Ο σκλάβος του Τίποτα, το βιβλίο και το σκάκι


Παρ’ όλη την αγωνία της αναμονής και το βάσανο της ορθοστασίας, οι δυο εκείνες ώρες ήταν για μένα μια ανακούφιση, μια απόλαυση, αφού βρισκόμουν σ’ ένα χώρο διαφορετικό και όχι στο δωμάτιό μου: ο προθάλαμος ήταν μεγαλύτερος και είχε δύο παράθυρα αντί για ένα. Δεν είχε κρεβάτι ούτε λεκάνη ούτε τη συγκεκριμένη χαραματιά στο περβάζι του παραθύρου που είχα περιεργαστεί εκατομμύρια φορές. Η πόρτα ήταν βαμμένη σε άλλο χρώμα, κοντά στον τοίχο ήταν τοποθετημένη μια διαφορετική πολυθρόνα και στ’ αριστερά υπήρχε ένα ντουλάπι με φακέλους. Στην κρεμάστρα ήταν κρεμασμένες τρεις ή τέσσερις μουσκεμένες χλαίνες, οι χλαίνες των βασανιστών μου.

Είχα λοιπόν κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό να κοιτάζω, είχα επιτέλους κάτι αλλιώτικο να προσφέρω στα πεινασμένα μου μάτια. Κι αυτά γαντζώθηκαν αχόρταγα πάνω στην κάθε λεπτομέρεια. Μελέτησα προσεχτικά κάθε λεπτομέρεια, κάθε πτυχή, κάθε τσάκισμα: διέκρινα για παράδειγμα μια σταγόνα νερού πάνω στον έναν από τους γιακάδες, κι όσο γελοίο κι αν σας φαίνεται αυτό, περίμενα με αφάνταστη συγκίνηση να δω αν θα κυλούσε κατά μήκος της πτυχής προς τα κάτω ή αν θα τα κατάφερνε, ενάντια στη βαρύτητα, να κρατηθεί για πολύ ακόμα στη θέση της — ναι, είχα καρφώσει τα μάτια μου και κοιτούσα για ώρα αυτήν την σταγόνα, χωρίς ανάσα, λες και κρεμόταν από πάνω της η ίδια μου η ζωή. Έπειτα, όταν επιτέλους κατρακύλησε και χάθηκε, άρχισα να μετρώ τα κουμπιά της κάθε χλαίνης, οχτώ της πρώτης, οχτώ της δεύτερης, δέκα της τρίτης. Ύστερα άρχισα να συγκρίνω τα διακριτικά τους. Τα πεινασμένα μάτια μου χάιδευαν αυτές τις ασήμαντες, τις γελοίες λεπτομέρειες, έπαιζαν μαζί τους, τις απολάμβαναν με μια λαχτάρα που δεν μπορώ να περιγράψω.

Και ξαφνικά το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο σ’ ένα σημείο. Είχα αντιληφθεί ότι η τσέπη της μιας χλαίνης ήταν κάπως φουσκωμένη. Πλησίασα και κάτω από το τεντωμένο ύφασμα πίστεψα ότι διέκρινα το ορθογώνιο σχήμα ενός βιβλίου! Τα γόνατά μου άρχισαν να τρέμουν: ένα ΒΙΒΛΙΟ! Τέσσερις μήνες είχα να πιάσω βιβλίο στα χέρια μου και στην ιδέα και μόνο πως θα μπορούσα να δω λέξεις αραδιασμένες τη μια μετά την άλλη, γραμμές ολόκληρες, σελίδες, φύλλα, στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσα να διαβάσω νέες, αλλιώτικες σκέψεις, σκέψεις άλλων ανθρώπων, να τις παρακολουθήσω νοερά και να ξεχαστώ, ένιωσα μεθυσμένος και ταυτόχρονα ναρκωμένος. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί σαν υπνωτισμένα στο μικρό φούσκωμα που δημιουργούσε το βιβλίο στην τσέπη της χλαίνης, και το βλέμμα μου έκαιγε, σαν να ‘θελε να βάλει φωτιά και να τρυπήσει το ύφασμα στο σημείο εκείνο.

Τελικά δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και άθελά μου σχεδόν πλησίασα κι άλλο. Η σκέψη και μόνο πως θ’ άγγιζα με τα χέρια μου ένα βιβλίο, έστω και πίσω από το εμπόδιο του υφάσματος, ήταν αρκετή για να φλογίσει τα νεύρα μου μέχρι τις άκριες των δαχτύλων μου. Χωρίς σχεδόν να το καταλαβαίνω, πλησίαζα όλο και περισσότερο· Ευτυχώς που ο φύλακας δεν έδινε προσοχή στην ασφαλώς παράξενη συμπεριφορά μου. Ίσως πάλι να το ‘βρισκε απλώς φυσικό το ότι ένας άνθρωπος θέλησε να ακουμπήσει λιγάκι στον τοίχο, μετά από δύο ώρες ορθοστασία. Στο τέλος βρέθηκα δίπλα στη χλαίνη κι ακούμπησα επίτηδες τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, για να μπορώ να την αγγίξω χωρίς να με αντιληφθεί κανείς. Ψηλάφισα το ύφασμα κι ένιωσα πράγματι κάτι ορθογώνιο, κάτι ευλύγιστο, που έτριζε μαλακά — ένα βιβλίο! Ένα βιβλίο! Και σαν αστραπή με διαπέρασε εκείνη τη στιγμή η σκέψη: Κλέψε το βιβλίο! Μπορεί και να τα καταφέρεις, και τότε θα το κρύψεις στο κελί σου και θα διαβάζεις, θα διαβάζεις, θα διαβάζεις, επιτέλους θα μπορείς και πάλι να διαβάζεις! Πριν καλά καλά τρυπώσει στο μυαλό μου, η σκέψη άρχισε να επιδρά πάνω μου σαν ισχυρό δηλητήριο. Τ’ αυτιά μου άρχισαν στη στιγμή να βουίζουν κι η καρδιά μου να σφυροκοπάει, τα χέρια μου πάγωσαν και δεν με υπάκουαν πια. Αλλά μετά την πρώτη ζάλη ακούμπησα σιγά σιγά με πονηριά τη χλαίνη και, χωρίς ν’ αφήσω από τα μάτια μου τον φύλακα, άρχισα να σπρώχνω προσεχτικά με τα δάχτυλά μου το βιβλίο έξω από την τσέπη. Και να: λίγο ακόμα, μια μικρή ανεπαίσθητη κίνηση, και το βιβλιαράκι βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια μου. Τότε ένιωσα για πρώτη φορά τρομαγμένος μ’ αυτό που είχα κάνει. Αλλά δεν μπορούσα πια να οπισθοχωρήσω. Πού μπορούσα να το βάλω; Κρατώντας το πάντα πίσω από την πλάτη μου, κατόρθωσα να το χώσω μέσα στο παντελόνι μου, κάτω από τη ζώνη μου, κι από κει να το σπρώξω λίγο λίγο στο γοφό, για να το συγκρατώ περπατώντας με βήμα στρατιωτικό, με το χέρι μου πάνω στη ραφή του παντελονιού μου. Στη συνέχεια έπρεπε να δοκιμάσω αν θα τα κατάφερνα στην πράξη. Απομακρύνθηκα από την κρεμάστρα, έκανα ένα, δύο, τρία βήματα. Εντάξει. Μπορούσα να συγκρατώ το βιβλίο στη θέση του, αρκεί να έσφιγγα λιγάκι τη ζώνη με το χέρι μου.

Έπειτα με πήραν για ανάκριση. Χρειάστηκε να καταβάλω μεγαλύτερες προσπάθειες παρά ποτέ, γιατί όλη μου η προσοχή ήταν συγκεντρωμένη στο βιβλίο και στο πώς θα το κρατούσα χωρίς να με πάρουν είδηση, και όχι στην κατάθεσή μου. Ευτυχώς την ημέρα εκείνη η ανάκριση τέλειωσε γρήγορα και γύρισα στο δωμάτιό μου με το βιβλίο σώο και ασφαλές στα χέρια μου — δεν θα σας κουράσω με όλες τις λεπτομέρειες. Ένα μόνο θα σας πω: καθώς γυρνούσαμε, στα μισά του διαδρόμου, μου γλίστρησε επικίνδυνα από το παντελόνι μου, κι αναγκάστηκα να υποκριθώ δυνατό βήχα, για να μπορέσω να σκύψω και να το σπρώξω ξανά στο ύψος της ζώνης μου. Αλλά τι αλησμόνητη στιγμή έζησα, όταν ξαναβρέθηκα στην Κόλασή μου, μόνος επιτέλους κι όμως ποτέ πια μόνος μου!

Θα φαντάζεστε βέβαια ότι έβγαλα αμέσως το βιβλίο απ’ την κρυψώνα του, για να το θαυμάσω και να το διαβάσω. Και όμως όχι! Θέλησα πρώτα ν’ απολαύσω την ευχαρίστηση που μου έδινε η παρουσία του και μόνη. Μια ηδονή που χρονοτριβούσε επίτηδες και γαργαλούσε ευχάριστα τα νεύρα μου: βυθίστηκα λοιπόν στην ονειροπόληση και προσπαθούσα να φανταστώ τι είδους βιβλίο ήταν αυτό που είχα κλέψει, τι είδους βιβλίο θα το προτιμούσα εγώ. Προπάντων έπρεπε να είναι πυκνοτυπωμένο, να έχει πολλά πολλά γράμματα, πολλές πολλές λεπτές σελίδες, για να κρατήσει περισσότερο η ανάγνωση. Κι έπειτα ευχόμουν να δω μπροστά μου ένα έργο που θα απαιτούσε μεγάλη διανοητική προσπάθεια από μέρους μου. Όχι κάτι ελαφρύ κι εύκολο, αλλά κάτι που θα μπορούσε κανείς να το αποστηθίσει, ποίηση, ας πούμε, και το προτιμότερο θα ήταν —τι τολμηρό όνειρο!— Γκαίτε ή Όμηρος. Στο τέλος δεν άντεχα πια να συγκρατώ τη λαχτάρα και την περιέργειά μου. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, έτσι που να μην κινήσω τις υποψίες του φρουρού, αν τυχόν έμπαινε, ξαφνικά, τράβηξα τρέμοντας το βιβλίο από τη ζώνη μου.


Με την πρώτη ματιά απογοητεύτηκα και αγανάκτησα: αυτό το βιβλίο, που το απέκτησα με κίνδυνο της ζωής μου, που είχε γεννήσει μέσα μου τόσες φλογερές ελπίδες, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια μέθοδος σκακιού, μια συλλογή από εκατόν πενήντα παρτίδες πρωταθλητών. Αν δεν ήμουν φυλακισμένος, κλειδαμπαρωμένος, θα είχα σίγουρα πετάξει το βιβλίο από το παράθυρο, πάνω στο θυμό μου. Γιατί, τι στην ευχή θα μπορούσα να κάνω μ’ αυτήν την ανοησία; Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο είχα φυσικά παίξει μερικές φορές σκάκι, όπως και οι περισσότεροι συμμαθητές μου, όταν δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Αλλά αυτό το θεωρητικό βιβλίο σε τι μπορούσε να μου φανεί χρήσιμο; Το σκάκι δεν παίζεται χωρίς αντίπαλο, και πολύ περισσότερο χωρίς σκακιέρα και πιόνια. Πικραμένος φυλλομετρούσα το βιβλιαράκι, μπας και ανακαλύψω κάτι τέλος πάντων για διάβασμα, κάποια εισαγωγή, τίποτα οδηγίες. Αλλά δεν είχε παρά μόνο ξερά τετράγωνα διαγράμματα της κάθε παρτίδας, κι από κάτω σημειώσεις, που στην αρχή τουλάχιστον μου φάνηκαν εντελώς ακαταλαβίστικες: Α2-Α3, ίππος Ζ1-Η3, και λοιπά. Όλα αυτά μου φάνηκαν σαν ένα είδος άλγεβρας, της οποίας το κλειδί δεν κατείχα. Σιγά σιγά, βέβαια, κατάλαβα ότι τα γράμματα Α, Β, Γ συμβόλιζαν τις οριζόντιες γραμμές, ενώ τα ψηφία 1 έως 8 τις κάθετες. Οι συντεταγμένες γράμματος και ψηφίου δήλωναν την εκάστοτε θέση του κάθε πιονιού.

Κι έτσι, αυτά τα καθαρά γραφικά διαγράμματα απέκτησαν μια γλώσσα. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα μπορούσα ίσως να κατασκευάσω ένα είδος σκακιέρας στο κελί μου, και να δοκιμάσω ύστερα να παίξω αυτές τις παρτίδες. Το γεγονός ότι το σεντόνι μου ήταν καρώ μου φάνηκε σαν θεϊκός οιωνός. Αν το δίπλωνα κατάλληλα, θα κατάφερνα να αποκτήσω μια σκακιέρα με εξήντα τέσσερα τετραγωνάκια. Έκρυψα λοιπόν το βιβλίο κάτω από το στρώμα μου, αφού πρώτα έσκισα την πρώτη σελίδα. Ύστερα φύλαξα τη μερίδα του ψωμιού μου και πλάθοντάς τη με τα δάχτυλα έφτιαξα, χοντροκομμένα είναι η αλήθεια, τα πιόνια του σκακιού, τον βασιλιά, τη βασίλισσα και όλα τα υπόλοιπα. Μετά από πολλές δυσκολίες κατάφερα επιτέλους να στήσω τα πιόνια μου πάνω στην αυτοσχέδια σκακιέρα, όπως έδειχνε το βιβλίο. Όταν όμως προσπάθησα να παρακολουθήσω ολόκληρη την παρτίδα, απέτυχα παταγωδώς, εξαιτίας αυτών των γελοίων πιονιών από ψίχα, τα μισά από τα οποία είχα πασαλείψει με σκόνη, για να φαίνονται πιο σκούρα.

Τις επόμενες μέρες αγωνίστηκα σκληρά: πέντε, δέκα, είκοσι φορές αναγκάστηκα ν’ αρχίσω και πάλι από την αρχή αυτήν την παρτίδα. Αλλά ποιος άλλος στον κόσμο είχε τόσο αχρησιμοποίητο κι ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του; Ποιος μπορούσε να με συναγωνιστεί σ’ αυτόν τον τομέα εμένα, τον σκλάβο του Τίποτα; Ποιος ένιωθε τέτοια απληστία για μάθηση; Ποιος είχε τέτοια υπομονή; Μετά από έξι μέρες κατάφερα να παίξω αυτήν την παρτίδα χωρίς λάθος. Μετά από άλλες οχτώ μέρες δεν χρειαζόμουν τα ψίχουλα στο σεντόνι μου για να παρακολουθώ τις μετακινήσεις των πιονιών. Κι όταν πέρασε άλλη μια εβδομάδα, παράτησα και το σεντόνι εντελώς. Τα σύμβολα Α1, Α2, Γ7, Γ8, που στην αρχή μού είχαν φανεί τόσο αφηρημένα, άρχισαν να αποκτούν συγκεκριμένη σημασία μέσα στο μυαλό μου και να παίρνουν τη μορφή ορατών εικόνων. Η μετατροπή είχε επιτευχθεί: είχα καταφέρει να προβάλω στο μυαλό μου τη σκακιέρα και τα πιόνια της. Η απλή αναφορά των συγκεκριμένων θέσεων μου έφερνε αμέσως στον νου την ακριβή εικόνα της κατάστασης. Έφτασα κι εγώ στο επίπεδο του εξασκημένου μουσικού, που του αρκεί να δει την παρτιτούρα για ν’ ακούσει όλες τις φωνές και τις αρμονίες τους. Μου χρειάστηκαν άλλες δεκαπέντε μέρες για να μάθω απ’ έξω όλες τις παρτίδες που αναφέρονταν στο βιβλίο.

_______________________

~ Stefan Zweig, Σκακιστική νουβέλα, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, εκδόσεις Άγρα, 2008

   Πηγή: dimartblog.com

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

 

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -