Ναζίμ Χικμέτ – Ο Κέλογλαν


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Κέλογλαν που ζούσε με τη μάνα του. Ήτανε άνθρωποι φτωχοί. Ο Κέλογλαν δούλευε Από το πρωί ίσαμε το βράδυ, μα με τα λεφτά που ’βγάζε δεν μπορούσε ν’ αγοράσει ούτε ένα καρβέλι ψωμί. Αν δεν τους βοηθούσανε οι γειτόνοι μάνα και γιός θα πέθαιναν της πείνας.

Μια μέρα ένας γείτονας δίνει στον Κέλογλαν ένα τσεκούρι και μια τριχιά και τού λέει:

– Κέλογλαν, τράβα στο βουνό να κόψεις ξύλα να τα πουλήσεις στο παζάρι. Με τα λεφτά που θα πάρεις θα θρέψεις τη μάνα σου και τον εαυτό σου, κι αν όλα πάνε καλά μπορείς να παντρευτείς και την κόρη του βασιλιά.

Ο Κέλογλαν ευχαρίστησε τον γείτονα, έβαλε στο σακούλι του το μισό καρβέλι που του είχε περισσέψει από το βράδυ, και με το τσεκούρι κάτω από τη μασχάλη και το σκοινί στον ώμο τράβηξε για το βουνό.

Σαν έφτασε στην κορφή του βουνού έφτιαξε μια καλύβα καταμεσής στο δάσος για να περνάει τις νύχτες του. Ύστερα άρχισε να κόβει ξύλα. Μια μέρα, δυό μέρες, τρεις μέρες έκοβε και στοίβαζε ξύλα ο Κέλογλαν στο βουνό.

Στους έξι μήνες πάνω, να θέλω μια χρυσή!

Ο έμπορας δέχτηκε. Πήρε πέντε φορτώματα κι έδωσε πέντε χρυσές. Με τις χρυσές στο χέρι, ο Κέλογλαν παίρνει το δρόμο του γυρισμού και έχει στο μυαλό τη μάνα του:

–              Μάνα μάνα, θα της πει, να πέντε χρυσές. Με τη μια να ψωνίσεις φαγώσιμα για το σπίτι, με την άλλη ρούχα να ντυθείς. ‘Ύστερα τράβα στο παλάτι και ζήτα την κόρη τού βασιλιά για γυναίκα μου.


Μα καθώς πήγαινε και σκεφτότανε όλα αυτά, συνάντησε κάποιον που ήταν έτοιμος να πνίξει μια γάτα.

–              Μη μπάρμπα, μη την πνίξεις τη γατούλα. Πούλησέ την μου και θα σου δώσω όσα μου ζητήσεις.

–              Μια χρυσή, του λέει εκείνος, και η γάτα είναι δική σου.

Δίνει τα λεφτά ο Κέλογλαν, παίρνει τη γάτα από τα χέρια του και την αφήνει ελεύθερη. Μα εκείνη δεν έλεγε να φύγει από κοντά του.

Έτσι, μπρος αυτός πίσω ή γάτα, στον δρόμο για την πολιτεία ανταμώσανε ένα γέρο. Τούτος κρατούσε ένα σκυλί κι ήτανε έτοιμος να το σκοτώσει.

–              Μη το σκοτώσεις το σκυλί μπάρμπα, του λέει ο Κέλογλαν. Πούλησέ το μου και θα σού δώσω όσα θέλεις.

–              Δύο χρυσές, τού λέει ο γέρος, και ο σκύλος χάρισμά σου.

Τώρα, πίσω από τον Κέλογλαν μαζί με τη γάτα έτρεχε και ο σκύλος. Καθώς πήγαιναν, αντάμωσαν μια γριά που ήθελε να σκοτώσει ένα φίδι. Με δύο χρυσές γλίτωσε και το φίδι. Ο Κέλογλαν σκεφτόταν: Ό κόπος μου έξι μηνών πήγε χαμένος. Μά δέν βαριέσαι, μέ πέντε χρυσές γλίτωσα τρεις ζωές.

Εκείνη τη στιγμή ακούει το φίδι να του λέει:

–              Άνθρωπέ μου σου χρωστάω τη ζωή μου. Θα σού κάνω κι εγώ ένα καλό να το θυμάσαι όσο ζεις. Εγώ που με βλέπεις δεν είμαι φίδι. Είμαι γιός του βασιλιά των Ξωτικών. Άντε να πάμε στον πατέρα μου να του ζητήσεις ότι θέλεις. Μα όταν βρεθείς μπροστά του, να του ζητήσεις τη σφραγίδα πού ’χει κάτω από τη γλώσσα του. Αν σου τη δώσει έχει καλώς, αν δεν σου τη δώσει μη γυρέψεις τίποτα άλλο. Κατάλαβες;

–              Κατάλαβα απαντάει ο Κέλογλαν.

Και το φίδι:

–              Η χώρα μας είναι πολύ μακριά Από Εδώ, του λέει. Περπατώντας δεν φτάνουμε ούτε σε δέκα χρόνια. Έλα, ανέβα στη ράχη μου να φτάσουμε γρήγορα.

Προτού τελειώσει τον λόγο του το φίδι τινάζεται και γίνεται με μιας άλογο.

Ο Κέλογλαν πηδάει στην πλάτη του άλογου και από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε στο παλάτι του βασιλιά των Ξωτικών.

Στην αυλή του παλατιού, το άλογο τινάζεται πάλι και γίνεται ένα πανέμορφο παλικάρι. Πήρε από το χέρι τον Κέλογλαν και τον παρουσίασε στον βασιλιά πατέρα του, που καθότανε σε χρυσαφένιο θρόνο στολισμένο με διαμάντια και μαργαριτάρια.

Ο γιός του βασιλιά διηγήθηκε στον πατέρα του τον κίνδυνο πού πέρασε. Κι εκείνος γυρνώντας στον Κέλογλαν τού λέει:

–              Ζήτησέ μου ο,τι θέλεις.

Φυσικά ο Κέλογλαν ζήτησε τη σφραγίδα που είχε ο βασιλιάς κάτω από τη γλώσσα του.

–              Θα σου δώσω ο,τι άλλο θέλεις, μα μη μου ζητάς τη σφραγίδα μου.

Ο Κέλογλαν επιμένει.

–              Αν είναι να μου δώσεις τη σφραγίδα έχει καλώς, αν όχι να ’χεις την υγεία σου, δεν θέλω τίποτα άλλο.

Έτσι ο βασιλιάς αναγκάστηκε να δώσει τη σφραγίδα.

Ο Καλολέν πήρε τη σφραγίδα, ευχαρίστησε τον βασιλιά και πήρε ξανά το δρόμο για την πολιτεία. Περπάτησε μια μέρα, δυο μέρες, ένα μήνα άλλα δεν έλεγε να φτάσει. Κάποιο πρωινό καθώς ξεκουραζότανε δίπλα σε μια πηγή, ακούει τον γιο του βασιλιά των Ξωτικών να τού λέει:

–              Γλείψε τη σφραγίδα που πήρες από τον πατέρα μου και θα παρουσιαστεί μπροστά σου ένας Αράπης. Θα κάνει αμέσως ότι τού ζητήσεις.

Έτσι έκανε ο Κέλογλαν και να σου ένας θεόρατος Αράπης. Το πάνω χείλος του ακουμπούσε στον ουρανό και το κάτω στη γη.

–              Πρόσταζε αφέντη, του λέει.

Ο Κέλογλαν στην αρχή φοβήθηκε, η πείνα όμως που του έκοβε το στομάχι νίκησε το φόβο του.

–              Στρώσε μου τραπέζι να φάω, λέει στον Αράπη .Προτού τελειώσει το λόγο του, βρέθηκε καθισμένος σ’ ένα απ’ όπου έλειπε μόνο τού πουλιού το γάλα.

Ο Κέλογλαν σαν έφαγε διατάζει τον Αράπη.

–              Έ, τώρα να με πας στο σπίτι μου.

Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο του και ο Κέλογλαν βρέθηκε μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού του. Σαν είδε η μάνα το γιο της τα χάσε από τη χαρά της. Η καημένη η γυναικούλα, με τον καημό του παιδιού της από τη μια και την πείνα από την άλλη, είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Ο Κέλογλαν έγλειψε πάλι τη σφραγίδα και ζήτησε άλλο ένα στρωμένο τραπέζι. Ο Αράπης εκτέλεσε Αμέσως τη διαταγή. Την ώρα του καφέ λέει ο γιός στη μάνα του:

–              Τώρα πια μάνα θα πας να ζητήσεις την κόρη τού βασιλιά.

