Αντιμετωπίζοντας τους θρησκευτικούς και πολιτικούς φανατισμούς, ο John Locke θέλει να δείξει ότι οι βεβαιότητες είναι σπάνιες και περιορισμένες, και ότι οι πεποιθήσεις πρέπει να αξιολογούνται: ο καθένας πρέπει ο ίδιος να κρίνει αυτό που είναι βέβαιο και αυτό που είναι πιθανό. Το Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση (1690) θα αναπτύξει αυτή την κριτική της γνώσης, ανοίγοντας έτσι τον αιώνα του Διαφωτισμού.
Η πρώτη κριτική, επιμένει ο Locke, πρέπει στραφεί προς το όργανο της γνώσης, την νόηση, δηλαδή τον ανθρώπινος νου στην λειτουργία της νοητικής αντίληψης, της αισθητηριακής αντίληψης (των χρωμάτων, κλπ) ή της πνευματικής αντίληψης (των σχέσεων κλπ). Η νόηση μετασχηματίζει σε ιδέες τις πληροφορίες που δεχόμαστε από τον έξω κόσμο ή τον εσωτερικό κόσμο, κατόπιν συμπεραίνει το βέβαιο ή το πιθανό.
Αντίθετα με τον Descartes ο Locke ενδιαφέρεται τόσο για το πιθανό όσο και για το βέβαιο, διαίσθηση που θα ενισχύσει μετά από αυτόν ο Hume. Σε πολλούς τομείς, πράγματι, η αξίωση για επιστημονική βεβαιότητα είναι ψευδαίσθηση – εκτός από τα μαθηματικά και την ηθική, που δεν στηρίζονται παρά σε ορισμούς – και οι πιθανές πεποιθήσεις υπόκεινται σε εξέταση.
Αυτό που ξεγελά, είναι λοιπόν λιγότερο η εμπειρία που λαμβάνουμε απ’ ότι ο χειρισμός της από την νόηση, που τείνει να συγχέει το βέβαιο και το πιθανό. Λένε συχνά ότι ο Locke είναι ο πρώτος από τους εμπειριστές. Γι’ αυτή την θεωρία, σύμφωνα με τον κλασσικό ορισμό, «δεν υπάρχει τίποτα στη νόηση που να μην προέρχεται από την εμπειρία». Αλλά για τον Locke, εάν ο νόηση εξάγει τις γνώσεις της από την εμπειρία, αυτή η ίδια δεν προέρχεται από αυτήν. Με άλλα λόγια, η νόηση δεν είναι προϊόν της εμπειρίας, ακόμα και αν την τροφοδοτεί.
Οι ιδέες
Έτσι, στο πιο κάτω απόσπασμα, συγκρίνει την γνώση με το μάτι: το μάτι επεξεργάζεται με φυσικό τρόπο την πληροφορία κατόπιν η νόηση την επεξεργάζεται νοητικά, άλλα αυθόρμητα δεν δίνουμε προσοχή σε αυτά τα δύο «όργανα» ( μάτι και νόηση). Εντούτοις, πρέπει να κανονίσουμε να την λειτουργία τους. Για το κάνουμε αυτό, υπάρχουν δύο τρόποι να προχωρήσουμε, σύμφωνα με την επιστήμη της εποχής: είτε κάνοντας υποθέσεις πάνω στις αιτίες των φαινομένων (μέθοδο που ακολουθεί ο Descartes), είτε με την παρατήρηση διαφόρων μεμονωμένων περιπτώσεων ακολουθούμενη από γενίκευση. Είναι η μέθοδος την οποία χρησιμοποιούσε ο Robert Boyle, o επιστημονικός «δάσκαλος» του Locke. Ο Άγγλος στοχαστής δεν θα αναζητήσει λοιπόν να φαντασθεί τις αιτίες που θα κάνουν να φτάσουν στο μυαλό τα σχήματα και τα χρώματα, αλλά θα ανακαλύψει αυτό που εμφανίζεται στην συνείδηση, δηλαδή τις ιδέες (κάθε τι που γίνεται αντιληπτό και συνειδητό – άλλωστε θα τον επικρίνουν για την ανακρίβεια του όρου αυτού). Αυτή είναι η μέθοδος που ερμηνεύεται εδώ, διαφορετική από τη μέθοδο που, την εποχή του, νόμιζε ότι ανακάλυψε τις αιτίες: θεωρούσαν τότε ότι σωματίδια που αναπαριστούσαν το αντικείμενο πετούσαν από το αντικείμενο μέχρι το μάτι που τα μεταμόρφωνε σε μικτό αντικείμενο (νου και ζώο) κατάλληλο να αποτυπωθεί στον εγκέφαλο και να δώσει την ιδέα του αντικειμένου.[…]
