Nicholas Ostler Λογοκρατορίες – Tο γλωσσικό μέλλον του κόσμου


Τι χρειάζεται για να γίνει παγκόσμια μια γλώσσα· ή ποτέ δεν ξέρει κανείς…

[…]Τους δύο τελευταίους αιώνες, ρεύματα από ευρωπαϊκές χώρες δημιούργησαν εν πολλοίς αυτό που σήμερα είναι ο αγγλόφωνος και ο πορτογαλόφωνος κόσμος, κυρίως στην Αμερική, αλλά και στην Αφρική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Κατόπιν, το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα παρατηρήθηκε ένα σημαντικό αλλά πολύ μικρότερο ρεύμα από άλλοτε αποικιοκρατούμενες χώρες, το οποίο δημιούργησε νέες γλωσσικές κοινότητες που ζουν απομονωμένες στην καρδιά των ευρωπαϊκών περιοχών.

Οι τάσεις που θα διαμορφώσουν το μέλλον είναι ασαφείς. Προς το παρόν, πλήθος ατόμων επιθυμούν να μεταναστεύσουν, και εντοπίζονται σε ευρύ φάσμα χωρών, όχι μόνο σε πρώην αποικίες· αυτό που κυρίως σταματά τη μετακίνηση και τη μετεγκατάστασή τους είναι η απροθυμία των επιθυμούμενων χωρών υποδοχής να τους δεχτούν. Και ενώ κάποιοι ειδήμονες μιλούν για επικείμενη «σύγκρουση πολιτισμών», θεωρώντας ότι σε πρώτη φάση θα υπάρξει αντιπαράθεση του αραβόφωνου με τον αγγλόφωνο κόσμο, ο πολιτικός ιστός τον οποίο εγγυώνται ισχυρά έθνη φαίνεται ανθεκτικός.

Ωστόσο, το γλωσσικό μέλλον του κόσμου δεν είναι ζήτημα τρεχουσών υποθέσεων ούτε καν ειδησεογραφικής ανάλυσης. Η γλωσσική εξάπλωση είναι κάτι μακροπρόθεσμο, και υπολογίζεται τουλάχιστον σε γενιές, συχνότερα δε σε αιώνες και χιλιετίες. Θεμελιώδες ζήτημα του παρόντος έργου είναι να θέσει το ερώτημα πώς -και υπό ποίες συνθήκες και με ποια δυναμική- κατέληξαν να ακμάσουν στο παρελθόν δεδομένες γλωσσικές κοινότητες, αλλά και με ποιον τρόπο παρήκμασαν ή και εξαφανίστηκαν ορισμένες από αυτές.

Ο πλέον άμεσος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ακμάσει μια γλώσσα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η Προσέγγιση του Αγρότη. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει η κοινότητα είναι να παραμένει ενωμένη και να αυξάνει τον πληθυσμό της. Πρόκειται για την Οργανική Ανάπτυξη, η οποία αποτελεί τη συνήθη ιστορία των γλωσσών της ανατολικής και της νότιας Ασίας, ενώ δεν είναι άγνωστη ακόμη και στην Ευρώπη, ειδικά προς τα ανατολικά της. Δεν είναι μια στρατηγική ενεργής πρωτοβουλίας, εγείρει ωστόσο ένα επακόλουθο ερώτημα:

Με ποιον τρόπο οι γλώσσες που ακολουθούν αυτή την πολιτική μπόρεσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από τις ξένες κοινότητες, οι οποίες ενδεχομένως θα έμπαιναν στον πειρασμό να εισβάλουν και να διαταράξουν τη σταθερή τους ανάπτυξη;

Η ρήξη θα επερχόταν, ως εκ φύσεως, από γλωσσικές κοινότητες που ακολουθούσαν μια όχι και τόσο γαλήνια πορεία: αυτές θα μπορούσαν να ονομαστούν Γλώσσες Συγχώνευσης και Εξαγοράς (ΣΕ), κατ’ αναλογία με τους επιθετικούς παίκτες του σύγχρονου επιχειρηματικού κόσμου. Αν η Οργανική Ανάπτυξη είναι η στρατηγική των αγροτών, αυτή η εναλλακτική θα πρέπει μάλλον να χαρακτηριστεί ως ο Δρόμος του Κυνηγού.

Μια τέτοια αλλαγή, η οποία απορρέει από άμεσες διακοινοτικές επαφές, χαρακτηρίζεται ενίοτε ως ανήκουσα σε έναν από τους εξής τρεις τύπους:


  • Μετανάστευση, όπου μια γλωσσική κοινότητα μεταναστεύει σωματικά, φέρνοντας μαζί της μια νέα γλώσσα·
  • Διάχυση, όπου οι ομιλητές δεν μετακινούνται μαζικά αλλά ομιλητές μιας κοινότητας φτάνουν να συγχωνεύσουν τη γλώσσα τους με αυτή μιας άλλης κοινότητας με την οποία έρχονται σε επαφή·
  • και Διείσδυση, η οποία αποτελεί συνδυασμό των δύο παραπάνω τύπων.

Η πορεία της Αγγλικής στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία αποτελεί ένα παράδειγμα Μετανάστευσης· στην Ινδία και τη Σκανδιναβία, Διάχυσης· και, στη Νότια Αφρική, Διείσδυσης. Μόνο μέσα από τη Διάχυση ή τη Διείσδυση μπορεί μια γλώσσα να αναδειχθεί σε lingua franca, και γλώσσα ευρύτερης επικοινωνίας: Προς το σκοπό αυτό, μια γλώσσα πρέπει να υιοθετηθεί από άτομα που δεν την έχουν ως μητρική.

Γλωσσικές κοινότητες δε είναι αυτές των οποίων ο ρόλος εξελίσσεται ραγδαία, συχνά μέσα από προμελετημένες ενέργειες. Στην πράξη, αυτές είναι οι κυριότερες γλώσσες, τις σταδιοδρομίες των οποίων ιχνηλατούμε, επειδή ασφαλώς είναι και οι πλέον περιπετειώδεις.

Υπάρχει άραγε κάποιο κοινό γνώρισμα που κάνει μια γλωσσική κοινότητα να δελεάσει άλλους να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα της και έτσι να ενωθούν μαζί της;

Το θέμα αυτού του βιβλίου θα μπορούσε να νοηθεί και ως διερεύνηση των αιτίων του Γλωσσικού Γοήτρου, το οποίο ορίζεται ως η προδιάθεση προσέλκυσης νέων χρηστών. Υπό ποίες συνθήκες οι γλώσσες έχουν τη δύναμη να μεγαλώνουν με αυτό τον τρόπο; Υπάρχουν άραγε κάποιες ιδιότητες της σχέσης ανάμεσα στη νέα και την παλαιά γλώσσα, που δημιουργούν στους ομιλητές τη βούληση και την ικανότητα να πραγματοποιήσουν το άλμα;

Σύμφωνα με μια επικίνδυνη άποψη, που είναι διαδεδομένη ακόμη και μεταξύ των γλωσσολόγων, σε αυτή την ερώτηση μπορεί να δοθεί μια ξεκάθαρη, σκληρόκαρδη απάντηση. ο J. R. Firth, κορυφαίος Βρετανός γλωσσολόγος των μέσων του εικοστού αιώνα, την διατυπώνει απλά και αποτελεσματικά:

οι παγκόσμιες δυνάμεις δημιουργούν παγκόσμιες γλώσσες… Η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δημιούργησε τη Λατινική, η Βρετανική Αυτοκρατορία την Αγγλική. Και οι Εκκλησίες, φυσικά, είναι και αυτές μεγάλες δυνάμεις… Άνδρες που έχουν ισχυρά αισθήματα, τα οποία στρέφονται προς τον κόσμο και τα ζητήματά του, έχουν κάνει τα περισσότερα. Είναι δύσκολο να φανταστούμε τι θα έκαναν οι ταπεινοί προφήτες της γλωσσικής ενότητας χωρίς την Εβραϊκή, την Αραβική, τη Λατινική, τη Σανσκριτική και την Αγγλική. Πολιτικοί, στρατιώτες, ναυτικοί και ιεραπόστολοι, άνθρωποι της δράσης, άνδρες με ισχυρά αισθήματα δημιούργησαν παγκόσμιες γλώσσες. Αυτές χτίζονται με αίμα, χρήμα, μέσα διεξαγωγής πολέμου και βάσανα στο κυνήγι της εξουσίας.

Πρόκειται πρωτίστως για ένα ηχηρό cri de coeur από το 1937, τις τελευταίες ημέρες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, του δυναμικού χριστιανισμού και των θεωριών περί ανωτερότητας του άρρενος· και (για να τον υπερασπιστούμε) ο Firth φαίνεται ότι ενδιαφερόταν κυρίως να αντιδιαστείλει την αποτελεσματικότητα των ρωμαλέων ανδρών της δράσης έναντι εκείνης των μαλθακών λογίων, όσον αφορά την ικανότητα δημιουργίας παγκόσμιων γλωσσών.

Μολαταύτα, η άποψη αυτή δεν αντέχει σε κριτικό έλεγχο. Με το που θα μελετήσει κανείς προσεκτικά τις σταδιοδρομίες των γλωσσών -ακόμη και των γλωσσών: «Εβραϊκής, Αραβικής, Λατινικής, Σανσκριτικής και Αγγλικής», που ο Firth αναφέρει ρητά ως παραδείγματα-, θα καταλάβει αμέσως ότι αυτή η αυτάρεσκα σκληροτράχηλη θέαση δεν μπορεί να αποτελέσει οδηγό για το τι πραγματικά καθιστά μια γλώσσα ικανή να εξαπλώνεται. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει από πού προέρχονται όλες οι παγκόσμιες γλώσσες ή τι επιτυγχάνουν όλες οι παγκόσμιες δυνάμεις.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα καλύτερα επιχειρήματα υπέρ της προέρχονται ίσως από τα παραδείγματα που παραθέτει ο Firth: πολυεθνικές στρατιωτικές αυτοκρατορίες που διήρκεσαν αιώνες, όπως η ρωμαϊκή και η βρετανική απόπειρα. Μολονότι οι ρομανικές γλώσσες είναι ακόμα ζωντανές, με το κοινό τους όνομα να δηλώνει την κοινή τους καταγωγή, αυτές μεγάλωσαν σε χώρες όπου η ρωμαϊκή εξουσία είχε αντικατασταθεί από Τεύτονες κατακτητές. Οι Φράγκοι, οι Βουργουνδοί, οι Βάνδαλοι και οι Γότθοι που εγκαθίδρυσαν τα βασίλειά τους στη δυτική Ευρώπη μετά την πτώση της αυτοκρατορίας, το πολύ να επηρέασαν την προφορά με την οποία μιλιόταν η Λατινική και να πρόσθεσαν λίγες λέξεις στο λεξιλόγιό της· πουθενά δεν κατόρθωσαν να επιβάλουν τη γλώσσα τους στους νέους τους υπηκόους.

Ωστόσο, στο άλλο άκρο της Μεσογείου, οι ίδιοι οι Ρωμαίοι δεν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στην προσπάθειά τους να διαδώσουν τη Λατινική: το 395, μετά από περισσότερα από πεντακόσια έτη ρωμαιοκρατίας, Έλληνες, Σύροι και Αιγύπτιοι εξακολουθούσαν να συνεννοούνται στην Ελληνική (εν συνεχεία η αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε ανατολικό και δυτικό τμήμα, και η Λατινική στην Ανατολή δεν άργησε να χάσει ακόμη και τον τυπικό ρόλο της).

Πιο μακριά, στα βόρεια της Κίνας, επανειλημμένες κατακτήσεις από τουρκόφωνους, μογγολόφωνους και τουνγκουσόφωνους εισβολείς, οι οποίοι παρέμειναν στην εξουσία επί επτακόσια χρόνια από τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., δεν επηρέασαν καθόλου την επιβίωση της Κινεζικής· τελικά, το 1644, οι τουνγκουσόφωνοι Μαντσού κατέκτησαν ολόκληρη τη χώρα και, παρ’ όλα αυτά, μέσα σε έναν αιώνα, η δική τους γλώσσα είχε αργοσβήσει.

Πίσω, στη Μέση Ανατολή, οι θρίαμβοι των αραβόφωνων κατακτητών ήταν προσωρινοί: Από τα μέσα του έβδομου αιώνα ο πολιτισμός τους διατηρούσε μονοπώλιο στο Ιράν και στους γείτονές του στα δυτικά και τα ανατολικά, αλλά όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατέκτησαν τη χώρα από την άλλη πλευρά τον ενδέκατο αιώνα, έγινε σαφές ότι η Αραβική δεν είχε ποτέ ριζώσει, και η γλώσσα των πάντων πλην της θρησκείας έγινε και πάλι η Περσική.

Προφανώς η ολοκληρωτική κατάκτηση -στρατιωτική ή ακόμη και πνευματική- δεν αρκεί πάντα για να επιφέρει αλλαγή γλώσσας. Ωστόσο, κατά καιρούς, μια φαινομενικά πιο αδύναμη κοινότητα μπορεί να κατορθώσει ακριβώς το ίδιο. Ας αναλογιστούμε την Αραμαϊκή, γλώσσα νομάδων, που σάρωσε μια Ασσυριακή Αυτοκρατορία που βρισκόταν ακόμη στο απόγειο της δύναμής της τον όγδοο αιώνα π.Χ., αντικαθιστώντας την αριστοκρατική Ακκαδική, η οποία αναγόταν στις απαρχές του πολιτισμού στη Μεσοποταμία.

Ή ας αναλογιστούμε τη Σανσκριτική, η οποία υιοθετήθηκε σε όλη τη νοτιοανατολική Ασία την πρώτη χιλιετία μ.Χ. ως η γλώσσα στην οποία διαλέγονταν οι ελίτ, μολονότι ήρθε από την άλλη άκρη της θάλασσας, την Ινδία, χωρίς να την υποστηρίζει ούτε ένας στρατιώτης. Φαίνεται ότι ακόμη και η Κέτσουα, που έγινε η γλώσσα της Αυτοκρατορίας των Ίνκα στο Περού τον δέκατο πέμπτο αιώνα, υιοθετήθηκε στο πλαίσιο ενός δυναστικού συμβιβασμού: Οι ηγέτες εγκατέλειψαν τη γλώσσα τους προκειμένου να εξασφαλίσουν την ήρεμη αποδοχή μιας φοβερής επέκτασης της εξουσίας τους.

Η οικονομική ισχύς, που συχνά θεωρείται ότι αποτελεί πρωταρχικό αίτιο για τη διάδοση της Αγγλικής, με τη στήριξη είτε των Βρετανών είτε των Αμερικανών, φαίνεται ακόμη λιγότερο καταναγκαστική από τη στρατιωτική. Η φοινικική ναυτιλία κυριαρχούσε στο μεσογειακό εμπόριο κατά το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης χιλιετίας π.Χ.· επί μακρόν υποστηριζόταν στη Δύση από την κυριαρχία μιας φοινικικής αποικίας, της Καρχηδόνας, που μιλούσε την ίδια γλώσσα.

Η Φοινικική γλώσσα όμως παρέμενε άγνωστη πέρα από τις κτήσεις των Φοινίκων: Η Ελληνική ήταν η lingua franca της διεθνούς διανόησης, την χρησιμοποιούσαν μέχρι και στο στρατό της Καρχηδόνας. Αργότερα και ανατολικότερα, μεταξύ του έκτου και του όγδοου αιώνα μ.Χ., η βασίλισσα των Δρόμων του Μεταξιού προς την Κίνα ήταν η ιρανική πόλη Σαμαρκάνδη. Η γλώσσα της ήταν η Σογδιανή, αλλά ποιος άκουσε ποτέ γι’ αυτήν; Οι Σογδιανοί έμποροι, παρά τον πλούτο τους, θεωρούσαν φρόνιμο να χρησιμοποιούν τις γλώσσες των πελατών τους: την Αραβική, την Κινεζική, την τουρκογενή Ουιγουρική και τη Θιβετιανή.

Σε εκείνο το ρωμαλέο του παράθεμα, ο Firth υπογραμμίζει τη θρησκευτική διάσταση της εξουσίας, και αυτή είναι συχνά σημαντική: Ίσως θα έπρεπε να μιλάμε ακριβώς για το χάρισμα μιας γλώσσας και όχι για το γόητρό της. Η Σανσκριτική, εκτός του ότι ήταν η ιερή γλώσσα του ινδουισμού, οφείλει πολλά στους οπαδούς του Βούδα· η δε Εβραϊκή θα είχε χαθεί πριν από χιλιάδες χρόνια χωρίς τον ιουδαϊσμό.

Η περίπτωση της Αραβικής είναι πιο αμφιλεγόμενη: Σε βάθος χρόνου, το ισλάμ αποδείχθηκε ότι ήταν το θεμελιώδες κίνητρο για την εξάπλωσή της, ήταν όμως οι στρατιές υπό τις διαταγές Αράβων που πραγματικά μετέφεραν τη γλώσσα στη δυτική Ασία και τη νότια Αφρική, δημιουργώντας νέα κράτη στα οποία έμελλε να ακολουθήσει προσηλυτισμός. Οι Άραβες ήταν διάσημοι ως έμποροι στον Ινδικό Ωκεανό, αλλά η αποδοχή του ισλάμ σε αυτή την περιοχή δεν πρόσφερε στην Αραβική τίποτε παραπάνω από ένα ρόλο στις ιερουργίες.

Παραδόξως, τα γλωσσικά αποτελέσματα των εξαπλούμενων προσηλυτισμών αποδεικνύεται ότι είναι σχεδόν ανεξάρτητα από τις προτεραιότητες των ίδιων των ιεροκηρύκων: Οι χριστιανοί μάλλον αδιαφορούσαν για τη γλώσσα στην οποία εκφραζόταν η πίστη τους, το δε κλασικό τους κείμενο, η Καινή Διαθήκη, καταγράφει τα λόγια του Ιησού σε μετάφραση· και όμως, ο ίδιος ο χριστιανισμός συντέλεσε σημαντικά στη συντήρηση, και μάλιστα στο γόητρο, πολλών γλωσσών, μεταξύ των οποίων η Αραμαϊκή, η Ελληνική, η Λατινική και η Γοτθική.

Στην πραγματικότητα, οι προσηλυτιστικές θρησκείες επηρέασαν τις σταδιοδρομίες μικρού μόνο αριθμού παγκόσμιων γλωσσών. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η θρησκεία δεν είναι παρά ένα μόνο παράδειγμα της πολιτισμικής διάστασης μιας γλώσσας, η οποία αντιπροσωπεύει την απώτερη πηγή γλωσσικού γοήτρου. Η κουλτούρα, βέβαια, είναι μια εξαιρετικά ασαφής λέξη, καθώς καλύπτει τα πάντα, από τη μορφή ενός πέλεκυ μέχρι δηλώσεις εταιρικού σκοπού, καθώς και την πιο λεπτή εκτίμηση των σονέτων του Σαίξπηρ και των πινάκων του Χοκουσάι· έτσι, για να εξακριβώσουμε τη σχέση της με όσα λέμε, θα χρειαστεί πολύ μεγαλύτερη προσοχή.

Όταν αναλύονται οι προϊστορικές μετακινήσεις των λαών και εξετάζεται η φαινομενική απανθρωπιά με την οποία ο ένας έρχεται και αντικαθιστά τον άλλο (όπως στην εξάπλωση των λαών που μιλούσαν Μπαντού στο νότιο τμήμα της Αφρικής, με τον επακόλουθο περιορισμό των περιοχών της Σαν και Χόι· ή στη διείσδυση Αυστρονήσιων θαλασσοπόρων στη νοτιοανατολική Ασία και στις επαφές τους με τους Μελανήσιους), δεν υπάρχουν δισταγμοί για τον προσδιορισμό των πολιτισμικών παραγόντων που πιστεύεται ότι παρείχαν το πλεονέκτημα. Οι καλές τέχνες και η ανώτερη μόρφωση συνήθως δεν αντιμετωπίζονται ως σοβαροί υποψήφιοι. Οι πολιτισμικοί παράγοντες που ενισχύουν την ικανότητα υποστήριξης μεγαλύτερων πληθυσμών (για παράδειγμα, μέσα από την ανάπτυξη νέων ειδών καλλιέργειας ή κτηνοτροφίας) κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικοί. Ωστόσο, και απλές καινοτομίες στις στρατιωτικές πρακτικές ενδέχεται να είναι αποτελεσματικές.

Περιστασιακά, η ωμή βιολογία αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, και απλές πολιτισμικές διαφορές μένουν στο περιθώριο, καθώς για μια περίοδο είναι άνευ νοήματος. Αν ένας πληθυσμός είχε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να πεθάνει από μια ασθένεια, όπως στην περίπτωση των κατοίκων του Νέου Κόσμου που αντιμετώπιζαν την εισβολή των Ευρωπαίων παρείσακτων τον δέκατο έκτο αιώνα, δεν είχε σημασία ότι ο οπλισμός τους και οι στρατιωτικές τους τακτικές ήταν συντριπτικά κατώτερες – ή, αντίθετα, ότι τα φυτά που καλλιεργούσαν (μεταξύ των οποίων η πατάτα και ο αραβόσιτος, η τομάτα και η σοκολάτα) αποδείχθηκε ότι ήταν ανώτερα σε όλους τους τομείς.

Αλλά η αναζήτηση των αιτιών της γλωσσικής κυριαρχίας δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Στις ιστορικά καταγεγραμμένες επαφές μεταξύ λαών και τις αντιπαραθέσεις μεταξύ γλωσσών -όποτε υπάρχουν μαρτυρίες από αυτόπτες που μας επιτρέπουν να μιλήσουμε ειλικρινά για το τι πραγματικά συνέβη-συχνά δεν μπορούμε να καταδείξουμε τις πολιτισμικές διαφορές που προφανώς υπήρξαν καθοριστικές. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να ψάξουμε βαθύτερα, όχι μόνο στις φαινόμενες συνάφειες μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων, στο πώς έβλεπαν η μία την άλλη, την υποκειμενική φήμη της κάθε γλωσσικής κοινότητας και τα αντικειμενικά τους πλεονεκτήματα, αλλά ακόμα -και αυτό είναι εξαιρετικά αντισυμβατικό, ιδίως μεταξύ των γλωσσολόγων- στις ιδιότητες των ίδιων των γλωσσών.

Όλως περιέργως, οι γλωσσολόγοι σχεδόν καθολικά δέχονται ότι οι βασικές ιδιότητες των γλωσσών που μελετούν -τα είδη των φθόγγων που χρησιμοποιεί μια γλώσσα, το βασικό της συντακτικό, το αν λειτουργεί συμπαρατάσσοντας μικρές και ανεξάρτητες λέξεις ή συντονίζοντας συστήματα προθημάτων και επιθημάτων- δεν επηρεάζουν τις προοπτικές επιβίωσής τους. Στο κάτω κάτω, σκέφτονται, κάθε γλώσσα μπορούν εξ ορισμού να τη μάθουν παιδιά – αυτό είναι το καίριο γνώρισμα μιας ανθρώπινης γλώσσας. Αν μια κοινότητα δυσκολεύεται στη διάδοση της γλώσσας της, η αιτία θα πρέπει να είναι κοινωνική, όχι γλωσσολογική.

Εμείς, όμως, που θεωρούμε ότι η γλώσσα δεν ταυτίζεται με την κοινότητα που τη μιλά, μπορούμε μόνο να αναρωτιόμαστε τι σκοπό εξυπηρετεί όλη αυτή η γλωσσική δομή. Ίσως ακόμη και ο τύπος μιας γλώσσας να επηρεάζει την επιβίωσή της, καθορίζοντας κατά πόσο νέοι πληθυσμοί που επί μακρόν μιλούσαν άλλη γλώσσα μπορούν να την υιοθετήσουν εύκολα. Πρόκειται για μία από τις καινοτομίες αυτού του βιβλίου – το ότι προτείνει, δηλαδή, τρόπους με τους οποίους το είδος της γλώσσας που ομιλεί μια κοινότητα μπορεί πραγματικά να σημαίνει κάτι

Το σχέδιο εκστρατείας για το σύνολο του παρόντος έργου είναι να ανασκοπήσει, πάνω κάτω σε χρονολογική σειρά, τις ιστορίες των γλωσσών που κατά καιρούς κυριάρχησαν ανά τον κόσμο. Ξεκινά με τις απαρχές του αλφαβητισμού, επειδή τότε έχουμε τις πρώτες σαφείς μαρτυρίες για τις γλώσσες που μιλούσαν οι λαοί. Η τακτική μας σε κάθε σημείο είναι να αναζητούμε άμεσες μαρτυρίες, στην ουσία γραπτά ίχνη, γι’ αυτό και προσπερνάμε πολλά άλλα γεγονότα που πιστεύεται ότι συνέβησαν κατά τη διάρκεια ενός προ-εγγράμματου παρελθόντος.* Και η ιστορία συνεχίζεται μέχρις ότου έρθουμε αντιμέτωποι με τις μεγάλες γλώσσες που εξαπλώθηκαν πρόσφατα, αυτές που χαρακτηρίσαμε γλώσσες «ΣΕ».

Όπως αποδείχτηκε, η ιστορία χωρίζεται σε δύο περιόδους, με σημείο καμπής το 1492. Πρόκειται για τις απαρχές της παγκόσμιας εξάπλωσης της Ευρώπης και κάποιων από τις γλώσσες της. Πριν από αυτό το σημείο, οι γλώσσες εξαπλώνονται σχεδόν πάντοτε μέσα από επίγειες οδούς, τα δε αποτελέσματα είναι τοπικά: Μεγάλες γλώσσες χρησιμοποιούνται μέσα σε συνεκτικές, επικεντρωμένες περιοχές. Μετά από αυτό το σημείο, η θάλασσα γίνεται η κυριότερη αρτηρία γλωσσικής προέλασης, και η εξάπλωση μπορεί να είναι παγκόσμια: Η γλώσσα ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε ξεχωριστές περιοχές σε πολλές διαφορετικές ηπείρους, το δε γόητρό της να συνδέεται μόνο με τα μέσα διεξαγωγής του εμπορίου και στρατιωτικών διοικήσεων, που απλώνονται απ’ άκρη σ’ άκρη των ωκεανών.

Πέρα από αυτήν τη γεωγραφική διαφορά, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε και άλλα χονδρικά μοτίβα τα οποία διακρίνουν τις δύο περιόδους.

Πριν από το 1492, οι βασικές δυνάμεις που διέδιδαν τις γλώσσες ήταν πρώτα ο αλφαβητισμός και η αστική κουλτούρα, και αργότερα η εξ αποκαλύψεως θρησκεία. Όταν όμως μια κοινότητα διαθέτει αυτά τα πλεονεκτήματα, η γλώσσα της συχνά εξαπλώνεται υπό την απειλή των όπλων· χωρίς αυτά, οι στρατιωτικές νίκες ή η εμπορική ανάπτυξη δεν επιτυγχάνουν και πολλά. Ο γενικότερος τρόπος εξάπλωσης είναι μέσα από τη Διείσδυση: Δεν μετακινούνται ολόκληροι λαοί, αλλά οι γλώσσες μεταδίδονται μέσω μικρών κοινοτήτων και αποσπασματικών αποικιών. Ωστόσο, τα θεμέλια της Αγγλικής, τα οποία τίθενται αυτή την περίοδο, φαίνεται ότι αποτελούν εξαίρεση στα παραπάνω.

Μετά το 1492, οι δυνάμεις εξάπλωσης είναι αρχικά πολύ πιο στοιχειώδεις: Ασθένειες αφανίζουν την Αμερική και άλλα μέρη, ενώ η τεχνολογική απόσταση ανάμεσα στους κατακτητές και τα απανταχού τους θύματα είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι την περίοδο της τοπικής εξάπλωσης. Άπαξ όμως και η ισορροπία δυνάμεων αποκατασταθεί, με τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων στρατιωτικών αυτοκρατοριών της Ευρώπης, γίνεται πλέον δύσκολο να διακρίνουμε μεταξύ στρατιωτικής, εμπορικής και γλωσσικής κυριαρχίας. Στην αρχή, τα ταξίδια είναι δύσκολα, η δε γλωσσική εξάπλωση αργή, και εξακολουθεί να βασίζεται στη Διείσδυση.

Με την εξάπλωση του αλφαβητισμού, ωστόσο, και το μικρότερο κόστος μεταφοράς, ο τρόπος γίνεται Μετανάστευση, καθώς μεγάλοι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί επιζητούν να εκμεταλλευτούν τις νέες ευκαιρίες. Τον εικοστό αιώνα ατονεί και αυτή· αναδύονται νέες μορφές επικοινωνίας, που συνεχώς γίνονται ταχύτερες, φθηνότερες και πιο περιεκτικές. Κατά συνέπεια, ο κυρίαρχος τρόπος γλωσσικής εξάπλωσης αλλάζει από Μετανάστευση σε Διάχυση. Η Αγγλική και πάλι αποτελεί εξαίρεση, καθώς βρισκόταν σε ιδιαίτερα πλεονεκτική θέση για να εκμεταλλευτεί πρώτη τις νέες τεχνολογίες, αλλά οι προοπτικές της παραμένουν εξίσου ασαφείς, καθώς οι υπόλοιπες γλώσσες, μεγάλες και μικρές, με τη σειρά τους εξαπλώνονται στο νέο περιβάλλον. Αντιμετωπίζει το αβέβαιο μέλλον που επιφυλάσσεται στην απότομη διασημότητα, και ίσως το αναπόδραστο αποτέλεσμα ενός τέτοιου μέλλοντος. Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και στο γεγονός ότι, για την κορυφαία lingua franca του κόσμου, η όλη έννοια μιας γλωσσικής κοινότητας αρχίζει να καταρρέει.

Αφότου όμως εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας με τις διαφορετικές ιστορίες των μεγαλύτερων γλωσσών του κόσμου, η έρευνά μας μπορεί να προχωρήσει θέτοντας ορισμένα ουσιώδη ερωτήματα.

Κατά πόσο οι σύγχρονες δυνάμεις γλωσσικής διάδοσης είναι νέες και πρωτόγνωρες; Διαθέτουν άραγε ουσιώδεις ιδιότητες κοινές με τη γλωσσική εξάπλωση στο παρελθόν; Πώς θα επιβληθούν τα προαιώνια χαρακτηριστικά των γλωσσικών κοινοτήτων; Ειδικότερα, μπορούν όλες οι γλώσσες να συνεχίσουν να λειτουργούν ως έξωθεν σύμβολα των κοινοτήτων; Και μπορούν αυτές να συνυφάνουν αποτελεσματικά τα νήματα των συναφειών που προέρχονται από τις κοινές εμπειρίες; Εξακολουθεί άραγε κάθε γλώσσα να μπορεί να δημιουργεί το δικό της κόσμο; Θα θέλει άραγε να το πράξει, όταν η επιστήμη -και ορισμένες εξ αποκαλύψεως θρησκείες- διεκδικούν καθολική εγκυρότητα;

***

Nicholas Ostler – Λογοκρατορίες – H ιστορία των γλωσσών. Polaris Εκδόσεις 2015. Μετάφραση: Νίκος Κούτρας. Επιστημονική επιμέλεια: Παναγιώτης Κριμπάς

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -