Jerome David Salinger – Ο φύλακας στη σίκαλη


O Αμερικανός συγγραφέας Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ (Jerome David Salinger) γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1919 και πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 2010. Παρά την αναγνώριση που κέρδισε, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε απομόνωση για παραπάνω από μισό αιώνα. Το 1951, το διήγημα του με τίτλο “Ο φύλακας στη σίκαλη” έγινε αμέσως με την κυκλοφορία του μεγάλη επιτυχία. Στο διήγημα αυτό περιέγραφε την αποξένωση που επέρχεται με την ενηλικίωση και την απώλεια της αθωότητας που ακολουθεί. 

Ακολουθεί το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου:

ΑΝ θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα κατα πώς στο Δαβίδ Κόπερφηλντ, όμως δεν έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες.

Πριν απ’ όλα, αυτά τα πράματα τα βαριέμαι όσο δεν παίρνει, κι έπειτα είναι κι οι γονείς μου, που θα κατεβάζανε από δυο αιμορραγίες ο καθένας αν έλεγα τίποτα πολύ προσωπικό για λόγου τους. Τσαντίζονται πολύ με κάτι τέτοια, ιδίως ο πατέρας μου. Δε λέω,είναι εντάξει να πούμε, αλλά μυγιάγγιχτοι του κερατά. Κι έπειτα, διάολε, δεν είπαμε να σας αραδιάσω ολόκληρη αυτοβιογραφία ή ξέρω γω τι.

Θα σας μιλήσω μονάχα για κείνα τα τρελά που μου συμβήκανε γύρω στα περσινά Χριστούγεννα, και μετά με πήρε η κάτω βόλτα και με φέρανε δω πέρα να καλμάρω. Θέλω να πω, τα ίδια είπα και στο D.B., κι αυτός στο κάτω κάτω είναι αδερφός μου να πούμε. Μένει στο Χόλιγουντ. Δεν είναι και πολύ μακριά από τούτο το βρωμότοπο, και πετάγεται κάθε σαββατοκύριακο και με βλέπει. Θα με πάει σπίτι με τ’ αμάξι του άμα γυρίσω σπίτι, μπορεί τον άλλο μήνα. Τώρα έχει τζάγκουαρ. Ένα από κείνα τα εγγλέζικα μαραφέτια που το πατάνε διακόσα μίλια την ώρα. Την πλήρωσε ένα διάολο λεφτά, κάπου τέσσερις χιλιάδες δολάρια. Όμως τώρα έχει παρά με ουρά. Όχι όπως άλλοτε. Τότε ήτανε μονάχα ένας κανονικός συγγραφέας, όταν έμενε ακόμα σπίτι. Είχε γράψει κι ένα τρομερό βιβλίο με διηγήματα, Το Μυστικό Χρυσόψαρο , αν δεν το ‘χετε ακουστά. Το καλύτερο εκεί μέσα ήτανε «Το Μυστικό Χρυσόψαρο». Έλεγε για ένα πιτσιρίκι που δεν άφηνε κανένανε να κοιτάξει το χρυσόψαρό του, γιατί το ‘χε αγοράσει με δικά του λεφτά. Με πέθανε.Τώρα είναι στο Χόλυγουντ, ο D.B., και κάνει την πουτάνα. Αν υπάρχει κάτι που σιχαίνομαι είναι ο σινεμάς. Ούτε να τον ακούω δε θέλω.

Λέω λοιπόν ν’ αρχινίσω από κείνη τη μέρα που ‘φυγα απ’ το Πένσυ. Το Πένσυ είναι κείνο το σχολείο στο Έιτζερσταουν της Πενσυλβάνια. Μπορεί και να το ξέρετε. Τέλος πάντων, μπορεί να ‘χει πάρει το μάτι σας καμιά διαφήμιση. Το ρεκλαμάρουνε σε κάπου χίλια περιοδικά, και δείχνουνε πάντα ένα τύπο από κείνους τους φιγουρατζήδες πάνω στ’ άλογο, που πηδάει ένα φράχτη. Λες και το μόνο που κάνεις στο Πένσυ είναι να παίζεις πόλο όλη την ώρα. Εγώ πάντως δεν είδα ούτε μισή φορά άλογο,έστω και κάπου εκεί κοντά. Και κάτω απ’ τη φωτογραφία του τύπου με το άλογο λέει πάντα:

«Από το 1888 διαπλάθουμε τα αγόρια σε υπέροχους νέους άνδρες με καθαρή σκέψη».

Αμάν, το μάτι μου!Διάολε, απ’ όσο ξέρω στο Πένσυ δε γίνεται καμιά διάπλαση παραπάνω από τ’ άλλα σχολεία. Κι ούτε που γνώρισα εκεί πέρα κανέναν υπέροχο με καθαρή σκέψη. Μπορεί να ‘χε κανά δυο παιδιά. Κι αυτά πολλά είναι. Όμως σίγουρα έτσι ήρθανε στο Πένσυ.


Τέλος πάντων, ήτανε το Σάββατο που είχαμε τον ποδοσφαιρικό αγώνα με το Σάξον Χωλ. Το ματς με το Σάξον Χωλ το πιστεύανε για μεγάλη δουλειά σ’ ολόκληρο το Πένσυ. Ήτανε το τελευταίο ματς της χρονιάς, κι αν το παλιο Πένσυ δεν κέρδιζε, υποτίθεται πως έπρεπε ν’ αυτοκτονήσεις ή κάτι τέτοιο.Θυμάμαι λοιπόν, που γύρω στις τρεις εκείνο το απόγεμα στεκόμουνα στου διαόλου τη μάνα, στην κορφή του Τόμσεν Χιλ, δίπλα σε κείνο το ηλίθιο κανόνι, που το ‘χανε από την Επανάσταση και τα ρέστα. Από κει έβλεπες όλο το γήπεδο και τις δυο ομάδες που χτυπιόντουσαν από δω κι από κει. Την εξέδρα δεν την ξεχώριζες καλά, όμως τους άκουγες που ουρλιάζανε όλοι τους, βαθιά και τρομερά, γιατο Πένσυ — κι ήτανε κει πέρα μαζεμένο όλο το σχολείο, εξόν από μένα — κι αδύνατα και μύξικα για το Σάξον Χωλ, γιατί οι ξένες ομάδες δεν το ‘χανε συνήθειο να κουβαλάνε πολύ κόσμο μαζί τους.

Κορίτσια πολλά δεν ερχόντουσαν ποτέ στα ματς. Κορίτσι επιτρεπότανε να φέρνουν μόνο οι μεγάλοι.Απ’ όπου κι αν το πιάσεις, ήτανε φρίκη σχολείο. Έμενα μ’ αρέσει να ‘μαι κάπου, που να μπορείς τουλάχιστο να βλέπεις και κανά κορίτσι εκεί γύρω καμιά φορά, μακάρι κι ας ξύνει τα μπράτσα του ήας φυσάει τη μύτη του, ή κι ας χαχανίζει μόνο ή ξέρω γω τι. Η παλιόφιλη η Σέλμα Θάρμερ — ήτανε η κόρη του διευθυντή — ερχότανε πολύ συχνά στα ματς, αλλά δεν ήτανε ακριβώς ο τύπος που σου τηδίνει μέχρι τρέλας, που λένε. Πάντως ήτανε πολύ εντάξει κορίτσι. Μια φορά είχα κάτσει δίπλα της στο λεωφορείο απ’ το Έιτζερσταουν και πιάσαμε λιγάκι την κουβέντα. Μ’ άρεσε. Είχε μια μυτάρα να και νύχια φαγωμένα ως κάτω και μπλαβιασμένα, και φόραγε από κείνα τα ψεύτικα βυζιά που ξεπετάγονται από δω κι από κει, ήτανε λίγο για λύπηση. Αυτό που της εκτίμησα περισσότερο, ήταν ε πως δε σου γάνωνε το κεφάλι τι σπουδαίος που ήτανε ο πατέρας της. Μάλλον πρέπει να ‘ξερε κι αυτή τι κάλπης και γουρούνι που ήτανε.

Ο λόγος που στεκόμουνα κει πάνω στο Τόμσεν Χιλ αντί να βρίσκομαι κάτω στο ματς, ήτανε που ό,τι είχα γυρίσει από τη Νέα Υόρκη με την ομάδα της ξιφομαχίας. Εγώ ήμουνα ο μάνατζερ της ομάδας,πανάθεμά με. Μεγάλη δουλειά. Είχαμε κατέβει εκείνο το πρωί στη Νέα Υόρκη για τον αγώνα ξιφομαχίας με τη Σχολή Μακ Μπέρνυ. Μόνο που ο αγώνας δεν έγινε. Ξέχασα τα ξίφη και τα συμπράγκαλα στο κωλοτραίνο. Το φταίξιμο όμως δεν ήτανε όλο δικό μου. Έπρεπε βλέπετε να σηκώνομαι κάθε τρεις και λίγο και να κοιτάω το χάρτη, για να δω πού θα κατεβαίναμε. Έτσι, αντίς για βράδυ, γυρίσαμε στο Πένσυ κατά τις δυόμιση. Στο γυρισμό με το τραίνο, οι άλλοι της ομάδας μ’είχανε κάνει πέρα. Από ‘να μέρος είχε μεγάλη πλάκα.

Ο άλλος λόγος που δεν είχα κατέβει στο ματς, ήτανε που πήγαινα ν’ αποχαιρετήσω το γέρο Σπένσερ,τον ιστορικό μου. Είχε γρίπη και τα ρέστα, κι έλεγα πως μπορεί και να μην τον ξανάβλεπα ως τις διακοπές των Χριστουγέννων. Έπειτα μου ‘χε στείλει και κείνο το σημείωμα, κι έλεγε πως ήθελε να μεδει πριν γυρίσω σπίτι. Το ‘ξερε πως δε θα ξαναρχόμουνα στο Πένσυ.

Αυτό ξέχασα να σας το πω. Με πετάξανε έξω. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων δε θα ξαναγύρναγα, γιατί έπεφτα σε τέσσερα μαθήματα και δεν έκανα καμιά προσπάθεια. Μου είχαν εκάνει συχνά σύσταση να στρωθώ να διαβάσω — τα λέγανε και στους δικούς μου, ιδίως κάθε δίμηνο που ερχόντουσαν να δούνε το γέρο Θάρμερ — αλλά εγώ τίποτα. Κι έτσι πήρα πόδι. Στο Πένσυ κάθ ελίγο και λιγάκι όλο και κάποιος παίρνει πόδι. Είναι υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου, το Πένσυ. Αλήθεια.

Τέλος πάντων, ήτανε να πούμε Δεκέμβρης μήνας κι όλα παγωμένα σαν το βυζί της στρίγγλας, κυρίως στην κορφή εκείνου του χαζόλοφου. Φόραγα μονάχα το ντουμπλουφάς μου, ούτε γάντια ούτε τίποτα.Τις προάλλες μου ‘χανε κλέψει μέσ’ από το δωμάτιό μου το καμηλό μου το παλτό, κι είχα και τα γάντια με τη γούνινη φόδρα στην τσέπη του και τα ρέστα. Το Πένσυ ήτανε γεμάτο κλεφταράδες. Είχε ένα σωρό πλουσιόπαιδα, αλλά πάντως ήτανε γεμάτο κλεφταράδες. Όσο πιο ακριβό είναι το σχολείο,τόσο πιο πολλούς κλεφταράδες έχει — δεν κάνω πλάκα. Στεκόμουνα λοιπόν δίπλα σε κείνο το ηλίθιο κανόνι και κοίταζα κάτω το ματς, και μου ‘χε πέσει ο κώλος απ’ το κρύο. Μόνο που δεν πρόσεχα και πολύ το ματς. Ο λόγος που γυρόφερνα εκεί πέρα, ήτανε που προσπαθούσα να νιώσω κάτι σαν αποχαιρετισμό. Θέλω να πω, έχω φύγει από διάφορα σχολεία κι από άλλες μεριές, κι ούτε το κατάλαβα πως έφευγα. Αυτό το σιχαίνομαι. Δε με νοιάζει αν είναι λυπημένος αποχαιρετισμός ή κακός αποχαιρετισμός, αλλά όταν φεύγω από κάπου μ’ αρέσει να ξέρω πως φεύγω. Άμα δεν το ξέρεις,νιώθεις ακόμα χειρότερα.

Στάθηκα πάντως τυχερός. Άξαφνα σκέφτηκα κάτι, που με βοήθησε να καταλάβω πως, διάολε, έφευγα από κει μέσα. Θυμήθηκα άξαφνα εκείνη τη φορά, γύρω στον Οκτώβρη, που ήμουνα εγώ κι ο Ρόμπερτ Τίτσνερ κι ο Πωλ Κάμπελ και παίζαμε πάσες με μια μπάλα μπροστά απ’ το διδακτήριο. Ήτανε καλά παιδιά, πιο πολύ ο Τίτσνερ. Κόντευε η ώρα για το δείπνο κι έξω είχε σκοτεινιάσει πολύ, αλλά εμείς όλο ρίχναμε πάσες. Σκοτείνιαζε ολοένα κι ούτε που βλέπαμε καλά καλά τη μπάλα, μα δε θέλαμε να σταματήσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε. Στο τέλος αναγκαστήκαμε. Εκείνος ο καθηγητής που μας έκανε βιολογία, ο κύριος Ζαμπέζι, έβγαλε το κεφάλι του από ‘να παράθυρο στο διδακτήριο, και μας είπε να πάμε στους κοιτώνες και να ετοιμαστούμε για το τραπέζι. Όπως και να ‘ναι, άμα θυμάμαι τέτοια πράματα, μπορώ να βρω έναν αποχαιρετισμό όταν τον χρειάζομαι — τουλάχιστο τις πιο πολλές φορές το μπορώ. Μόλις τον βρήκα λοιπόν, γύρισα κι άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας την άλλη μεριά του λόφου, κατά το σπίτι του γέρο Σπένσερ. Αυτός δεν έμενε στο σχολείο. Έμενε στη λεωφόρο Άντονυ Γουέην.

Το πήρα μονοκοπανιά ίσαμε τον κεντρικό δρόμο κι έπειτα στάθηκα μισό λεφτό να πάρω ανάσα. Δεν έχω καθόλου καλή αναπνοή, άμα θέλετε να ξέρετε. Πρώτα πρώτα, είμαι μανιώδης καπνιστής — δηλαδή ήμουνα. Με ζορίσανε και το ‘κοψα.

Ένα άλλο πράμα, είναι που ψήλωσα κάπου δεκαεφτά πόντους τούτη τη χρονιά. Γι’ αυτό κόντεψα να πάθω φυματίωση και με φέρανε δω πέρα, για όλα τούτα τα τσεκάπ του διαόλου και τα ρέστα. Κατά τα άλλα είμαι σίδερο.

Τέλος πάντων, ξαναβρήκα την ανάσα μου κι έπειτα πέρασα τρεχάτος απέναντι στην Οδό 204. Ήτανε όλο πάγο ο διάολος, και λίγο έλειψε να πέσω με τα μούτρα. Ούτε που ήξερα καλά καλά τι μ’ είχε πιάσει κι έτρεχα —νομίζω πως ήτανε μόνο επειδή μ’ άρεσε. Όταν πέρασα απέναντι στο δρόμο,ένιωσα κάπως σα να εξαφανίζομαι. Ήτανε ένα απόγεμα από κείνα τα παλαβά, τρομαχτικά κρύο, χωρίς ήλιο και τα ρέστα, και κάθε φορά που πέρναγες απέναντι ένα δρόμο ένιωθες σα να εξαφανίζεσαι.

Μάγκα μου, πώς όρμηξα στο κουδούνι, μόλις έφτασα στο σπίτι του γέρο Σπένσερ! Είχα ξεπαγιάσει στα γερά. Τ’ αφτιά μου πόναγαν κι ίσα που σάλευα τα δάχτυλά μου. «Άντε ντε», έκανα φωναχτά, «δεν ανοίγετε και καμιά πόρτα;» Καμιά φορά ήρθε η γριά Σπένσερ και μ’ άνοιξε. Δεν είχανε υπηρέτρια και τα ρέστα, κι ανοίγανε την πόρτα μονάχοι τους. Δεν πρέπει να ‘χανε πολλούς παράδες.

«Χόλντεν!» μου κάνει η κυρία Σπένσερ. «Καλά έκανες κι ήρθες. Έλα μέσα, χρυσό μου. Πέθανες απ’ το κρύο, ε;» Νομίζω πως χάρηκε που με είδε. Μ’ είχε πάρει από καλό μάτι. Εγώ πάντως έτσι νομίζω.

Χώθηκα μέσα όσο να πεις δύο. «Τι κάνετε, κυρία Σπένσερ;» της λέω. «Πώς πάει ο κύριος Σπένσερ;»

«Δώσε μου το πανωφόρι σου, χρυσό μου», μου λέει. Δε μ’ άκουσε που τη ρώταγα πώς πάει o κύριος Σπένσερ. Ήτανε μισόκουφη.

Κρέμασε το πανωφόρι μου σ’ ένα ντουλάπι στο χωλάκι και γω έφτιαξα λιγάκι τα μαλλιά μου με το χέρι. Τα κόβω πάντα αμερικάνικα και δε θέλουνε χτένισμα. «Τι κάνετε, κυρία Σπένσερ;» της ξαναλέω,μόνο αυτή τη φορά πιο δυνατά για να μ’ ακούσει.

«Μια χαρά, Χόλντεν». Έκλεισε την πόρτα του ντουλαπιού. «

Εσύ τι κάνεις;» Από τον τρόπο που με ρώτησε, κατάλαβα αμέσως πως ο γέρο Σπένσερ της το ‘χε προφτάσει που με διώχνανε.

«Μια χαρά», της λέω. «Τι κάνει ο κύριος Σπένσερ; Του πέρασε η γρίπη;»

«Άκου εκεί να του περάσει! Αυτός κάνει σαν και γω δεν ξέρω τι

… Είναι στην κάμαρά του, χρυσό μου. Πήγαινε να τον δεις».

***

Jerome David Salinger – Ο φύλακας στη σίκαλη – Μετάφραση: Τζένη Μαστοράκη – Εκδόσεις: Επίκουρος Αθήνα

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -