Βασίλης Ραφαηλίδης – Η αρχή της ελάχιστης προσπάθειας


Κανείς άνθρωπος που δεν είναι εντελώς τρελός, για να πετύχει κάτι δεν καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ αυτήν που απαιτεί το συγκεκριμένο έργο ή η συγκεκριμένη πράξη. Αυτό δεν είναι πρόβλημα εξυπνάδας, είναι μέριμνα της φύσης για την εξοικονόμηση δυνάμεων.

Δε χρειάζεται εξυπνάδα για να καταλάβεις πως δεν υπάρχει λόγος να είσαι αρσιβαρίστας για να σηκώσεις ένα σπιρτόκουτο. Το μυϊκό σου σύστημα θα λειτουργήσει αυτόματα ανάλογα με το έργο που έχουν να επιτελέσουν οι μύες.

Γενικότερα μιλώντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο άνθρωπος ρέπει προς την τεμπελιά, με την έννοια πως αρνείται να σπαταλάει τις δυνάμεις του, δηλαδή τις θερμίδες του. Δηλαδή την τροφή του. Βέβαια, όταν έχει περίσσευμα δυνάμεων μπορεί να το σπαταλήσει και σε μη παραγωγικά έργα, π.χ. στο χορό. Αλλά η παροιμία που λέει νηστικό αρκούδι δε χορεύει είναι γενικής ισχύος και δεν αφορά μόνο τις αρκούδες.

Όμως, ο άνθρωπος δεν καταναλώνει δυνάμεις μόνο όταν κάνει μια δουλειά που απαιτεί μυϊκή ή πνευματική δύναμη, αλλά και όταν έχει να αντιμετωπίσει σπάνια ή απροσδόκητα φαινόμενα που αναστατώνουν τον ψυχισμό του. Ο φόβος που προκαλεί το μπουμπουνητό της βροντής επιταχύνει τη λειτουργία της καρδιάς, πράγμα που σημαίνει πως καταναλώνονται περισσότερες θερμίδες κάθε φορά που «τρέμει το φυλλοκάρδι» μας. Αυτό η φύση, που ξέρει να εξοικονομεί δυνάμεις, δεν το θέλει καθόλου.

Και το παιδί μεν, που δεν έμαθε ακόμα ποια φυσικά γεγονότα είναι και ποια δεν είναι επικίνδυνα, είναι φυσικό να σπαταλήσει ψυχικές δυνάμεις και να φοβάται με το μπουμπουνητό. Άλλωστε, πάντα έχει περίσσευμα δυνάμεων. Ο ενήλικας όμως, που δεν έμαθε ακόμα πως ο κεραυνός δεν σκοτώνει κατ’ ανάγκην; Μάλιστα, τόσο πολύ η φύση προσπαθεί να μας προστατεύσει από την απώλεια δυνάμεων, που κάθε φορά που υπάρχει περίσσευμα σε θερμίδες, τις αποθηκεύει υπό μορφήν λίπους για παν ενδεχόμενο.

Τούτη η αποθήκη καυσίμων, που είναι το λίπος, είναι μια απολύτως φυσιολογική κατάσταση. Τα πλεονάσματα πρέπει να φυλάγονται για ώρα ανάγκης. Μόνο που αυτή η ανάγκη δεν εμφανίζεται πλέον συχνά, κι έτσι η παχυσαρκία έφτασε να είναι μέγα μειονέκτημα, από πλεονέκτημα που ήταν και είναι ακόμα τον καιρό της μεγάλης πείνας, όταν οι παχύσαρκοι πεθαίνουν τελευταίοι, αφού εξαντλήσουν και την τελευταία θερμίδα της πιο συμπυκνωμένης μορφής καυσίμων, το λίπος που υπάρχει στις αποθήκες καυσίμων ανάμεσα στους μύες και το δέρμα κυρίως.


Παρά το γεγονός πως η παχυσαρκία είναι μειονέκτημα σε καιρούς που ο λιμός δεν βρίσκεται επί θύραις, εντούτοις ο παχύσαρκος κατά κανόνα είναι ένας εύθυμος και καλόκαρδος άνθρωπος, γιατί λειτουργεί αταβιστικά: Η φύση συνεχίζει να του λέει πως δεν πρέπει να φοβάται υπέρ το δέον την πείνα.

Όμως η φύση δεν θα μπορούσε να αναπροσαρμόσει τώρα τον βιολογικό μηχανισμό στις απαιτήσεις των πλούσιων πολυθερμιδικών γευμάτων. Η φύση, που αγαπάει την οικονομία, μας έφκιαξε έτσι ώστε να τρώμε τόσο όσο χρειάζεται για να συντηρηθούμε στη ζωή και νάχουμε και λίγο απόθεμα καυσίμων για ώρα ανάγκης αλλά και για να νοιώθουμε ευδιάθετοι, αφού ως παχύσαρκοι ξέρουμε πως θα πεθάνουμε τελευταίοι τον καιρό του λιμού.

Ο μεγαλοφυής Σέξπηρ τα γνώριζε πολύ καλά όλα αυτά όταν έφκιαχνε εκείνον τον εύθυμο χοντρομπαλά, τον Φάλσταφ, που μάλιστα τον περιφέρει σε δυο του έργα, για να τον παραλάβει από κει ένας άλλος ιδιοφυής παχύσαρκος, ο Όρσον Γουέλς και να τον κάνει φίλμ που έχει τίτλο το όνομά του: Φάλσταφ. Δυστυχώς, το ζην παρά φύσιν, κάνει τους Φάλσταφ του καιρού μας να γελούν και να χαίρονται χωρίς να δείχνουν πως γνωρίζουν τα δυσάρεστα που τους επιφυλάσσει η φύση, που φάνηκε τόσο καλή μαζί τους, φροντίζοντας να μη σπαταλούν τις θερμίδες τους απερίσκεπτα, αλλά να τις αποθηκεύουν για τις κακές μέρες.

Κατά τον Μύλλερ-Φράιενφελς, έναν διάσημο γερμανό αισθητικό καταφανώς επηρεασμένο από τη βιολογία, ο άνθρωπος έχει καλή επαφή με την τέχνη διότι γνωρίζει πως μ’ αυτήν μπορεί να ξοδεύεται ψυχικά χωρίς να σπαταλάει υπέρ το δέον πολλές δυνάμεις. Συγκινείται με τα παθήματα των ηρώων επί της σκηνής του θεάτρου, αλλά όχι με τον ίδιο έντονο τρόπο που θα συγκινούνταν αν αυτά που τώρα γίνονται στη σκηνή, τα έβλεπε να γίνονται στην πραγματικότητα γύρω του.

Μάλιστα, κατά τον Μύλλερ, όποιος συγκινείται υπέρ το δέον και κλαίει και χτυπιέται βλέποντας τους ήρωες να πάσχουν επί της σκηνής, σημαίνει πως κάτι δεν πάει καλά με τον ψυχισμό του. Ενώ πήγε στο θέατρο ή στον κινηματογράφο ή σ’ όποιο άλλο θέαμα ή ακρόαμα για να συγκινηθεί ανέξοδα και εκ του ασφαλούς, τα πήρε όλα τόσο τοις μετρητοίς, όσο δεν θα τα έπαιρνε ίσως αν τα γεγονότα ήταν πραγματικά. Μόνο ο πολύ βλαξ, λέει ο Μύλλερ, σπαταλάει αναίτια τις ψυχικές του δυνάμεις.

Ο νοήμων θεατής συγκινείται κι αυτός αλλά με τρόπο αισθητικό. Η αισθητική συγκίνηση είναι η πιο φίνα, η πιο διακριτική μορφή συγκίνησης που θα μπορούσε να υπάρξει. Και συνεπώς, η λιγότερο σπάταλη σε ψυχικές δυνάμεις. Ο νοήμων θεατής που θέλει να νοιώσει λιγάκι παλικάρι όντας δειλός θα δει ένα γκραν γκινιόλ μετά τα μεσάνυχτα, και μετά θα πέσει να κοιμηθεί όμορφα και καλά, πανευτυχής που δεν έπαθε τίποτα, παρόλο που «παραβρέθηκε» σε πράγματα άκρως επικίνδυνα, αλλά μόνο για τους ήρωες της ταινίας.

Ο λιγότερο ευφυής, αλλά εξίσου με τον προηγούμενο δειλός θεατής, δε θα δει ποτέ γκραν γκινιόλ, διότι θα τον πιάσει τεταρταίος, έτσι που δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως δεν κινδυνεύει, αλλά απλώς προσποιείται τον κινδυνεύοντα, όταν κάθεται άνετα στην πολυθρόνα της κινηματογραφικής αίθουσας και απολαμβάνει αισθητικά τον κίνδυνο των άλλων, των διά παντός «καρφωμένων» στη ζελατίνα του φιλμ.

Ο Μίλλερ χωρίζει τους θεατές σε δυο κατηγορίες: τους «συμπαίζοντες» και τους «θεατές». Οι συμπαίζοντες δεν πολυκαταλαβαίνουν πως είναι θεατές και κλαιν και χτυπιούνται μαζί με τους ήρωες του θεάματος. Οι θεατές είναι αυτό που λέει η λέξη: Άνθρωποι που θεώνται, που βλέπουν, και όχι άνθρωποι που πάσχουν. Μάλιστα, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο κωμικά με τους «συμπαίζοντες» όταν ξέρεις πως οι ηθοποιοί σπανιότατα πάσχουν επί της σκηνής. Αλίμονο τους αν έπασχαν σε κάθε παράσταση. Θα είχαν τρελαθεί τους πρώτους κιόλας μήνες της δουλειάς τους σαν ηθοποιοί. Η ψυχανάλυση αργότερα θα δώσει ερμηνείες λιγότερο βιολογίστικες στα φαινόμενα της δυσανάλογης προς το ερέθισμα ψυχικής σπατάλης.

Σήμερα ξέρουμε πως ο ευσυγκίνητος δεν είναι ευαίσθητος, όπως του αρέσει να λέει, αλλά υστερικός και μάλιστα στην πιο τυπική μορφή, αφού η υστερία ορίζεται σαν η δυσανάλογη πρός τα ερεθίσματα αντίδραση, ας πούμε το να αντιδράς μπροστά σ’ ένα ποντίκι ως να ήτο λέων. Άλλωστε, έτσι, με ποντίκια που πετούσε στα πόδια τους, ήλεγχε τον βαθμό της υστερίας των ευπρεπών κυριών ο Σαρκό, ο δάσκαλος του Φρόιντ. Η υστερία της ανέραστης κυρίας ήταν τόσο πιο μεγάλη, όσο και η τσιρίδα που έβγαζε όταν έβλεπε το πολύ χαριτωμένο κατά τα άλλα ποντικάκι.

Μ’ αυτόν τον απλό τρόπο επιβεβαιώθηκε πειραματικά η πανάρχαια άποψη του Ιπποκράτη που βάφτισε έτσι την υστερία από την υστέρα, όπως λέγεται στα αρχαία ελληνικά η μήτρα. Παρόλο που σήμερα ξέρουμε πως η υστερία, η μελέτη της οποίας οδήγησε τον Φρόιντ στην ανακάλυψη του υποσυνειδήτου, δεν είναι αποκλειστικά γυναικεία αρρώστια, ωστόσο κατά κύριο λόγο είναι αρρώστια σεξογενής. Ένα καλό, γερό, και πετυχημένο «πήδημα» και οι «ευσυγκίνητες» θα πάψουν να μουσκεύουν τρία μαντήλια σε κάθε επεισόδιο ενός δακρύβρεχτου σίριαλ. Και σιγά σιγά θα συνηθίσουν σε σχέσεις με την τέχνη πιο ομαλές, πιο αισθητικές και λιγότερο υστερικές. Και προ παντός μην χαρακτηρίζετε ευαίσθητους τους ευσυγκίνητους στα περί την τέχνη.

Η αισθητική συγκίνηση είναι σιωπηρή. Δεν εκδηλώνεται ούτε με κλάματα, ούτε με κραυγές.

***

Από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη “Στοιχειώδης Αισθητική” Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (1992)

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -