Οι αποκλίνουσες σκέψεις σχετικά με την οικονομική θεωρία με βρήκαν τον καιρό των μεταπτυχιακών σπουδών μου στο τμήμα οικονομικών του Πανεπιστημίου του Ρότσετσερ, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Μολονότι είχα αμφιβολίες όσον αφορά ένα μέρος της ύλης που διδασκόμασταν, ποτέ δεν ήμουν απολύτως σίγουρος ως προς το κατά πόσον το πρόβλημα έγκειτο στην ίδια τη θεωρία ή στην εσφαλμένη από μέρους μου κατανόησή της.
Ως φοιτητής, δεν ήμουν αυτό που θα έλεγε κανείς «αστέρι». Σε εκείνο το άρθρο του Ρότζερ Λοβενστάιν για το New York Times Magazine που προανέφερα, ο ακαδημαϊκός σύμβουλος για τη διδακτορική μου διατριβή, ο Sherwin Rosen, έκανε την ακόλουθη εκτίμηση της εικόνας μου ως μεταπτυχιακού φοιτητή: «Δεν περιμέναμε πολλά από αυτόν».
Στη διατριβή μου πραγματευόμουν ένα θέμα με κάπως προκλητικό τίτλο «Η αξία μιας ζωής»· η προσέγγιση που ακολουθούσα, ωστόσο, ήταν απολύτως τυπική. Εννοιολογικά, ο ενδεδειγμένος τρόπος σκέψης σχετικά με το ερώτημα αυτό είχε αποτυπωθεί από τον νομπελίστα οικονομολόγο Thomas Schelling στο υπέροχο δοκίμιό του «Η ζωή που σώζεις μπορεί να είναι η δική σου». Στο πέρασμα του χρόνου, πολλές φορές τα ενδιαφέροντά μου συνάντησαν εκείνα του Schelling, του πρώιμου αυτού υποστηρικτή και πρωτεργάτη του πεδίου που σήμερα ονομάζουμε συμπεριφορική οικονομική. Ιδού ένα διάσημο απόσπασμα από το δοκίμιό του:
Ένα κοριτσάκι 6 ετών με καστανά μαλλιά χρειάζεται μερικές χιλιάδες δολάρια για μια εγχείρηση που θα παρατείνει τη ζωή της έως τα Χριστούγεννα- αμέσως το ταχυδρομείο θα κατακλυστεί από φακέλους με πενταροδεκάρες για να σωθεί. Αλλά αν αναφερθεί ότι χωρίς φόρο πωλήσεων η κατάσταση των νοσοκομειακών μονάδων στη Μασαχουσέτη θα επιδεινωθεί, με συνέπεια μια μικρή αύξηση στα ποσοστά των αποτρέψιμων θανάτων, ελάχιστοι θα χύσουν ένα δάκρυ ή θα πιάσουν το μπλοκ των επιταγών τους.
Ο Schelling γράφει ακριβώς όπως μιλά: με ένα λοξό χαμόγελο και μια διαβολική λάμψη στα μάτια. Σκοπός του είναι να σας κάνει να αισθανθείτε λίγο άβολα.* Εδώ, η ιστορία του άρρωστου κοριτσιού μάς βοηθά να κατανοήσουμε τη μεγάλη συνεισφορά του συγκεκριμένου άρθρου. Τα νοσοκομεία αντιστοιχούν στην έννοια που ο Schelling αποκαλεί «στατιστική ζωή», σε αντιδιαστολή με το κορίτσι, το οποίο αντιπροσωπεύει την «προσδιορισμένη ζωή». Ενίοτε συναντάμε περιπτώσεις προσδιορισμένων ζωών που κινδυνεύουν άμεσα στον πραγματικό κόσμο, όπως η αγωνιώδης διάσωση παγιδευμένων μεταλλωρύχων. Όπως σημειώνει ο Schelling, σπανίως ανεχόμαστε να χαθεί μια προσδιορισμένη ζωή λόγω έλλειψης χρημάτων. Ωστόσο, χιλιάδες «μη προσδιορισμένα» άτομα πεθαίνουν καθημερινά λόγω έλλειψης απλών πραγμάτων, όπως αντικουνουπικά δίχτυα, εμβόλια ή πόσιμο νερό.
