Ο λυσσασμένος (Διήγημα Δημητρίου Βικέλα, αποσπάσματα)

Προκειμένου περί σκύλων κατηντήσαμεν από έν εις άλλο εις το κεφάλαιον της λύσσης. Ο δε Ανδρέας, ηρώτησε τον ιερέα του χωρίου εάν ήτο συνήθης η λύσσα εις το χωρίον.

—Συνήθης όχι, αλλ’ όχι και άγνωστος, απεκρίθη ο Παππά-Σεραφείμ…

—Ομιλούμεν περί σκύλων,.. Αλλά τι θα έλεγες, Ανδρέα, εάν ήκουες τον Παππά-Σεραφείμ να σου διηγηθή ότι είδε και άνθρωπον λυσσασμένον;

Αι δασείαι οφρύες του Παππά-Σεραφείμ είχον συσταλή … και στηρίξας το ήρεμον βλέμμα κατά σειράν επί τους οφθαλμούς όλων ημών, ήρχισεν ως εξής την διήγησίν του:

Ο κίνδυνος ήτο μεγαλύτερος παρ’ όσον εφαντάζοντο, διότι ο εχθρός δεν ήτο λύκος πεινασμένος, αλλά λυσσασμένη λύκαινα.

Ο Χρήστος δεν ήτο ούτε εις θέσιν ούτε εις καιρόν να προφυλαχθή…οι εμπρόσθιοι πόδες του θηρίου έσφιγγον το δεξιόν πλευρόν του και οι οδόντες του εξέσχιζον το στήθος του. Ότε επέστρεψεν εις το χωρίον ο Χρήστος, στηριζόμενος εις τον ώμον του Γερομήτρου, αιματωμένος, πληγωμένος, με τα φορέματα σχισμένα, το χωρίον ολόκληρον κατεταράχθη. Το έμαθα αμέσως και έτρεξα να τον ίδω.

Η πρώτη ανάγκη δεν ήτο να πλυθούν τα αίματα ή να διορθωθούν τα φορέματα του Χρήστου, αλλά να καυτηριασθούν αι πληγαί του. Ουδείς όμως εκεί εσκέπτετο περί τούτου. Η σκέψις και η συλλογή ήτο πώς να προμηθευθούν λυσσόχορτον. Τι δεν είπα διά να τους πείσω να τον στείλουν αμέσως εις Αθήνας, εις το νοσοκομείον. Δεν ήθελαν να το ακούσουν· Λυσσόχορτον και πάλιν λυσσόχορτον! Αυτό ήτο η επιθυμητή πανάκεια, αλλά κανείς εις το χωρίον δεν είχε λυσσόχορτον.

—Τι χόρτον είναι τούτο; ηρώτησα διακόψας τον ιερέα.

—Δεν ηξεύρω πώς να το περιγράψω, διότι δεν το γνωρίζω, απεκρίθη ο ιερεύς. Υποθέτω ότι βλαστάνει εις Σαλαμίνα. Είναι μυστικόν και εισόδημα των καλογήρων της Φανερωμένης.*


—Επί τέλους και μετά πολλά έπεισα και τον Χρήστον και τους — ή μάλλον τας — περί αυτόν, και απεφασίσθη να υπάγη εις Αθήνας. Αι γειτόνισσαι μας έδιδον ευχάς εν αφθονία, χωρίς όμως να φαίνωνται πεπεισμέναι ότι το νοσοκομείον θ’ αντικαταστήση του λυσσοχόρτου την έλλειψιν.

…περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου, έρχεται μίαν αυγήν ο πατήρ του Χρήστου και μου λέγει ότι ο υιός του δεν είναι καλά.

—Τι έχει;

—Δεν ηξεύρω. Έχει θέρμην, δεν έχει όρεξιν.

—Αχ, είπεν, ο γέρος μου τα πταίει. Αν εφρόντιζε να μου φέρη το λυσσόχορτον, δεν θ’ απέθνησκα λυσσασμένος!

Το εσπέρας, πριν έτι εισέλθω εις το χωρίον, έμαθα ότι ο Χρήστος ήτο μανιώδης. Ο πατήρ του μ’ επερίμενεν εις το κελλίον μου. Ήθελε την βοήθειάν μου διά να μεταφέρωμεν τον πάσχοντα εις άλλο οίκημα ισόγειον. Το απήτουν οι γείτονες. Εφοβούντο μη εξέλθη εις τους δρόμους και αρχίση να δαγκάνη δεξιά και αριστερά. Οι χωρικοί ήσαν φοβισμένοι, ο δε φόβος είναι άγριος και σκληρός, και ενόησα ότι, εάν ο δυστυχής Χρήστος εγίνετο απειλητικός και επικίνδυνος, θα ετουφεκίζετο.

—Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει.

Επήρεν ο Χρήστος την κάππαν του, την έθεσεν επί της κεφαλής του, την εχαμήλωσεν επί του προσώπου του και μοι έτεινε την χείρα. Εγώ εμπρός, εκείνος κατόπιν, μετέβημεν από το έν οίκημα εις το άλλο. Εκεί έμεινα αρκετήν ώραν πλησίον του, επροσπάθησα όπως ηδυνάμην να τον παρηγορήσω, και ανεχώρησα αφού ενύκτωσεν. Ότε ήνοιξα την θύραν διά να εξέλθω, μου εφάνη ότι είδα εις το σκότος ανθρώπους ωπλισμένους. Έκλεισα την θύραν. Η κλεις ήτο έξωθεν. Την εκλείδωσα και επροχώρησα.

Οι χωρικοί με περιεκύκλωσαν αμέσως ερωτώντες περί του ασθενούς. Είπα ότι αποθνήσκει και τους παρεκάλεσα εν ονόματι του Θεού του Ελέους να τον αφήσουν ν’ αποθάνη εν ειρήνη. Οι δυστυχείς δεν ήσαν αναίσθητοι. Ελυπούντο εξ όλης καρδίας τον φίλον, τον σύντροφόν των. Αλλά το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως είναι ανώτερον του ελέους, ο δε φόβος εξεγείρει εις του
αμαθούς την καρδίαν του θηρίου τας ορμάς…

—Τι απέγεινεν ο Χρήστος; ηρώτησε σιγά ο Ανδρέας.

Ο ιερεύς έκλεισε τους οφθαλμούς και εκίνησεν οριζοντίως την χείρα.

Δεν ενόησα, και ούτε ηθέλησα πλέον να εξετάσω, τι εσήμαινεν η χειρονομία εκείνη. Απέθανε; τον εφόνευσαν;….

***

*Το διήγημα τούτο εγράφη προ των ανακαλύψεων του Pasteur. Το αναφερόμενον δε φάρμακον των μοναχών της Σαλαμίνος κατά των λυσσοδήκτων είναι μίγμα κόνεων εκ των κολεοπτέρων εντόμων μυλαβριδών (Mylabris) και της ρίζης του φυτού Cynanchum erectum, ανήκοντος εις την οικογένειαν των ασκληπιαδών. Κατά Fraas, το φυτόν τούτο είνε το απόκυνον των αρχαίων, ονομαζόμενον και κυνόμορον και παρδαλιαγχές. Άλλο όνομα του Cynanchum erectum είνε το Marsdenia erecta. Κοινώς λέγεται ψόφιος, ή λυσσόχορτον.

Πηγή: Εικονογραφημένο ημερολόγιο 2014. Αφιέρωμα στη λύσσα.
Έκδοση εκτός εμπορίου. Έρευνα, κείμενα επιμέλεια: Ηλίας Φουντούλης.
Εκδόσεις Χρονικό, Ταϋγέτου 21, Κυψέλη, Αθήνα 112 55.

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Αντικλείδι

Οι διαχειριστές του blog

Share
Published by
Αντικλείδι

Recent Posts

Σύγχρονη επιστήμη και αγνωσιολογία

Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…

2 weeks ago

Η άγνοια δεν είναι δύναμη: Tι μας λέει το 1984 του Τζορτζ Όργουελ για τις ψεύτικες ειδήσεις

Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…

3 weeks ago

Τόλμα να γνωρίζεις. Τι είναι ο Διαφωτισμός;

Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…

3 weeks ago

Τάσος Λιόλιος – Επιστημονική γνώση

Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…

4 weeks ago

Ένα μικρό αφιέρωμα στον Daniel Kahneman

Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…

1 month ago

Οι κίνδυνοι της εθελοτυφλίας

Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…

2 months ago