Αντόν Τσέχοφ – Οι μπότες


Ο κουρδιστής πιάνων Μούρκιν ξερακιανός, με κιτρινιάρικο δέρμα, με τα ρουθούνια πατικωμένα ταμπάκο και τα αυτιά στουμπωμένα μπαμπάκια ξετρύπωσε από την κάμαρα και έσκουξε με τη στριγκιά φωνή του:

— Συμεών! Καμαριέρη!…

Βλέποντας το σαστισμένο του μούτρο θα νόμιζες πώς κάποιος σουβάς του ‘πεσε από το ταβάνι κατακέφαλα ή πώς βρήκε στην κάμαρα του κανένα βρικόλακα.

—Σε παρακαλώ Συμεών! έβαλε τις φωνές ο γέρος βλέποντας τον καμαριέρη να ανεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα. Τι πράματα είναι αυτά; Είμαι άρρωστος άνθρωπος, έχω ρευματισμούς και συ με αναγκάζεις να βγω στο δρόμο ξιπόλητος! Γιατί δε μου ‘φερες ακόμα τις μπότες μου; Που τις έχεις μωρέ;

Ο Συμεών μπήκε στην κάμαρα, έριξε μια ματιά στη γωνιά πού τρύπωνε τις μπότες κάθε φορά πού τις γυάλιζε και απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. Οι μπότες δεν ήταν στη θέση τους.

—Που διάολο να ‘ναι αυτές οι καταραμένες μπότες; μουρμούρισε. Μου φαίνεται, πώς της γυάλισα και τις έβαλα εκεί. Χμ… Χτες, βέβαια, τα ‘χα λίγο κοπανίσει… Χωρίς άλλο τις παράτησα σε άλλη κάμαρα. Βέβαια, βέβαια, αυτό είναι κύριε Μούρκιν τις άφησα σε άλλη κάμαρα. Μπότες ένα σωρό, άντε τώρα να τις ξεχωρίσεις όταν είσαι στουπί και δε βλέπεις ούτε τη μύτη σου… Κατά τα φαινόμενα βρίσκονται στην κάμαρα της διπλανής κυρίας… της θεατρίνας…

—Και τώρα, εξαιτίας σου, είμαι υποχρεωμένος να την ανησυχήσω τη γυναίκα! Για τη βλακεία πού σε δέρνει, πρέπει να ξυπνήσω τώρα μια κυρία καθώς πρέπει! Αναστενάζοντας και βήχοντας ό Μούρκιν ζύγωσε στην πόρτα της διπλανής κάμαρας και χτύπησε δειλά.


—Ποιος είναι; ακούστηκε υστέρα από λίγο μια γυναικεία φωνή.

—Εγώ, κυρία, απάντησε κλαψιάρικα ο Μούρκιν παίρνοντας μπροστά στην πόρτα το ύφος Ιππότη πού κουβεντιάζει με μια κυρία του καλού κόσμου. Με συγχωρείτε για την ενόχληση, κυρία μου, αλλά είμαι άρρωστος, έχω ρευματισμούς. Ό γιατρός έδωσε εντολή να ‘χω πάντα τα πόδια μου στη ζεστασιά και το κυριότερο πρέπει να ξεκινήσω αμέσως για το σπίτι της στρατηγίνας Σεβελίτσιν να κουρδίσω το πιάνο!

—Μα τι θέλετε; ποιο πιάνο;

—Όχι πιάνο, κυρία μου, είναι για τις μπότες. Αυτό το κολοκύθι ο Συμεών γυάλισε τις μπότες μου και τις έβαλε κατά λάθος στην κάμαρα σας. Θα σας ήμουν ευγνώμων, κυρία μου, αν μου τις δίνατε!

Ακούστηκε ο πνιχτός, απαλός ήχος της κουβέρτας πού ανασηκώνεται, ένα πήδημα από το κρεβάτι, το πίτ! πίτ! πού κάνουν οι παντούφλες στο παρκέ, η πόρτα μισάνοιξε και ένα παχουλό χεράκι πέταξε ένα ζευγάρι μπότες στα πόδια του Μουριάν. Ο κουρδιστής πιάνων ευχαρίστησε και ξανατύπωσε στην κάμαρα του.

—Περίεργο… μουρμούρισε καθώς τις περνούσε. Μου φαίνεται πώς δεν ταιριάζει καμιά στο δεξί μου πόδι… Μα βέβαια είναι και οι δύο ζερβές! Συμεών, αυτές εδώ δεν είναι οι μπότες μου. Οι δικές μου έχουν κόκκινα κορδόνια, είναι καινούριες και τούτες εδώ είναι γεμάτες φόλες και δεν έχουν διόλου κορδόνια.

Ο Συμεών σήκωσε τις μπότες, τις στριφογύρισε πολλές φορές ερευνητικά μπροστά στα μάτια του και κατσούφιασε.

—Αυτές είναι του κυρίου Πάβελ Αλεξάντριτς, γκρίνιαξε κοιτάζοντας λοξά τις μπότες.

Το αριστερό του μάτι αλληθώριζε.

—Και τι είναι αυτός ο Πάβελ Αλεξάντριτς;

—Θεατρίνος… Έρχεται κάθε Τρίτη. Αυτός φαίνεται άλλαξε τις μπότες. Θυμάμαι τώρα πού έβαλα και τα δύο ζευγάρια στην κάμαρα της κυρίας και το δικό σας και το δικό του. Τι μπερδεψοδουλειά, θεέ μου!

— Άντε, λοιπόν, να τις αλλάξεις!

—Ωραία τα λέει! είπε κοροϊδευτικά ό Συμεών. Άντε να τις αλλάξεις! Και πού να τις βρω; Ο λεγόμενος, είναι μια ώρα πού το ‘χει στρίψει. Αντε γύρευε τώρα ψύλλους στ’ άχερα.

—Καλά, δεν ξέρεις πού μένει;

—Ιδέα δεν έχω. Έρχεται κάθε Τρίτη, μα δεν ξέρει κανείς πούθε κρατάει ή σκούφια του. Έρχεται, τρυπώνει μέσα τη νύχτα και το πρωί μην τον είδατε ως την άλλη Τρίτη.

—Τα βλέπεις τι μου ‘φτιάξες ζωντόβολο; Τι θα κάνω τώρα μωρέ; Και με περιμένουν στης στρατηγίνας. Πάγωσαν τα ποδαράκια μου!

—Δε χάλασε ο κόσμος, κύριε Μούρκιν. Βολευτείτε με αυτές ως το βράδυ και στις οκτώ τραβάτε για το θέατρο… Θα ζητήστε τον ηθοποιό Μπλιστάνωφ… “Αν δεν πάτε στο θέατρο πρέπει να περιμένετε ως την άλλη Τρίτη. Μονάχα τις Τρίτες έρχεται.

—Μα δε μου λες, γιατί και οι δύο μπότες είναι ζερβές; ρώτησε ο κουρδιστής και τις έπιασε με σιχασιά.

—Περνάει στα πόδια του ότι λάχει… Η φτώχεια βλέπεις… Είδες ποτέ θεατρίνο με μπότες της προκοπής; Την περασμένη Τρίτη του έλεγα; «Μα τί χάλια μπότες είναι αυτές, κύριε Μπλιστάνωφ; Αυτός είναι αίσχος!» Και κείνος τι μου απαντάει!

«Βούλωσ ‘το και να πλένεις το στόμα σου όταν μιλάς για τις μπότες μου. Με αυτές εδώ πού βλέπεις έχω παίξει εγώ κόντηδες και πρίγκιπες!»

Είναι για τα πανηγύρια σας λέω. Σωστό θέατρο. “Αν ήμουν κυβερνήτης εγώ, να ‘χα την εξουσία στα χέρια μου Οα τους μπαγλάρωνα όλους αυτούς τους θεατρίνους και τσούρμο στο μπαλαούρο!…

Βογκώντας και στραβομουτσουνιάζοντας ο Μούρκιν τα κατάφερε να φορέσει τις δύο ζερβές μπότες και κούτσα κούτσα τράβηξε για το σπίτι της στρατηγίνας. Αλώνισε την πολιτεία ολημερίς κουρδίζοντας πιάνα και όπου περνούσε του φαινόταν πώς όλος ο κόσμος κοιτούσε τις παράταιρες μπότες με τις φόλες και τα στραβοπατημένα τακούνια. Και δεν ήταν μονάχα το ψυχικό μαρτύριο είχε και άλλο βάσανο. Του ερχόταν λιγοθυμιά από ένα διαβολεμένο κάλο.

Το βράδυ πήγε στο θέατρο. Έπαιζαν «Κυανοπώγωνα». Παρ’ όλες τις προσπάθειες του μόνο στο τελευταίο διάλειμμα τα κατάφερε να τρυπώσει στα παρασκήνια κι αυτό χάρη στη γνωριμία του με κάποιο φλαουτίστα. Περνώντας από τα αντρικά καμαρίνια βρήκε τσούρμο τους θεατρίνους. Μερικοί άλλαζαν κουστούμια, άλλοι μακιγιάρονταν ή κάπνιζαν. Ό Κυανοπώγων κουβέντιαζε με το βασιλιά Μπόμπες και του ‘δείχνε ένα περίστροφο.

—Παρ ‘το, έλεγε ο Κυανοπώγων. Το αγόρασα, κελεπούρι, στο παζάρι του Κουρσκ οκτώ ρούβλια, στο αφήνω έξι.. Χτυπάει στο σταυρό, εκατό τα εκατό!

—Πρόσεχε… Είναι γεμάτο!

—Μπορώ να δω τον κύριο Μπλιστάνωφ; ρώτησε ο κουρδιστής μπαίνοντας.

—Εγώ είμαι, απάντησε ό Κυανοπώγων, γυρίζοντας προς το μέρος του επισκέπτη. Τι αγαπάτε;

—Με συγχωρείτε, κύριε, πού σας ενοχλώ, άρχισε ό κουρδιστής, όλο παρακάλιο στη φωνή του, μα πιστέψτε με… είμαι άρρωστος άνθρωπος, έχω ρευματισμούς. Οι γιατροί έδωσαν εντολή να ‘χω πάντοτε τα πόδια μου στη ζεστασιά…

—Μα τι συμβαίνει, τι θέλετε να πείτε;

—Να… χθες το βράδυ, συνέχισε ο κουρδιστής, χμ… χθες το βράδυ ήσαστε στο δωμάτιο 64 του ξενοδοχείου της οδού Μπουχτέγιεφ…

—Τι ψευταράς είναι τούτος, πεταχτήκε ο βασιλιάς Μπόμπες γελώντας κοροϊδευτικά. Στο 64 μένει ή γυναίκα μου!

— Η γυναίκα σας, κύριε; Χαίρω πολύ… Ο Μούρκιν χαμογέλασε ευγενικά. Ή κυρία σύζυγος σας, πού λέτε, μου πέταξε τις μπότες του… Όταν ό κύριος (και έδειξε τον Πάβελ Άλεξάντριτς) βγήκε από το δωμάτιο της κυρίας εγώ έψαχνα για τις μπότες μου… Φωνάζω τον καμαριέρη κι αυτός μου λέει: «Μάλιστα κύριε, εγώ έβαλα τις μπότες σας στη διπλανή κάμαρα». Κατά λάθος, ήταν βλέπετε μεθυσμένος, παράτησε στο 64 τις μπότες μου και τις δικές σας κύριε, (ο Μούρκιν γύρισε προς τον Μπλιστάνωφ) και σεις φεύγοντας από τη γυναίκα του κυρίου φορέσατε τις δικές μου.

—Τι είναι αυτά πού λες μωρέ! αγρίεψε ο Μπλιστάνωφ. Ήρθες εδώ για να μας ανακατέψεις, ε;

—Όχι κύριε! Θεός φυλάξου! Δε με καταλάβατε… Εγώ ήρθα για… τις μπότες μου! Δεν περάσατε τη νύχτα σας στο 64;

— Ποια νύχτα;

—Τη χτεσινή, κύριε.

—Με είδες;

—Όχι, κύριε, δε σας είδα, απάντησε ταραγμένος ο Μούρκιν. Κάθισε σε μια καρέκλα και έβγαλε γρήγορα γρήγορα τις παράταιρες μπότες. Δε σάς είδα άλλα η γυναίκα αυτουνού μου πέταξε τις μπότες σας στο διάδρομο… Αντί για τις δικές μου…

—Με ποιο δικαίωμα ξεφουρνίζεις τέτοιες προστυχιές; Δεν πρόκειται για μένα, μα αυτή τη στιγμή προσβάλλεις μια κυρία και μάλιστα μπροστά στον άντρα της!

Ένας φοβερός σαματάς ξέσπασε στα παρασκήνια. Ο προδομένος σύζυγος, ο βασιλιάς Μπόμπες έγινε ξαφνικά κατακόκκινος και βρόντηξε το γρόθο του στο τραπέζι με τόση ορμή πού δύο θεατρίνες στο διπλανό καμαρίνι, λιποθύμησαν από το φόβο τους.

—Και τον πιστεύεις; ούρλιαζε ο Κυανοπώγων. Πιστεύεις αυτό το λωποδύτη; “Αχ! Θέλεις, να τον σκοτώσω σαν σκυλί, θέλεις: Να τον λιανίσω φέτες; Να τον κάνω κιμά; Και οι διαβάτες πού σεργιανούσαν εκείνο το βράδυ στο δημόσιο κήπο πλάι στο καλοκαιρινό θέατρο, διηγούνται πώς στο διάλειμμα της τρίτης πράξης είδαν ξαφνικά να ξεπετιέται, ξιπόλητος από το θέατρο ένας άνθρωπος κίτρινος σαν λεμόνι με γουρλωμένα μάτια από τη φρίκη και να τρέχει κατά τη δεντροστοιχία. Και από πίσω να τον κυνηγάει ο Κυανοπώγων με ένα περίστροφο στο χέρι.

Τι απογίνε κανείς δεν είδε. Μαθεύτηκε μονάχα πώς ο Μούρκιν ύστερα από τη γνωριμία του με το Μπλιστάνωφ έμεινε κρεβατωμένος δύο βδομάδες και στα λόγια του «είμαι άρρωστος άνθρωπος, έχω ρευματισμούς», πρόσθετε και κάτι άλλο: «είμαι πληγωμένος»…

***

Αντόν Τσέχοφ. Συλλογή: Διηγήματα. – Μετάφραση: Κυριάκος Σιμόπουλος. Εκδόσεις: Θεμέλιο.

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -