Όταν έπεσε το χριστουγεννιάτικο δέντρο


“Βecause its like a free pass. Because nobody can judge you if you almost died.”
Η Μέριλ Στριπ στο Adaptation, του Τσάρλι Κάουφμαν

“Αυτές είναι οι τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος.
Στην αρχή το πνεύμα είναι καμήλα και κουβαλά το βάρος όλου του κόσμου.
Μετά γίνεται λιοντάρι και αρνείται φωνάζοντας όχι.
Τέλος γίνεται παιδί, λέει χαμογελώντας ναι, και φτιάχνει τον κόσμο απ’ την αρχή.”
Ελεύθερη απόδοση απ’ το Τάδε Έφη Ζαρατούστρα του Νίτσε

~~~

Κοιτούσε τα λαμπάκια ν’ αναβοσβήνουν μάταια. Τα κοιτούσε. Τα κοιτούσε. Έκλεισε τα μάτια. Τα ξανάνοιξε. Έκλεισε τα μάτια. Τα ξανάνοιξε. Συνέχιζαν ν’ αναβοσβήνουν.

Σηκώθηκε απ’ τον καναπέ, έπιασε το χριστουγεννιάτικο δέντρο από ψηλά και το ‘ριξε. Έμεινε να στέκεται από πάνω του, σαν κυνηγός.

Πρώτα πήγαν τα παιδιά της. Πίσω τους ο άντρας της, στο αμαξίδιο.

“Τι έγινε;” ρώτησε η κόρη της.

“Έπεσε”, είπε η Λάμδα.

Και χαμογέλασε.

Μισούσε τις γιορτές, τις αργίες, τα σουκού. Αλλά πιο πολύ μισούσε τα Χριστούγεννα. Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε χαιρόταν να στολίζει το δέντρο. Μέχρι που ο άντρας της έπεσε απ’ τη σκαλωσιά.

Η εταιρεία είπε ότι έφταιγε η μπύρα που ‘χε πιει. Ο Σίγμα γλίστρησε ενώ κάρφωνε μια γυψοσανίδα. Έπεσε κάθετα, από ύψος δώδεκα μέτρων. Προσγειώθηκε με τα πόδια, τα σμπαράλιασε. Δεν θεωρήθηκε εργατικό ατύχημα. Αποζημίωση δεν πήρε.

~~~

“Έπεσε.”

Τα μάτια της δεν χαμογελούσαν

“Κάτσε να το σηκώσω”, είπε ο γιος της.

“Άσ’ το κάτω”, είπε η Λάμδα.

“Μαμά, είσαι καλά;” είπε η κόρη.

Ο άντρας της δεν μίλησε.

~~~

Απ’ τη στιγμή που εκείνος έπεσε, η Λάμδα τα φορτώθηκε όλα πάνω της. Δυο δουλειές. Είχε την πενθήμερη που έκανε πριν. Και όλες τις γιορτές, τις αργίες, τα σουκού, δούλευε σε μια ταβέρνα.


Δεν έμενε ούτε μια μέρα ελεύθερη, ούτε μια ώρα.

Άντεξε έτσι, χωρίς διάλειμμα, τρία χριστουγεννιάτικα δέντρα. Το τέταρτο το σκότωσε.

~~~

Περίμενε να φύγουν τα παιδιά. Μετά είπε στον άντρα της:

“Θα ήθελα να ‘χω κοντέψει να πεθάνω.”

“Τι εννοείς;”

“Δεν εννοώ. Πρέπει να με νιώσεις. Με νιώθεις;”

“Δεν καταλαβαίνω τι θες.”

“Ψέματα. Ξέρεις ακριβώς τι θέλω. Θυμάσαι τον Ιορδάνη;”

“Ποιον;”

“Που είχε πέσει με τη μηχανή.”

“Τον Τζόρνταν λες;”

“Κόντεψε να πεθάνει. Έμεινε δυο μήνες σε κώμα.”

“Πού τον θυμήθηκες;”

“Όταν συνήλθε τα ‘κανε πουτάνα όλα.”

“Ναι, εντελώς.”

“Παράτησε την Κατερίνα σύξυλη. Άφησε τη δουλειά του.”

“Και δούλευε στην τράπεζα.”

“Κι έφυγε.”

“Πού πήγε;”

“Δεν έχει σημασία, δεν έχει καμία απολύτως σημασία.”

~~~

Δεν είχε σημασία. Όλοι τον κατάλαβαν, τον δικαιολόγησαν. Είχε κοντέψει να πεθάνει. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να ξαναγεννηθούν, να κάνουν ό,τι θέλουν.

Είναι σαν να κερδίζεις έξτρα ζωή σ’ ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι.

~~~

“Και τι θες;” είπε ο άντρας της. “Τι λες; Θες να φύγεις;”

“Θέλω να ζήσω. Τώρα δεν ζω. Θυσιάζομαι. Αλλά τέλειωσε αυτό, δεν αντέχω. ”

“Κανείς δεν αντέχει. Ξέρεις κανέναν να περνάει καλά;”

“Τον Ιορδάνη.”

“Αυτός…”

“Παραλίγο να πεθάνει.”

~~~

Όλοι εγκλωβισμένοι είναι. Αυτό το είχε καταλάβει. Και υπάρχουν τρεις τρόποι για να απεγκλωβιστείς.

Ο πρώτος, ο πιο τελεσίδικος, είναι να πεθάνεις.

Ο δεύτερος είναι να τρελαθείς. Αυτός οδηγάει σ’ άλλες φυλακές.

Ο τρίτος είναι να κοντέψεις να πεθάνεις.

Ο άνθρωπος που παραλίγο να πεθάνει είναι ένας τρελός χωρίς τρέλα. Μπορεί να εγκαταλείψει τη δουλειά του, το σπίτι του, την οικογένεια του. Όλοι θα τον κατανοήσουν. Πολλοί θα τον ζηλέψουν.

~~~

“Θα πάω στην Τοσκάνη”, είπε η Λάμδα.

Ο άντρας της νόμιζε ότι μιλούσε γενικά κι αόριστα και κάποτε και ίσως. Η Λάμδα πέρασε πάνω απ’ το πτώμα των Χριστουγέννων, πήγε στη κρεβατοκάμαρα, κατέβασε τη βαλίτσα και ξεκίνησε να τη γεμίζει ρούχα. Εκείνος την ακολούθησε.

“Πλάκα κάνεις”, της είπε.

Η Λάμδα γύρισε κρατώντας ένα πουλόβερ.

“Λες να κάνει κρύο στην Ιταλία;”

Ο άντρας της δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι καιρό έκανε στην Ιταλία. Πήγε να φέρει τα παιδιά. Στάθηκαν στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.

“Πολύ χυδαίο”, του είπε η Λάμδα κι έκλεισε τη βαλίτσα της.

Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι. Η μεγαλύτερη παγίδα είναι η αγάπη.

“Φεύγω”, είπε στα παιδιά.

“Πότε θα γυρίσεις;” ρώτησε ο γιος.

Η Λάμδα του ‘φτιαξε τα μαλλιά που πετούσαν -και λίγο έλειψε να λυγίσει. Θυμήθηκε πως είχε ατίθασα μαλλιά από μωρό, τότε που τον κοίμιζε δίπλα της. Κι είχε γίνει πιο ψηλός από κείνη.

“Θα τα καταφέρετε και μόνοι σας” του είπε, καταπίνοντας τον τελευταίο κόμπο.

Έσφιξε τη μικρή στην αγκαλιά της. Φίλησε τον άντρα της. Και πήγε προς την εξώπορτα. Εκείνοι παρακολουθούσαν σαν να έβλεπαν ταινία.

Φόρεσε το παλτό της. Δεν πήρε κλειδιά. Άνοιξε την πόρτα και σκέφτηκε ότι είχε κοντέψει να πεθάνει.

***

Πηγή: sanejoker.info

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -