «πνεύμα αλληλεγγύης», κι ας ήταν δέκα μέτρα μακριά από το σημείο του check-in σου.
Εν συνεχεία, περπάτησε λίγο παραπέρα από το κέντρο της πόλης, βρες ένα μαγαζί που κλείνει επειδή δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι, και αγόρασε κοψοχρονιά την παπάτζα που θα σου πωλήσουν. Μην πιαστείς κορόιδο. Πόλεμος στα περίχωρα του κράτους, σε κράτος ανδρείκελο, με το φόβο του φονταμενταλιστικού ισλάμ να μη σε αφήνει να νιώθεις άνετα στο πλήθος, μπορεί να βρεθείς στην επόμενη τρομοκρατική επίθεση∙ φόροι μέχρι το λαιμό που στερούν την καταναλωτική μανία, αύριο δεν ξέρεις αν το σπίτι σου γίνει αποπαίδι κάποιου πλειστηριασμού, δούλεψε, δούλεψε, δούλεψε. Αρνήσου το νόθο μήνυμα της γέννησης της ελπίδας του Ιησού Χριστού. Ήμαρτον. Βγες και πιες. Καμία ελπίδα δεν ήρθε από ευχολόγια, αλλά από πράξεις που δεν φαίνονται, δεν τις βλέπει, βλέπεις φίλε μου, η δημοσιότητα της παρακμής. Γι’ αυτό, αγόρασε σε έκπτωση από το απόμερο μαγαζί την παπάτζα των φετινών Χριστουγέννων. Συνέχισε να διασκεδάζεις ∙ πίνε. Η «ελπίδα» σου είναι εκεί λένε.
Ποτέ δεν αγάπησα το τσίρκο. Πήγαινα μικρός με κάτι φίλους που και πού. Είχα ακούσει και ιστορίες για κακοποίηση των ζώων και των θεατρίνων, από τον παραγωγό. Το βαριόμουν, βασικά. Έπασχε η αλήθεια από χίλιες δυο μεριές. Ούτε σωστή υποκριτική, ούτε φιλοζωία, ούτε επιχειρηματικότητα, ούτε τίποτα αξιόλογο αυτοτελώς. Μια παπάτζα μόνο- να δεις τον σαλτιμπάγκο να πηδά από την εξέδρα και πριν προσγειωθεί να καταλαβαίνεις πως προσγειώθηκαν ήδη οι ελπίδες σου για μια αλλαγή στο αφήγημα.
Το τσίρκο, φίλε μου, τα Χριστούγεννα, επέστρεψε. Το είδα και στα φώτα του δήμου, στην πλατεία, ανάμεσα στα φύλλα των δένδρων, για να χαρεί ο κοσμάκης, να αλλάξει η διάθεση του, να σπάσει τα χειλάκι του. Φίλε μου, το τσίρκο επέστρεψε, σε ικετεύω, δείξε μου, στο ζητώ απεγνωσμένα, σχεδόν με δάκρυα, δείξε μου πόσο ευτυχισμένος θα είσαι αυτά τα Χριστούγεννα. Live and let your soul die.
του Σταύρου Χριστοδούλου