ΜιΑ κοκκινοσκουφίτσΑ χωρίς ΑλφΑ

Με συνεπήρε το γεγονός που συνέβη χθες στο σούρουπο. Η σκηνή στο χρόνο ξετυλίχτηκε στη σκέψη, στο νου μου
Την είχε δει . Το περίεργο κόκκινο σκουφί της , σημείο ευκόλως ιδωμένο. Ποτέ δεν περνούσε χωρίς προσοχή. Επίτηδες…

Ο λύκος έτρεξε προς το μέρος της . Το δόντι του πονούσε πολύ . Υπέφερε ο δυστυχής. Μόνο εκείνη μπορούσε… Την είχε εμπιστευτεί. Τον είχε σώσει . Έκτοτε δεν είχε σχέση.

Εκείνη δίχως οίκτο χρησιμοποίησε το μόνο σύνεργο που είχε συνεχώς στο κοφίνι της . Του έδωσε το λιγοστό κίτρινο λουλούδι που συνέλεξε τούτο το πρωί. Φτωχική η συγκομιδή. Ευελπιστούσε βλέπετε στο διώξιμο της ενεργοποίησης του κέντρου του πόνου. Εκείνος κοιμήθηκε χωρίς όνειρο.

Το οστό του πλήγωνε το ούλο. Κόκκινο υγρό της λέρωσε το χέρι. Η κυρτή του μύτη τη δυσκόλευε πολύ στις χειρουργικές κινήσεις της. Χωρίς πολλή ισχύ, όμως με περισσή τεχνική εξωθεί το οστό που είχε σφηνωθεί στο μυτερό του δόντι.
Ωχ!
κουνέλι!
Του κυνηγού! Του είχε πει χίλιες φορές ότι δεν πρέπει.

Τυχερός ο κυνηγός.
Περνούσε στο σημείο . Τον κυνηγούσε έτη κι έτη.

Σκόπευσε. Ο πυροβολισμός ξεσήκωσε όλο το ζωικό πληθυσμό .

Το κορίτσι με το κόκκινο σκουφί έπεσε λιπόθυμο…
.
.

Το ρολόι χτύπησε οκτώ. Ξύπνησε ιδρωμένη, όνειρο, ευτυχώς!

Η γνώριμη φωνή της είπε «Σήκω μικρή μου, σήκω επιτέλους, έτοιμο στο κοφίνι το πρωινό της, την ξέρεις… περιμένει… όλες οι γριές περίεργες βλέπεις»

Pyrrho