Το δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση θα έχει μεγάλη επιτυχία ως φιλοσοφικό έργο στον αγγλοσαξονικό κόσμο, όπως στην Γαλλία το έργου του Descartes Λόγος περί της μεθόδου. Και θα αποκτήσει μεγάλη φήμη στη Γαλλία τον 18ο αιώνα, όταν ο Voltaire θα το κάνει το πρότυπο μιας σωστής ανάλυσης του νου. Είναι αυτός που καθιερώνει την μόδα του εμπειρισμού, αλλά εδώ πρόκειται για πολύ διαφορετικό εμπειρισμό από αυτόν του Hume, που θα θεωρήσει ότι ο ίδιος ο νους σχηματίζεται στην εμπειρία. Ο Kant θα αναγνωρίσει την θέση του Locke στη γέννηση του κριτικού πνεύματος του διαφωτισμού. Και στις μέρες μας, αυτός ο συγγραφέας επανέρχεται στην επικαιρότητα, με τα προβλήματα που θέτει και τα σχήματα της επιχειρηματολογίας του με τις «εμπειρίες σκέψης».
« Αναζήτηση των ορίων μεταξύ γνώμης και γνώσης»
Η νόηση, είναι αυτό που θέτει τον άνθρωπο πάνω από τα άλλα όντα που έχουν αίσθηση, που του δίνει την υπεροχή και την κυριαρχία που έχει πάνω σ’ αυτά. Πρόκειται λοιπόν για θέμα που αξίζει, κατεξοχήν, τον κόπο να το μελετήσουμε. Όπως το μάτι, η νόηση μας κάνει να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε όλα τα άλλα πράγματα, αλλά αυτή η ίδια δεν γίνεται αντιληπτή. Επίσης πρέπει να δείξουμε ικανότητα και ζήλο για να την απομακρύνουμε και να την κάμουμε το δικό της αντικείμενο. [… ]
Συνεπώς, επειδή ο σκοπός μου είναι να οδηγήσω τις έρευνες στην προέλευση, στην βεβαιότητα και στην έκταση της ανθρώπινης γνώσης, και συγχρόνως στα θεμέλια και στους βαθμούς της πίστης, της γνώμης και της συγκατάθεσης, δεν θα μείνω προσκολλημένος στην φυσική θεώρηση του νου. Δεν θα λάβω τον κόπο να εξετάσω την ουσία του, ούτε με ποιες κινήσεις του νου, με ποιες αλλαγές του σώματος, γίνεται ώστε να έχουμε αισθητηριακές αντιλήψεις μέσω των οργάνων ή ιδέες στην νόηση. Ή ακόμα εάν ο σχηματισμός του συνόλου ή μέρους αυτών των ιδεών εξαρτάται ή όχι από την ύλη.
Πρόκειται για θεωρητικές αναζητήσεις, μοναδικές και ενδιαφέρουσες χωρίς αμφιβολία, που θα τις αγνοήσω, επειδή είναι πέραν από το σκοπό που επιδιώκω.
Αρκεί για αυτό το σχέδιό μου να θεωρήσω τις ικανότητες κρίσης ενός ανθρώπου, όπως τις χρησιμοποιεί στα αντικείμενα που συναντά. Και θα φροντίσω να μην χαθώ στους συλλογισμούς που θα κάνω για το θέμα αυτό, εάν θα έχω την ικανότητα να εκθέσω, σύμφωνα με την ιστορική και απλή αυτή μέθοδο, από ποιους δρόμους η νόηση καταλήγει σε αυτές τις έννοιες που έχουμε για τα πράγματα. Εάν θα έχω επίσης την ικανότητα να θέσω όρια στην βεβαιότητα της γνώσης μας, ή τις θεμελιώδεις αρχές των πεποιθήσεων που συναντάμε στους ανθρώπους. Πεποιθήσεις τόσο μεταβαλλόμενες, τόσο διαφορετικές, τόσο ριζικά αντιφατικές, και εντούτοις βεβαιωμένες εδώ και εκεί με τέτοια βεβαιότητα και εμπιστοσύνη, ώστε όποιος θα λάβει υπόψη του τις γνώμες των ανθρώπων, όποιος θα παρατηρήσει τις αντιθέσεις τους, όποιος αντιληφθεί συγχρόνως με πόση αφοσίωση και με πόση τρυφερότητα συνδέονται με αυτές, με πόσο ζήλο και πόσο σθένος τις υποστηρίζουν, αυτός λοιπόν θα έχει ίσως δίκιο να αναρωτιέται: είτε δεν υπάρχει απολύτως τίποτα σαν αλήθεια, είτε η ανθρωπότητα δεν έχει τα απαραίτητα μέσα για να αποκτήσει βέβαιη γνώση γι αυτήν.
Αξίζει λοιπόν τον κόπο να αναζητήσουμε τα όρια ανάμεσα στην γνώμη και την γνώση, και να εξετάσουμε σύμφωνα με ποια κριτήρια πρέπει να κανονίζουμε την συγκατάθεση μας και τις πεποιθήσεις μας για τα πράγματα για τα οποία δεν έχουμε καμία βέβαιη γνώση. Για να το κάνω αυτό, θα ακολουθήσω την εξής μέθοδο:
(Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση. Βιβλίο I,I, 1-3)
Πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην εμφάνιση των πραγμάτων και στην πραγματική τους φύση: αυτή η αρχή βρίσκεται στη βάση της σύγχρονης επιστήμης. Και ο Locke την έχει επεξηγήσει στο παρακάτω κείμενο, απόσπασμα από το διάσημο έργο του Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση (1690). Επειδή αρνείται να μιλήσει για την ουσία των πραγμάτων και για την αιτία τους, επειδή θέλει να σταθεί στην εμφάνιση ( στις ιδέες μας), του είναι αναγκαίο να διαχωρίσει ρητά τις ιδέες μας και την φυσική συγκρότηση των πραγμάτων. Εξ’ ου η διάκριση ανάμεσα σε πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες που έγινε κλασσική, ήδη παρούσα στους «ορθολογιστές» στοχαστές, αλλά εδώ ξαναεμφανίζεται από έναν εμπειριστή: ακόμα και αν όλα προέρχονται από την εμπειρία, η ιδέα δεν είναι η εικόνα του πραγματικού, επειδή η αντίληψη διαλύει την πραγματικότητα.
Ιδέες και ιδιότητες
Ο Locke διακρίνει λοιπόν σε αυτό το απόσπασμα την ιδέα (αυτό που βρίσκεται μέσα μας, αυτό που αντιλαμβανόμαστε) και την ιδιότητα ή δύναμη (αυτό που βρίσκεται μέσα στο πράγμα και προκαλεί την ιδέα). Ακόμα και αν το πραγματικό είναι η αιτία της ιδέας, η ιδέα δεν είναι η εικόνα του πραγματικού: το ψυχρό (ως ιδέα) δεν βρίσκεται μέσα στο χιόνι, η απόδειξη: το χιόνι θα μου φανεί κάποτε λιγότερο ψυχρό, το ψυχρό είναι «υποκειμενικό», θα λέγαμε σήμερα, δεν υπάρχει μέσα στα πράγματα. Αλλά δεν πρέπει να είμαστε κατηγορηματικοί σ’ αυτά τα ριζοσπαστικά λόγια. Κάποιες ιδέες αντιστοιχούν ακριβώς στο πράγμα: έτσι η στερεότητα ή η κίνηση ενός σώματος δεν είναι μόνο υποκειμενικές ιδέες. Τα πράγματα είναι στερεά ή κινούνται από μόνα τους. Αυτές οι ιδιότητες ονομάζονται πρωτεύουσες.
Και να προσθέσουμε και κάτι άλλο: οι πρωτεύουσες ιδιότητες είναι αυτές που παράγουν τις δευτερεύουσες ιδιότητες (η στερεότητα μπορεί να παράγει την εντύπωση του ψυχρού). Ο Locke μας εξηγεί λοιπόν ότι η επιστήμη θα έπρεπε να συνίσταται στο να αναγάγει τις ιδέες των δευτερευουσών ιδιοτήτων στις ιδέες των πρωτευουσών ιδιοτήτων. Είναι αυτό που κάνουμε στις μέρες μας λέγοντας ότι η αίσθηση του λευκού είναι η εντύπωση ενός κύματος. Αυτή η αναγωγή είναι το χαρακτηριστικό κάθε επιστημονικής προόδου. Εξ’ ου και το ενδιαφέρον να σχεδιάσουν τον κατάλογο των πρωτευουσών ιδιοτήτων. Ο Locke δεν μπορεί, όπως ο Descartes, να το κάνει με την βοήθεια μόνο της νόησης. Αντικαθιστά το συμπέρασμα με την παρατήρηση: η εμπειρία (στη σκέψη) της διαίρεσης επ’ άπειρον της ιδέας ενός σώματος δηλώνει, σύμφωνα με αυτόν, ότι η ιδέα της στερεότητας (όπως της έκτασης, της κίνησης κλπ) δεν μπορεί ποτέ να διαχωρίζεται από αυτήν ενός σώματος, ενώ, για παράδειγμα, η ιδέα του κίτρινου που παράγεται από ένα σώμα εξαφανίζεται όταν το κοιτάξουμε στο μικροσκόπιο.
Τέλος, μια τελευταία θέση: πρέπει να προσθέσουμε ένα τρίτο είδος ιδιοτήτων. Εάν ένα κερί λειώνει, δεν οφείλεται μόνο σε μια δύναμη μέσα του, ή μέσα μου, αλλά οφείλεται στην επιρροή του ήλιου στο κερί και στην αφή μου που το αισθάνεται μαλακό: πρόκειται για τριγωνική σχέση.
Ακόμα και αν αυτή η διαφοροποίηση ανάμεσα σε ιδέες και ιδιότητες, κατόπιν ανάμεσα στις διάφορες ιδιότητες βρίσκεται ως βασική αρχή σε κάθε επιστημονική θεώρηση, θα αμφισβητηθεί έντονα στη συνέχεια. Δεχόμαστε ότι ένας «ορθολογιστής» διακρίνει αυτό που είναι ορθολογικό από αυτό που δεν είναι, και θεωρεί ότι μόνο το ορθολογικό υπάρχει. Αλλά πως ένας εμπειριστής μπορεί να «υπερπηδήσει» τις ιδέες του, και να αποφασίσει ότι τέτοιες πρωτεύουσες ιδιότητες υπάρχουν μόνες τους; Οι «ιδεαλιστές» όπως ο Berkeley (1685-1753) είναι πιο συνεπείς εμπειριστές. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να σταθούν στις ιδέες. Ο πραγματικός εξωτερικός κόσμος είναι πάντοτε για μας καλυμμένος. Ο Locke ό ίδιος συναντά δυσκολία: δεν επιτυγχάνει να διακρίνει πραγματικά ιδέα μέσα στο νου και ιδιότητα μέσα στο πράγμα. Γιατί μπορεί να πει ότι δεν υπάρχουν μόνο «δευτερεύουσες ιδιότητες», και που, σε ποιον άλλο νου εκτός από τον δικό μου, θα μπω για να παρατηρήσω την σχέση ανάμεσα σε πρωτεύουσες ιδιότητες όταν αυτές υπάρχουν και σε δευτερεύουσες ιδιότητες; Η συζήτηση εξακολουθεί ακόμα και σήμερα.
«Τι ονομάζω πρωτεύουσες ιδιότητες των σωμάτων»
Για να ανακαλύψω καλύτερα την φύση των ιδεών μας και για να μιλήσω γι’ αυτές με τρόπο κατανοητό, χρειάζεται να τις διακρίνω τόσο ως ιδέες ή αντιλήψεις στον νου από την μια μεριά, όσο ως τροποποιήσεις της ύλης στα σώματα που μας προξενούν τέτοιες αντιλήψεις από την άλλη μεριά: ώστε έτσι που δεν μπορούμε να σκεφθούμε (καθώς χωρίς αμφιβολία συνήθως συμβαίνει) ότι αυτές είναι ακριβώς οι εικόνες και η ομοιότητες κάποιου πράγματος που είναι σύμφυτο στο πράγμα. Επειδή οι περισσότερες από τις ιδέες της αίσθησης δεν είναι περισσότερο η εικόνα στο νου κάποιου πράγματος που θα υπήρχε έξω από μας, απ’ ότι τα ονόματα που συμβολίζουν αυτές δεν είναι η εικόνα των ιδεών μας, ενώ είναι εντούτοις ικανά να τις δημιουργήσουν σε μας όταν τα ακούμε.
Όλα όσα αντιλαμβάνεται ο νους αυτός ο ίδιος, ή όλα όσα είναι άμεσο αντικείμενο της αντίληψης, της σκέψης ή της νόησης, τα ονομάζω ιδέες. Και τη δύναμη να παράγει μια ιδέα στο νου, την ονομάζω ιδιότητα του πράγματος όπου βρίσκεται αυτή η δύναμη. Έστω μια μπάλα χιονιού που έχει την δύναμη να παράγει μέσα μας τις ιδέες του λευκού, του κρύου, του στρογγυλού: ονομάζω ιδιότητες αυτές τις δυνάμεις να παράγουν τέτοιες ιδέες μέσα μας, καθώς είναι μέσα στην μπάλα του χιονιού. Και καθώς είναι αισθητηριακές εντυπώσεις ή αντιλήψεις στην νόηση , τα ονομάζω ιδέες. Και αν συμβαίνει να μιλάω γι ‘ αυτές τις ιδέες ως να είναι στα ίδια τα πράγματα, θα εννοούσα σαφώς ότι αντιλαμβάνομαι με αυτό τις ιδιότητες μέσα στα πράγματα που τις παράγουν μέσα μας.
Οι ιδιότητες που τις αντιλαμβανόμαστε έτσι μέσα στα σώματα είναι πρώτα αυτές που αυστηρά δεν διαχωρίζονται από το σώμα, όποια και αν είναι η κατάστασή του. Αυτές τις ιδιότητες, το σώμα τις διατηρεί σταθερά σε όλες τις διαφοροποιήσεις και τις αλλαγές που υφίσταται, τόσο μεγάλη είναι η δύναμη που χρησιμοποιείται. Οι αισθήσεις τις ανακαλύπτουν σταθερά σε κάθε μόριο της ύλης που έχει αρκετή μάζα ώστε να γίνεται αντιληπτό, και γα τον νου δεν διαχωρίζονται από κάθε μόριο της ύλης, ακόμα και αν είναι τόσο μικρό για να μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο από τις αισθήσεις.
Πάρτε ένα σπόρο σιταριού, διαιρέστε τον σε δύο μέρη: κάθε μέρος έχει πάντοτε στερεότητα, έκταση, σχήμα και κίνηση. Διαιρέστε το ξανά, διατηρεί πάντα τις ίδιες ιδιότητες. Συνεχίστε να το διαιρείτε με τον ίδιο τρόπο μέχρις ότου τα μέρη γίνουν μη αισθητά: κάθε ένα μέρος από αυτά πρέπει να διατηρεί πάντα όλες του τις ιδιότητες. Διότι η διαίρεση (που είναι ακριβώς αυτό που κάνει στο σώμα ο μύλος, το γουδοχέρι ή ένα άλλο σώμα καθώς το μικραίνουν σε μη αισθητά μέρη) δεν μπορεί να αφαιρέσει από ένα σώμα στερεότητα, έκταση, σχήμα ή κίνηση. Δεν κάνει τίποτα άλλο από το να παράγει δύο ξεχωριστές και διακριτές μάζες ύλης ή περισσότερο, ξεκινώντας από αυτό που πρωτύτερα ήταν ένα. Και μετά την διαίρεση, αυτές οι ξεχωριστές μάζες που θεωρούνται έτσι ξεχωριστά σώματα δημιουργούν πλήθος. Αυτές τις ονομάζω πρωταρχικές ή πρωτεύουσες ιδιότητες των σωμάτων. Νομίζω ότι μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι αυτές παράγουν σε μας απλές ιδέες ( στερεότητα, έκταση, σχήμα, κίνηση ή ακινησία, και πλήθος).
[ Οι ιδιότητες που θεωρούνται μέσα στο σώμα είναι] κατά δεύτερο λόγο αυτές οι ιδιότητες που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο μέσα στα ίδια τα πράγματα από τη δύναμη να παράγουν διάφορες αισθητικές αντιλήψεις σε μας με τις πρωτεύουσες τους ιδιότητες, δηλαδή με τον όγκο, το σχήμα, την υφή και την κίνηση των στοιχείων τους που δεν είναι αισθητά. Είναι τα χρώματα, οι ήχοι, οι γεύσεις, κλπ. Τις ονομάζω δευτερεύουσες ιδιότητες.
Μπορούμε να προσθέσουμε σ’ αυτά ένα τρίτο είδος, αυτές που αναγνωρίζουμε ως καθαρές δυνάμεις, αν και είναι μέσα στο σώμα ιδιότητες τόσο πραγματικές όσο αυτές ώστε, για να ακολουθήσουμε τις συνήθειες της γλώσσας, τις ονομάζω ιδιότητες και, και για να τις διακρίνω, δευτερεύουσες. Γιατί η δύναμη της φωτιάς, δύναμη να παράγει νέο χρώμα ή νέα σύσταση στο κερί ή στον άργιλο, είναι ιδιότητα της φωτιάς, όσο και η δύναμη της να παράγει σε μένα μια νέα ιδέα ( την αίσθηση της θερμότητας ή του καψίματος που δεν θα την αισθανόμουνα προηγουμένως) με τις ίδιες πρωτεύουσες ιδιότητες: τη μάζα, την υφή και την κίνηση των μη αισθητών στοιχείων της.
Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, Βιβλίο II, VIII, 7-10.
Προεκτείνοντας το «σκέπτομαι» του Descartes που μελετούσε την κοινή σκέψη σε κάθε «πράγμα», ο John Locke επικεντρώνει την ανάλυσή του προσώπου και του εγώ στην ιδιομορφία κάθε πράγματος και στην προσωπική υπευθυνότητα. Το απόσπασμα από το έργο Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση θα έχει σημαντική απήχηση, και μπορούμε να πούμε ότι εδώ βρίσκεται η πηγή του σύγχρονου ατομικισμού.
Για την υπευθυνότητα
Η σκέψη του Locke είναι δομημένη με την αμφισβήτηση των φιλοσοφικών – όπως αυτές του Descartes- ή θεολογικών θέσεων της εποχής του: το υποκείμενο καθορίζεται από την ψυχή του – σκεπτόμενη ουσία- , το σώμα θα αναστηθεί ολόιδιο με αυτό που είναι τώρα και το προπατορικό αμάρτημα που διέπραξε ο Αδάμ σημαδεύει τον καθένα μέχρι τον θάνατό του.
Αντίθετα, ο Locke από τη συνείδηση του παρόντος (και όχι από μια ψυχή-ουσία), που απομνημονεύει την ιστορία της, δημιουργεί τον προσωπικό χώρο και συνεπώς και την υπευθυνότητά του. Λίγο ενδιαφέρει τι είναι το σώμα και η ψυχή, λίγο ενδιαφέρει ο ρόλος των γονέων μου και ακόμη λιγότερο ο ρόλος του Αδάμ: δεν είμαι υπεύθυνος παρά μόνο για ότι κάνω συνειδητά, και για ότι αναγνωρίζω σαν έργο μου: για ότι θεωρώ τον εαυτό μου αυτουργό στα γεγονότα που απομνημονεύω.
Συνειδητά
Για να θεμελιώσει τη θέση του, ο Locke στηρίζεται, στο απόσπασμα αυτό, στον ορισμό του εγώ μέσω της συνειδητής σκέψης, που βρίσκουμε στον Descartes. Υπάρχουμε εάν σκεφτόμαστε, και η σκέψη είναι συνειδητή: όλα παίζονται στην συνείδηση. Προσθέτει μόνο την τρέχουσα αντίρρηση: δεν σκεπτόμαστε πάντοτε, δεν έχουμε συνεπώς πάντοτε συνείδηση. Υπάρχουν στιγμές χωρίς συνείδηση;
Δεν υπάρχουμε σαν οι ίδιοι στην πάροδο του χρόνου παρά εάν αναγνωρίζουμε σαν δικά μας γεγονότα που μπορούν να έχουν διαχωριστεί στο χρόνο και στον τόπο. Ο Locke μάλιστα φαντάζεται, στο κεφάλαιο αυτό, επινοήσεις που θα κάνουν διάσημη την ανάλυσή του: εάν η συνείδηση περνά από έναν πρίγκιπα σε ένα πτωχό τσαρουχά, εάν το κομμένο μικρό μου δάκτυλο κρατά την συνείδησή μου, εάν έχω λησμονήσει ότι έκανα όταν ήμουν μεθυσμένος, και θα προσθέσει στις αντιφάσεις που ακολουθούν: «Εάν αναστηθώ μετά τον θάνατό μου με διαφορετικό σώμα»… Σε κάθε περίπτωση, είναι η συνολική συνείδηση που κάνει την ενότητα του προσώπου και την υπευθυνότητά του. Επομένως λίγο ενδιαφέρει ο ορισμός εκείνου που σκέπτεται μέσα μου (η ψυχή ή μια άλλη ουσία), λίγο ενδιαφέρει η επίδραση του Αδάμ: δεν υπάρχουμε πραγματικά παρά μόνο όταν έχουμε συνείδηση, και δεν είμαστε υπεύθυνοι παρά μόνο για ότι αναλαμβάνουμε συνειδητά.
Έχουμε πρόσφατα ανακαλύψει ξανά αυτή την ανάλυση του Locke σαν σημείο εκκίνησης ενός συνολικού συλλογισμού πάνω στην προσωπική ταυτότητα και πάνω στην υπευθυνότητα: σε τι είμαι ολόιδιος και ο ίδιος ο εαυτός μου; Σε τι είμαι ένα πρόσωπο; Μετά τον Locke, ο άνθρωπος προσδιορίζεται από τον ίδιο τον εαυτό του, ανεξάρτητα από την ομάδα και τους δεσμούς που τον διαμορφώνουν. Έχει γεννηθεί το σύγχρονο άτομο.
Αυτός ο συλλογισμός για την υπευθυνότητα θα βρίσκεται στη βάση του συλλογισμού για την σημασία της πρόθεσης στην ηθική. Θα μπορέσουμε πράγματι να λυπηθούμε, μετά τον Leibniz και τον Sigmund Freud, για την απουσία αναφοράς στο υποσυνείδητο, και για τη μειωμένη κατάσταση περιόδων της αρχής και του τέλους της ζωής όπου η συνειδητή κυριαρχία λείπει: ο άνθρωπος που δεν έχει συνειδητό έλεγχο της ζωής του δεν θα ήταν πια ένα άτομο; Αυτό είναι ένα από τα όρια αυτής της ανάλυσης.
« Μόνο στη συνείδηση βρίσκεται η προσωπική ταυτότητα»
Πρέπει να εξετάσουμε τι σημαίνει η λέξη πρόσωπο, είναι νομίζω : ένα σκεπτόμενο ον, έξυπνο, που έχει λογική και σκέψη και μπορεί να θεωρήσει ότι είναι ο ίδιος ο εαυτός του, σαν το ίδιο σκεπτόμενο ον σε διαφορετικούς χρόνους και σε διαφορετικούς τόπους. Ότι κάνει αποκλειστικά με αυτή την συνείδηση που δεν διαχωρίζεται από την σκέψη, και που είναι γι’ αυτό σύμφωνα με την αίσθηση μου βασικό (επειδή είναι αδύνατο στον οποιονδήποτε να αντιλαμβάνεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αντιλαμβάνεται). Όταν βλέπουμε, ακούμε, αισθανόμαστε, γευόμαστε, δοκιμάζουμε, στοχαζόμαστε, ή θέλουμε κάτι, ξέρουμε ότι τα κάνουμε αυτά. Ισχύει το ίδιο πάντα τη στιγμή των αισθητηριακών εντυπώσεων ή των αντιλήψεων. Και με αυτό τον τρόπο, καθένας είναι για τον ίδιο τον εαυτό του αυτό που ονομάζει το εγώ του ( αφήνοντας προς στιγμήν στην άκρη το θέμα τις γνώσης εάν το ίδιο το εγώ εμμένει στην ίδια ουσία ή σε κάποια άλλη). Πράγματι, επειδή η συνείδηση συνοδεύει πάντα την σκέψη, επειδή είναι αυτό που κάνει στον καθένα ότι ονομάζει το εγώ, επειδή είναι αυτό που τον διακρίνει από όλα τα άλλα σκεπτόμενα πράγματα, μόνο σε αυτήν βρίσκεται η προσωπική ταυτότητα, δηλαδή το γεγονός για ένα λογικό ον να είναι πάντα το ίδιο. Όσο μακριά μπορεί φτάσει η συνείδηση στις σκέψεις του και στις πράξεις του στο παρελθόν, τόσο μακριά εκτείνεται η ταυτότητα αυτού του προσώπου, είναι το ίδιο εγώ τώρα και τότε. Είναι το ίδιο εγώ με αυτό που τώρα σκέφτεται για το εγώ του, που τότε έκανε αυτή την πράξη.
Αλλά ζητάμε επί πλέον να μάθουμε εάν πρόκειται για την ταυτότητα της ίδια ουσίας.
Λίγοι θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους αρμόδιους να αμφιβάλλουν, εάν οι αντιλήψεις ( και η συνείδηση που έχουν) παρέμεναν πάντα παρούσες στο νου, επιτρέποντας στο ίδιο σκεπτόμενο πράγμα να είναι πάντοτε συνειδητά παρόν και να θεωρείται προφανώς το ίδιο με το εγώ του.
Αλλά υπάρχει ένα σημείο που φαίνεται ότι έχει δυσκολία: αυτή η συνείδηση πάντα διακόπτεται από τη λήθη. Δεν υπάρχουν στη ζωή στιγμές όπου έχουμε στα μάτια μας με ένα όραμα όλη τη συνέχεια των πράξεων μας του παρελθόντος. Αντίθετα, ακόμα και οι καλύτερες αναμνήσεις χάνουν την όψη από ένα μέρος από τις πράξεις τους όταν ενδιαφέρονται για κάποια άλλη. Και εμείς, στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής μας, έχουμε στιγμές που δεν σκεπτόμαστε το εγώ μας του παρελθόντος, γιατί είμαστε απορροφημένοι στις σκέψεις του παρόντος. Και στο βαθύ ύπνο, δεν κάνουμε απολύτως καμία σκέψη, η τουλάχιστον δεν κάνουμε κάποια που να συνοδεύεται από αυτή τη χαρακτηριστική συνείδηση στον ξύπνιο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν η συνείδηση μας διακόπτεται και χάνουμε την όψη του εγώ του παρελθόντος. Γεννιόνται αμφιβολίες: είμαστε ή όχι το ίδιο σκεπτόμενο πρόσωπο, δηλαδή η ίδια ουσία;
Λίγο ενδιαφέρει, αν είναι εύλογη ή όχι η αμφιβολία. Δεν αφορά καθόλου την προσωπική ταυτότητα, επειδή η ερώτηση είναι αυτή: «Ποιός κάνει το ίδιο πρόσωπο; » και όχι : « Είναι η ίδια ολόιδια ουσία που σκέπτεται πάντοτε μέσα στο ίδιο πρόσωπο;» ερώτηση που δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Επειδή διαφορετικές ουσίες, που παίρνουν πράγματι μέρος στην ίδια συνείδηση, ενώνονται από αυτήν σε ένα μοναδικό πρόσωπο, όπως διαφορετικά σώματα ενώνονται από την ίδια σε ένα μοναδικό ζωντανό ον, η ταυτότητα του οποίου διατηρείται, δια μέσου αυτής της αλλαγής ουσιών, με την ενότητα μιας ζωής που παραμένει.
Πράγματι, επειδή είναι η ίδια συνείδηση που κάνει ώστε ένας άνθρωπος να είναι ο αυτός ο ίδιος στα μάτια του, η προσωπική ταυτότητα εξαρτάται μόνο από αυτή την συνείδηση, που είναι προσαρτημένη μόνο σε μια προσωπική ουσία, ή έχει την δυνατότητα να διαρκεί διαμέσου μιας διαδοχής διαφορετικών ουσιών. […] Είναι πράγματι η ίδια ουσία που ενώνει ξεχωριστές πράξεις στο ίδιο πρόσωπο, όποιες και να είναι οι ουσίες που συμμετείχαν στην παραγωγή τους.
Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, Βιβλίο II, XVII, 9-10.
Μετάφραση : Λεωνίδας Α. Αλεξανδρίδης
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Θα ξεκινήσω με εκείνη τη διάσημη, ειλικρινά ενοχλητική, σωκρατική μέθοδο: με μια ερώτηση. Ποιος από…
Μετά από χιλιάδες χρόνια διανοητικού μόχθου, φαίνεται ότι ξαναγυρίζουμε ταπεινά στον Σωκράτη. Αφού κυνηγήσαμε τις…
Τι είναι αλήθεια και πώς μπορούμε να τη γνωρίσουμε; (more…)
Ας υποθέσουμε μια Πρόταση Α: (Αυτό το αυτοκίνητο είναι Πράσινο) και την Άρνησή της, Πρόταση…
Αφορμή για αυτή την εργασία υπήρξαν δύο λόγοι: 1. To ενδιαφέρον μου για την Επικούρεια…
Η τραγική ιστορία του Ίγκνατς Σέμελβαϊς και η πλάνη της μοναδικής αιτίας (more…)