Σε αντίθεση με το άρρωστο κοριτσάκι, οι τυπικές αποφάσεις που έχουν να κάνουν με την άσκηση δημόσιας πολιτικής στο εσωτερικό μιας χώρας είναι αφηρημένες. Στερούνται συναισθηματικού αντίκτυπου. Ας υποθέσουμε ότι κατασκευάζεται ένας νέος αυτοκινητόδρομος, και οι μηχανικοί ασφαλείας μάς πληροφορούν ότι η διαπλάτυνση της διαχωριστικής νησίδας κατά ένα μέτρο θα κοστίσει 42 εκατομμύρια δολάρια και θα αποτρέψει 1,4 θανατηφόρα ατυχήματα ετησίως επί τριάντα χρόνια. Πρέπει να πραγματοποιήσουμε τη διαπλάτυνση; Δεν γνωρίζουμε, φυσικά, την ταυτότητα των θυμάτων αυτών. Δεν είναι «παρά» στατιστικές ζωές. Ωστόσο, για να αποφασίσουμε το πλάτος της διαχωριστικής νησίδας χρειαζόμαστε την προσάρτηση μιας αξίας σε αυτές τις παρατεινόμενες ζωές, που (πιο γλαφυρά) «σώζονται» από την εν λόγω δαπάνη. Και σε έναν κόσμο Οικονομικών Όντων, η κοινωνία δεν θα πλήρωνε περισσότερα για να σωθεί μία προσδιορισμένη ζωή έναντι είκοσι στατιστικών ζωών.
Όπως σημείωνε ο Schelling, η σωστή ερώτηση είναι πόσα χρήματα θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν οι χρήστες του εν λόγω αυτοκινητοδρόμου (και οι φίλοι και οι συγγενείς τους ίσως) προκειμένου να κάνουν κάθε ταξίδι τους λίγο πιο ασφαλές. Ο Schelling είχε προσδιορίσει τη σωστή ερώτηση, αλλά κανείς δεν είχε βρει ακόμη έναν τρόπο να την απαντήσει. Για την επίλυση του προβλήματος χρειαζόμασταν μια κατάσταση στην οποία κάποιοι να πραγματοποιούν επιλογές με βάση τη λογική της αντιστάθμισης ανάμεσα στα χρήματα και στον κίνδυνο θανάτου. Από αυτό μπορούμε να συναγάγουμε την προθυμία κάποιου να πληρώσει για την ασφάλειά του. Πού μπορούμε, όμως, να παρατηρήσουμε τέτοιου είδους επιλογές;
Ο οικονομολόγος Richard Zeckhauser, μαθητής του Schelling, επισήμανε ότι έναν τρόπο προσέγγισης του προβλήματος προσφέρει η ρώσικη ρουλέτα. Παραθέτω μια διασκευή του παραδείγματος του: Έστω ότι ο Αϊντάν παίζει μια παραλλαγή της ρώσικης ρουλέτας χρησιμοποιώντας ένα όπλο με πολλές θαλάμες (λόγου χάριν, χίλιες), από τις οποίες τέσσερις έχουν επιλεγεί τυχαία να φέρουν φυσίγγιο. Ο Αϊντάν πρέπει να πατήσει τη σκανδάλη μία φορά. (Ευτυχώς, το όπλο έχει ρύθμιση «βολή κατά βολή».) Πόσα χρήματα είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο Αϊντάν για να αφαιρεθεί ένα φυσίγγιο;* Παρότι η ρώσικη ρουλέτα του Zeckhauser θέτει το πρόβλημα με κομψό τρόπο, δεν μας βοηθά να βρούμε κάποιον συγκεκριμένο αριθμό. Η δε διεξαγωγή πειραμάτων στα οποία οι συμμετέχοντες σημαδεύουν το κεφάλι τους με γεμάτο όπλο σίγουρα δεν συνιστά πρακτική μέθοδο για την απόκτηση δεδομένων.
Ενώ σκεφτόμουν τα ζητήματα αυτά, μου ήρθε μια ιδέα. Θα μπορούσα να έχω δεδομένα σχετικά με τους δείκτες θνησιμότητας σε διάφορα επαγγέλματα, συμπεριλαμβανομένων των πιο επικίνδυνων, όπως του ανθρακωρύχου, του υλοτόμου και του καθαριστή τζαμιών σε ουρανοξύστες, καθώς και ασφαλέστερων, όπως του αγρότη, του υπαλλήλου καταστήματος και του καθαριστή τζαμιών σε κτήρια μικρού ύψους. Σε έναν κόσμο Οικονομικών Όντων, τα πιο επικίνδυνα επαγγέλματα θα έπρεπε να αποδίδουν μεγαλύτερες απολαβές, διαφορετικά κανείς δεν θα τα προτιμούσε. Πράγματι, οι επιπλέον αποδοχές για μια επικίνδυνη εργασία θα έπρεπε να καλύπτουν τους εργαζόμενους ως προς την ανάληψη από μέρους τους των σχετικών με το επάγγελμα κινδύνων —αλλά και ως προς τα άλλα προσόντα που απαιτεί η συγκεκριμένη εργασία. Κατά συνέπεια, αν μπορούσα να έχω δεδομένα σχετικά με τις αποδοχές κάθε επαγγέλματος, θα μπορούσα να εκτιμήσω τον αριθμό που σκιαγραφούσε ο Schelling στην ανάλυσή του, χωρίς να ζητήσω από κανέναν να παίξει ρώσικη ρουλέτα. Παρά την έρευνά μου, δεν μπόρεσα να βρω κάποια πηγή σχετική με δείκτες θνησιμότητας ανά επάγγελμα.
Από την κατάσταση αυτή με έσωσε ο πατέρας μου, ο Άλαν. Ο Άλαν ήταν αναλογιστής, ένας από εκείνους τους μαθηματικούς τύπους που διαχειρίζονται κινδύνους για λογαριασμό ασφαλιστικών εταιρειών. Τον ρώτησα αν είχε πρόσβαση σε δεδομένα σχετικά με την επαγγελματική θνησιμότητα. Σύντομα έλαβα το λεπτό, κόκκινο σκληρόδετο αντίτυπο ενός βιβλίου που είχε εκδώσει η Αμερικανική Εταιρεία Αναλογιστών, και στο οποίο βρίσκονταν καταγεγραμμένα ακριβώς τα δεδομένα που χρειαζόμουν. Αντιστοιχίζοντας τους δείκτες επαγγελματικής θνησιμότητας στα διαθέσιμα δεδομένα αποδοχών ανά επάγγελμα, μπορούσα να εκτιμήσω τις απολαβές που απαιτούσαν όσοι ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν έναν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου στην εργασία τους.
Η ιδέα και τα δεδομένα που διέθετα αποτελούσαν ένα καλό σημείο αφετηρίας, αλλά η ορθή εκτέλεση των στατιστικών υπολογισμών ήταν κρίσιμης σημασίας. Έπρεπε να βρω έναν ακαδημαϊκό σύμβουλο, στο τμήμα του οποίου θα μπορούσα να κινήσω το ενδιαφέρον για τη διδακτορική μου διατριβή. Η προφανής επιλογή ήταν ο ανερχόμενος οικονομολόγος εργασίας και εργασιακών σχέσεων που ανέφερα παραπάνω, ο Sherwin Rosen. Δεν είχαμε ξανασυνεργαστεί, ωστόσο το θέμα της διατριβής μου είχε σχέση με θεωρητική δουλειά που έκανε ο ίδιος, οπότε συμφώνησε να γίνει σύμβουλός μου.
Στη συνέχεια γράψαμε μαζί μια εργασία βασισμένη στη διατριβή μου, υπό τον τίτλο, φυσικά, «Η αξία της διάσωσης μιας ζωής».2 Ενημερωμένες εκδοχές του αριθμού που υπολογίσαμε τότε εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σήμερα σε κυβερνητικές αναλύσεις κόστους – οφέλους. Η τρέχουσα εκτίμηση είναι περίπου η εκατομμύρια δολάρια ανά σωζόμενη ζωή.
Ενώ εργαζόμουν στη διατριβή μου, θεώρησα ότι θα είχε ενδιαφέρον να θέσω κάποια υποθετικά ερωτήματα σε διάφορους ανθρώπους, ως ένα άλλο μέσο εκμαίευσης των προτιμήσεών τους σχετικά με την αντιστάθμιση ανάμεσα στα χρήματα και στον κίνδυνο θανάτου. Αρχικά έπρεπε να αποφασίσω με ποιον από τους δύο τρόπους θα έπρεπε να θέσω το ζήτημα: από την άποψη της «προθυμίας πληρωμής» ή της «προθυμίας αποδοχής». Ο πρώτος τρόπος ρωτά πόσο θα πλήρωνε κανείς προ-κειμένου να μειώσει την πιθανότητα θανάτου του την επόμενη χρονιά κατά κάποιο ποσοστό —φέρ’ ειπείν, κατά 1 προς 1οοο. Ο δεύτερος τρόπος ρωτά πόσα θα ζητούσε κανείς προκειμένου να αυξήσει τον κίνδυνο θανάτου του κατά το ίδιο ποσοστό. Για να σας δώσω μια ιδέα για το τι αντιπροσωπεύουν οι αριθμοί αυτοί, ένας πενηντάχρονος Αμερικανός διατρέχει κάθε έτος κίνδυνο να πεθάνει περίπου 4 προς 1.000.
Ακολουθεί ένα τυπικό ερώτημα που έθεσα στην τάξη μου. Οι φοιτητές απάντησαν και στις δύο του εκδοχές.
Α. Έστω ότι παρακολουθώντας το μάθημα εκτίθεστε σε μια σπάνια θανατηφόρο νόσο. Αν προσβληθείτε από τη νόσο, θα έχετε έναν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο κάποια στιγμή μέσα στην επόμενη εβδομάδα. Η πιθανότητα να προσβληθείτε από τη νόσο είναι 1 προς 1.οοο. Για τη νόσο υπάρχει διαθέσιμη μία και μοναδική δόση αντιδότου, την οποία θα πουλήσουμε στον πλειοδότη. Αν λάβετε το αντίδοτο, ο κίνδυνος θανάτου από τη νόσο καθίσταται μηδενικός. Ποιο είναι το μεγαλύτερο ποσό που είστε διατεθειμένοι να καταβάλετε για το αντίδοτο; (Αν δεν έχετε τα μετρητά, θα σας δανείσουμε εμείς, με μηδενικό επιτόκιο δανεισμού και τριάντα χρόνια αποπληρωμής.)
Β. Επιστήμονες στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο διεξάγουν έρευνα για την προαναφερθείσα σπάνια νόσο. Χρειάζονται εθελοντές πρόθυμους να μπουν σε μια αίθουσα και να εκτεθούν επί ένα πεντάλεπτο στον ίδιο κίνδυνο, ι προς 1.οοο, να προσβληθούν από τη νόσο και να πεθάνουν γρήγορα και ανώδυνα κατά την επόμενη εβδομάδα. Κανένα αντίδοτο δεν θα τους δοθεί. Ποιο είναι το κατώτερο χρηματικό ποσό που θα ζητούσατε προκειμένου να συμμετάσχετε στη μελέτη αυτή;
Η οικονομική θεωρία διαθέτει μια ισχυρή πρόβλεψη ως προς τις απαντήσεις που θα έδιναν οι ερωτώμενοι στις δύο παραπάνω διαφορετικές εκδοχές: θα έπρεπε να είναι σχεδόν ταυτόσημες. Για έναν πενηντάχρονο που απαντά στα ερωτήματα αυτά, η αντιστάθμιση ανάμεσα στα χρήματα και στον κίνδυνο θανάτου δεν θα έπρεπε να διαφέρει πολύ κατά τη μετακίνηση από έναν κίνδυνο 5 προς 1οοο (ή 0,005)’σε έναν κίνδυνο 0,004 (όπως στην πρώτη εκδοχή του ερωτήματος) απ’ ότι η μετακίνηση από έναν κίνδυνο 0,004 σε έναν κίνδυνο 0,005 (όπως στη δεύτερη εκδοχή). Εντούτοις, οι απαντήσεις στα δύο ερωτήματα ποίκιλλαν σημαντικά ανάμεσα στους ερωτώμενους, και αναδυόταν ένα σαφές μοτίβο: δεν ήταν ούτε κατά διάνοια ταυτόσημες. Οι τυπικές απαντήσεις είχαν γενικά ως εξής: Δεν θα πλήρωνα παραπάνω από 2.000 δολάρια στην εκδοχή Α, αλλά δεν θα δεχόμουν λιγότερο από 500.000 δολάρια στην εκδοχή Β. Μάλιστα, στην εκδοχή Β πολλοί ερωτώμενοι ισχυρίστηκαν ότι δεν θα συμμετείχαν καν στην έρευνα, με οποιοδήποτε αντίτιμο.
Δεν λέει μόνο η οικονομική θεωρία ότι οι απαντήσεις θα έπρεπε να είναι ταυτόσημες. Η ίδια η λογική συνέπεια το επιτάσσει. Σκεφτείτε πάλι τον πενηντάχρονο Αμερικανό ο οποίος, πριν με συναντήσει, είχε 0,004 πιθανότητες να πεθάνει κατά το επόμενο έτος. Έστω ότι δίνει τις απαντήσεις της προηγούμενης παραγράφου: 2.000 δολάρια για το σενάριο Α και 500.000 δολάρια για το σενάριο Β. Η πρώτη απάντηση υποδηλώνει ότι η αύξηση κινδύνου από 0,004 σε 0,005 τον επιβαρύνει το πολύ κατά 2.000 δολάρια, αφού θα ήταν απρόθυμος να πληρώσει παραπάνω προκειμένου να αποφύγει τον επιπρόσθετο κίνδυνο. Η δεύτερη, όμως, απάντησή του λέει ότι δεν θα αποδεχόταν την ίδια αύξηση κινδύνου έναντι τιμήματος μικρότερου των 500.000 δολαρίων. Είναι σαφές ότι η διαφορά ανάμεσα σε έναν κίνδυνο της τάξεως του 0,004 και σε έναν κίνδυνο της τάξεως του 0,005 δεν μπορεί να είναι το πολύ 2.000 δολάρια και τουλάχιστον 500.000 δολάρια!
Η αλήθεια αυτή δεν είναι προφανής σε όλους. Μάλιστα, ακόμη και όταν παρασχεθούν εξηγήσεις στους ενδιαφερομένους, πολλοί εξακολουθούν να έχουν αντιρρήσεις, όπως και εσείς πιθανότατα αυτή τη στιγμή. Ωστόσο η λογική είναι αδιαμφισβήτητη.* Ένας οικονομολόγος θα χαρακτήριζε τα εν λόγω ευρήματα από αινιγματικά έως εξωφρενικά. Όταν τα έδειξα στον Sherwin, μου είπε να σταματήσω να χάνω τον χρόνο μου και να επιστρέφω στη διδακτορική διατριβή μου. Αλλά δεν μπορούσα πλέον —είχα «κολλήσει». Τι γινόταν εδώ; Το σενάριο «θέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο» είναι σίγουρα ασυνήθες· μόλις όμως άρχισα να αναζητώ παραδείγματα, ανακάλυψα ότι αυτά βρίσκονταν παντού.
Μία περίπτωση ήταν εκείνη του Richard Rosett, προέδρου του οικονομικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Σικάγου και παλαιού συλλέκτη κρασιών. Μου είπε ότι είχε μπουκάλια στο κελάρι του τα οποία είχε αγοράσει καιρό πριν έναντι ίο δολαρίων έκαστο και τώρα άξιζαν περισσότερο από 1οο δολάρια. Μάλιστα, ένας τοπικός έμπορος κρασιών, ο Γούντι, ήταν πρόθυμος να αγοράσει μερικά από τα παλαιότερα μπουκάλια του στις τρέχουσες τιμές. Ο Rosett είπε ότι σε ιδιαίτερες περιστάσεις κατανάλωνε κάποιο από τα μπουκάλια εκείνα, αλλά ποτέ δεν θα σκεφτόταν να πληρώσει 1οο δολάρια προκειμένου να αποκτήσει ένα. Επίσης, δεν πούλησε κανένα από τα μπουκάλια του στον Γούντι. Αυτό είναι παράλογο. Αν με ευχαρίστηση καταναλώνει ένα μπουκάλι που θα μπορούσε να πουλήσει έναντι 1οο δολαρίων, τότε η κατανάλωσή του πρέπει να αξίζει περισσότερο από 1οο δολάρια. Τότε, όμως, γιατί να μην αγοράζει με την ίδια ευχαρίστηση ένα τέτοιο μπουκάλι; Γιατί αρνιόταν εξαρχής να αγοράσει οποιοδήποτε μπουκάλι κόστιζε κοντά στα 1οο δολάρια; Ως οικονομολόγος, ο Rosett γνώριζε ότι μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι ορθολογική, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να της αντισταθεί.*
Τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν εκείνο που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «κόστος ευκαιρίας». Το κόστος ευκαιρίας μιας δραστηριότητας είναι αυτό που στερούμαστε από την επιτέλεσή της. Αν βγω σήμερα για πεζοπορία αντί να μείνω σπίτι
να δω το ματς, τότε το κόστος ευκαιρίας της πεζοπορίας είναι η απόλαυση που χάνω από τη μη παρακολούθηση του ματς. Στο παράδειγμά μας, το κόστος ευκαιρίας από την κατανάλωση ενός μπουκαλιού κρασιού των 1οο δολαρίων είναι το χρηματικό ποσό που ο Γούντι διατίθεται να καταβάλει στον Rosett για να το αποκτήσει. Είτε ο Rosett κατανάλωσε το δικό του μπουκάλι είτε αγόρασε ένα άλλο μπουκάλι, το κόστος ευκαιρίας της κατανάλωσης παραμένει το ίδιο. Αλλά όπως έδειξε η συμπεριφορά του Rosett, ακόμη και οι οικονομολόγοι δυσκολεύονται να εξισώσουν το κόστος ευκαιρίας με την άμεση δαπάνη. Η απώλεια της ευκαιρίας πώλησης κάποιου αντικειμένου δεν προ-καλεί την ίδια οδύνη με τη χρηματική δαπάνη για την αγορά του. Το κόστος ευκαιρίας είναι θολό και αφηρημένο όταν το συγκρίνουμε με την πραγματική καταβολή μετρητών.
Ο φίλος μου οικονομολόγος Tom Russell πρότεινε μία άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση. Την εποχή εκείνη, οι πιστωτικές κάρτες είχαν μόλις αρχίσει να χρησιμοποιούνται ευρέως, και οι εκδότες πιστωτικών καρτών ενεπλάκησαν σε νομική διαμάχη με τους λιανοπωλητές ως προς το κατά πόσον οι δεύτεροι είχαν δικαίωμα να χρεώνουν διαφορετικές τιμές όσους πλήρωναν με μετρητά και εκείνους που χρησιμοποιούσαν πιστωτική κάρτα. Δεδομένου ότι η πιστωτική κάρτα επιβαρύνει οικονομικά τον λιανοπωλητή για τη διαδικασία είσπραξης των χρημάτων, ορισμένοι, ιδιαίτερα οι ιδιοκτήτες πρατηρίων υγρών καυσίμων, ήθελαν να χρεώνουν ακριβότερα τους χρήστες πιστωτικής κάρτας. Φυσικά, η βιομηχανία των πιστωτικών καρτών απεχθανόταν την πρακτική αυτή- ήθελε οι καταναλωτές να θεωρούν τη χρήση κάρτας απαλλαγμένη βαρών. Καθώς η υπόθεση ακολουθούσε τη νομική οδό, το λόμπι των πιστωτικών καρτών προστάτευσε τα συμφέροντά του και μεταπήδησε στους τύπους έναντι της ουσίας. Επέμειναν ότι αν ένα κατάστημα χρέωνε διαφορετικές τιμές σε πελάτες με μετρητά και πελάτες με πιστωτική κάρτα, τότε η «αναγραφόμενη τιμή» θα έπρεπε να είναι η υψηλότερη, εκείνη που προορίζεται για την πιστωτική κάρτα, με μια προσφορά «έκπτωσης» σε όσους πελάτες πλήρωναν με μετρητά. Η εναλλακτική λύση θα ήταν η αναγραφόμενη τιμή να αντιστοιχεί στην τιμή πληρωμής τοις μετρητοίς, ενώ οι πελάτες που χρησιμοποιούν κάρτα να χρεώνονται με μια «προσεπιβάρυνση».
Για ένα Οικονομικό Ον, οι δύο αυτές πολιτικές είναι ένα και το αυτό. Αν η τιμή για πιστωτική κάρτα είναι 1,03 δολάριο και η τιμή για μετρητά ι δολάριο, δεν θα έπρεπε να έχει σημασία το αν η διαφορά των 3 σεντ θα ονομαστεί «έκπτωση» ή «προσεπιβάρυνση». Σε κάθε περίπτωση, η βιομηχανία των πιστωτικών καρτών προέκρινε, σωστά, την ονομασία «έκπτωση». Πολλά χρόνια μετά, οι Kahneman και Tversky θα αποκαλούσαν τη διάκριση αυτή «πλαισίωση». Ωστόσο, ο κόσμος της αγοράς είχε ήδη, ενστικτωδώς, κατανοήσει τη μεγάλη σημασία της πλαισίωσης. Η προσεπιβάρυνση αντιπροσωπεύει άμεση δαπάνη, ενώ η μη προσφορά έκπτωσης είναι «απλώς» κόστος ευκαιρίας.
Στο παραπάνω δείγμα οικονομικού ανορθολογισμού έδωσα το όνομα «φαινόμενο της κτητικότητας», διότι αφενός σχετιζόταν με το ζήτημα της «κτήσης» και αφετέρου το εύρημα στο οποίο είχα σκοντάψει υποδήλωνε ότι οι άνθρωποι αξιολογούν περισσότερο όσα πράγματα αποτελούν ήδη μέρος της κτήσης τους απ’ ό,τι όσα θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της κτήσης τους —τα οποία είναι μεν διαθέσιμα πλην όμως δεν έχουν ακόμη περάσει στην κατοχή τους.
Το φαινόμενο της κτητικότητας έχει έντονη επίδραση στη συμπεριφορά όσων σκέφτονται να παρακολουθήσουν συναυλίες και αθλητικές εκδηλώσεις. Συχνά η λιανική τιμή ενός εισιτηρίου βρίσκεται αρκετά πιο κάτω από την αγοραία τιμή. Ένας αρκετά τυχερός που «άρπαξε» ένα εισιτήριο είτε περιμένοντας στην ουρά είτε πατώντας γρηγορότερα τα πλήκτρα σε κάποιον διαδικτυακό τόπο, καλείται τώρα να λάβει μια απόφαση: να παρευρεθεί στην εκδήλωση ή να πουλήσει το εισιτήριο; Σε πολλά μέρη του κόσμου υπάρχει σήμερα μια απλή, νόμιμη αγορά εισιτηρίων σε διαδικτυακούς τόπους, ώστε οι κάτοχοι εισιτηρίων να μη χρειάζεται πια να «διαλαλούν την πραμάτεια τους» έξω από στάδια και αίθουσες συναυλιών προκειμένου να εισπράξουν το απροσδόκητο κέρδος που απέκτησαν με την αγορά ενός αγαθού υψηλής αξίας.
Ελάχιστοι άνθρωποι πλην των οικονομολόγων3 αναλύουν σωστά μια τέτοια απόφαση. Ένα ωραίο παράδειγμα αφορά τον οικονομολόγο Dean Karlan (έως πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο Yale). Τα χρόνια που ο Dean ήταν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου ως μεταπτυχιακός φοιτητής στη διοίκηση επιχειρήσεων, ο Μάικλ Τζόρνταν μάγευε τα πλήθη ως βασιλιάς του επαγγελματικού μπάσκετ. Η ομάδα του Τζόρνταν, οι Chicago Bulls, κέρδισαν έξι πρωταθλήματα όσο καιρό έπαιζε στην ομάδα. Μια χρονιά, οι Bulls θα αντιμετώπιζαν τους Washington Wizards στον πρώτο γύρο των πλέι-οφ. Παρότι οι Bulls ήταν το μεγάλο φαβορί, τα εισιτήρια είχαν υψηλή ζήτηση, εν μέρει επειδή οι οπαδοί γνώριζαν ότι οι θέσεις στο γήπεδο θα γίνονταν ακόμη πιο ακριβές προς το τέλος των πλέι-οφ.
Ο Dean είχε έναν φίλο από το κολέγιο που εργαζόταν για τους Wizards και ο οποίος έδωσε στον Dean δύο εισιτήρια. Ένας άλλος φίλος του Dean, μεταπτυχιακός φοιτητής στη θεολογική σχολή, μέσω του ίδιου συνδέσμου με τους Wizards, είχε επίσης λάβει δύο εισιτήρια δωρεάν. Αμφότεροι αντιμετώπιζαν τις γνωστές οικονομικές δυσκολίες των απανταχού μεταπτυχιακών φοιτητών, αν και ο Dean, σε βάθος χρόνου, είχε καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές: οι απόφοιτοι της διοίκησης επιχειρήσεων συνήθως βγάζουν περισσότερα χρήματα από τους αποφοίτους των θεολογικών σχολών.*
Τόσο ο Dean όσο και ο φίλος του βρήκαν εύκολη την επιλογή να πουλήσουν τα εισιτήρια ή να παρακολουθήσουν τον αγώνα. Ο φοιτητής της θεολογικής σχολής έφερε κάποιον μαζί του στο παιχνίδι και πέρασε πολύ όμορφα. Ο Dean, από την άλλη, προτίμησε να διερευνήσει ποιοι από τους «μπασκετόφιλους» καθηγητές του είχαν προσοδοφόρες θέσεις συμβούλων σε εταιρείες —και πούλησε τα εισιτήριά του έναντι αρκετών εκατοντάδων δολαρίων το καθένα. Τόσο ο Dean όσο και ο φίλος του θεωρούσαν πέρα για πέρα παράλογη ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου. Ο Dean δεν καταλάβαινε πώς γινόταν ο φίλος του να θεωρεί ότι η τσέπη του άντεχε να παρευρεθεί στον αγώνα. Ο φίλος του δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Dean δεν λάμβανε υπ’ όψιν του ότι τα εισιτήρια ήταν δωρεάν.
Αυτό είναι το φαινόμενο της κτητικότητας. Ήξερα ότι ήταν πραγματικό, αλλά δεν είχα ιδέα πώς να το χρησιμοποιήσω.
Richard Thaler – Παράτυπη συµπεριφορά. Η διαμόρφωση και η ανάδειξη της συµπεριφορικής οικονοµικής. Εκδότης. Κάτοπτρο
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Αντιμετωπίζοντας τους θρησκευτικούς και πολιτικούς φανατισμούς, ο John Locke θέλει να δείξει ότι οι βεβαιότητες…
Θα ξεκινήσω με εκείνη τη διάσημη, ειλικρινά ενοχλητική, σωκρατική μέθοδο: με μια ερώτηση. Ποιος από…
Μετά από χιλιάδες χρόνια διανοητικού μόχθου, φαίνεται ότι ξαναγυρίζουμε ταπεινά στον Σωκράτη. Αφού κυνηγήσαμε τις…
Τι είναι αλήθεια και πώς μπορούμε να τη γνωρίσουμε; (more…)
Ας υποθέσουμε μια Πρόταση Α: (Αυτό το αυτοκίνητο είναι Πράσινο) και την Άρνησή της, Πρόταση…
Αφορμή για αυτή την εργασία υπήρξαν δύο λόγοι: 1. To ενδιαφέρον μου για την Επικούρεια…