Τί να έκανε; Ό γιος της επέμενε. Σηκώνεται λοιπόν και πάει στο παλάτι. Οι άνθρωποι τού βασιλιά όμως την νόμισαν ζητιάνα και πριν καλά να πλησιάσει στην πόρτα της έδωσαν πέντε – δέκα λεφτά στο χέρι και την έδιωξαν.

‘Όταν γύρισε στο σπίτι και τα είπε στο γιο της, αυτός θύμωσε.

–              Μάνα, μάνα, της λέει, ζητιάνα είσαι εσύ και δέχτηκες τα λεφτά τους; Εγώ θέλω την κόρη του βασιλιά. Πήγαινε να τη ζητήσεις.

Παίρνει πάλι το δρόμο για το παλάτι η γυναικούλα. Αυτή τη φορά όμως δεν πήρε τα λεφτά και επέμενε να δει τον βασιλιά:

–              Δεν θέλω λεφτά, τους λέει. Πρέπει να δω τον βασιλιά. Έχω κάτι να του πω.

Ειδοποίησαν τότε τον βασιλιά. Η μάνα του Κέλογλαν σαν παρουσιάστηκε μπροστά του:

–              Βασιλιά μου, λέει, ήρθα να ζητήσω το χέρι της κόρης σου για τον μονάκριβό μου γιο. Δεν έχω τίποτα άλλο σ’ αυτό τον κόσμο.

Ο βασιλιάς εκείνη την ημέρα είχε τα κέφια του. Θα μπορούσε να τη διώξει, θα μπορούσε να τη σκοτώσει. Δεν το έκανε, αλλά, για καλή της τύχη -είπαμε ότι ο βασιλιάς ήταν στις χαρές του- «ας διασκεδάσω λιγάκι μαζί της», σκέφτηκε.

–              Δεν έχω αντίρρηση, της απαντάει, μόνο πού πρέπει ό γιος σου να φτιάξει ένα παλάτι εδώ δίπλα στο δικό μου και μετά όλα θα γίνουν όπως θέλεις. Πρόσεξε όμως, αν το παλάτι δεν είναι έτοιμο μέσα σε σαράντα μέρες, τότε θα του κόψω το κεφάλι.

Η μάνα γύρισε σπίτι πολύ στενοχωρημένη. Έκλαιγε και μίλαγε, έκλαιγε και διηγότανε στο γιο της τα όσα έγιναν

Ο Κέλογλαν, όμως, που άκουγε την μάνα του να τού λέει τις απαιτήσεις του βασιλιά, δεν ανησύχησε καθόλου. ’Αντίθετα μάλιστα· γέλασε.

Οι ημέρες περνούσαν. Η αγωνία της μάνας για την τύχη του γιου της μεγάλωνε.

Μια βραδιά στις σαράντα μέρες πάνω, ο Κέλογλαν πήγε σε μια ερημιά και έγλειψε τη σφραγίδα. Να σου τότε και εμφανίζεται ο Αράπης.

–              Θέλω, τού λέει ο Κέλογλαν, να μού στήσεις ένα παλάτι κατάντικρυ στου βασιλιά, έτσι πού ετουτουνού να μοιάζει κοτέτσι.

–              Όπως διατάζεις, τού απαντάει ο Αράπης και φεύγει.

Το ξημέρωμα γύρισε ο Αράπης.

–              Όλα έγιναν όπως πρόσταζες του λέει. Το παλάτι είναι έτοιμο.

–              Πήγαινε τώρα να το στολίσεις, λέει ο Κέλογλαν. Τα έπιπλά να ’ναι από ατόφιο χρυσάφι και ατόφιο ασήμι.

Το πρωί ό βασιλιάς σαν ξύπνησε και κοίταξε έξω από το παράθυρό του, τάχασε. Απέναντι από το δικό του παλάτι υπήρχε τώρα ένα άλλο, δέκα φορές πιο ψηλό και πιο ωραίο.

ΑΣ αφήσουμε εμείς τον βασιλιά στην περιέργειά του και ας γυρίσουμε στον Κέλογλαν που κάλεσε πάλι τον Αράπη.

–              Φέρε μου μια φορεσιά μεταξωτή και κεντητή. Και ένα άλογο από τα καλύτερα.

Σε λίγο ντύθηκε, καβάλησε το άλογο και παίρνει το δρόμο για το παλάτι. Μια και δύο παρουσιάζεται στον βασιλιά.

–              ‘Ορίστε, του λέει, το παλάτι που ζήτησες. Κράτα και εσύ τον λόγο σου και δώσε μου την κόρη σου για γυναίκα μου.

Ο βασιλιάς τώρα βρήκε άλλη δικαιολογία να μη δώσει την κόρη του:

–              Πρέπει, λέει, να της ράψεις ένα νυφικό στολισμένο με χρυσάφια, διαμάντια και μαργαριτάρια. Μετά θα παντρευτείτε.

Σαν έγινε κι αυτό με τη βοήθεια του Άράπη, ο βασιλιάς κατάλαβε πώς δεν θα είχε γλιτωμό. Κάλεσε τους χοτζάδες και έκανε τους γάμους. Και μετά:

–              Να στήσεις, τού λέει μια γέφυρα ανάμεσα στα δύο παλάτια να περάσει η κόρη μου.

Ο Κέλογλαν αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά, διέταξε στον Αράπη τη γέφυρα, και σε λίγο η κόρη του βασιλιά την περνούσε. Ήτανε πια στο παλάτι τους.

Από τότε πέρασαν μήνες. Η κόρη του βασιλιά περίεργη καθώς ήτανε σαν γυναίκα ήθελε να μάθει το μυστικό του Κέλογλαν.

–              Αν μ’ αγαπάς να μού πεις το μυστικό σου, του λέει.

Ο Κέλογλαν αγαπούσε πολύ την κόρη του βασιλιά και της έδωσε τη σφραγίδα. Την ώρα εκείνη που περιεργαζότανε τη σφραγίδα μπαίνει ο εχθρός του Κέλογλαν ο βεζίρης, πού κρυφάκουγε, και αρπάζει τη σφραγίδα από τα χέρια της βασιλοπούλας. Ό βεζίρης έγλειψε τη σφραγίδα και εμφανίστηκε μπροστά του ο Άράπης.

–              Στις διαταγές σου, του λέει.

–              Διώξε από εδώ τον Κέλογλαν και το παλάτι του ριχτό στην άλλη άκρη της θάλασσας.

Έτσι κι έκανε ο Αραπης.

Ο Κέλογλαν πήγε στον βασιλιά και του διηγήθηκε ο,τι συνέβη. Εκείνος όμως θύμωσε και έριξε τον Κέλογλαν στην φυλακή.

Την ίδια ώρα η γάτα και ο σκύλος πού τάχε γλιτώσει ο Κέλογλαν μάθανε το πάθημά του.

Λέει o σκύλος στη γάτα:

–              Σειρά μας τώρα να γλιτώσουμε εμείς τον Κέλογλαν.

Ανέβηκε η γάτα στη ράχη του σκύλου και κολυμπώντας φτάσανε στο νησί όπου ήτανε η φυλακή του Κέλογλαν. Βρήκανε τρόπο, τον γλιτώσανε, και οι τρεις μαζί φτάσανε στην άλλη άκρη της θάλασσας, στο παλάτι που ζούσε τώρα ο Βεζίρης. Η γάτα γαργάλησε με την ούρα της τη μύτη του Βεζίρη, εκείνος φτερνίστηκε και του φύγε η σφραγίδα που την φύλαγε κάτω από τη γλώσσα του.

Την άρπαξε ο Κέλογλαν, την έγλειφε και πρόσταζε στον Αράπη πού παρουσιάστηκε ευθύς μπροστά του.

–              Πάρε τον Βεζίρη και πέταξέ τον πίσω από τον Καύκασο. Ύστερα πάρε το παλάτι και βάλ’ το σε μέρος πού να μην το φτάνει ο βασιλιάς.

Ο Αράπης έκανε ότι τον πρόσταζε ο Κέλογλαν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έφερε και τη μάνα του Κέλογλαν στο παλάτι. Μάνα, γιος, νύφη, γάτα και σκυλί ζήσανε χρόνια πολλά και ευτυχισμένα.

Ο Κέλογλαν δεν σταμάτησε να κάνει καλοσύνες. Κι η κόρη του βασιλιά δεν ζητούσε πια να μάθει για πράγματα πού δεν της έπεφτε λόγος.

***

Ναζίμ Χικμέτ – Το ερωτευμένο σύννεφο 

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -