Ε. Παπανούτσος – Η εκούσια κατάρρευση


Όσοι ανατρέφουν, εκπαιδεύουν ή διοικούν ανθρώπους ας διαβάσουν με προσοχή αυτήν εδώ την εξομολόγηση που κάνει ο Πιετσόριν μέσα στο περίφημο μυθιστόρημα του Ρώσου συγγραφέα Μιχαήλ Λέρμοντοβ «Ένας ήρωας του καιρού μας» (1840):

«Ναι , αυτή ήταν η μοίρα μου από τα παιδικά μου χρόνια. Όλοι διαβάζανε στο πρόσωπό μου τα σημάδια κακών κλίσεων που πραγματικά δεν είχα. Τις υπέθεταν, και αυτές γεννήθηκαν μέσα μου. Ημουνα σεμνός, και με κατηγορούσαν για υποκρισία έγινα πανούργος… Είχα τη διάθεση ν’ αγαπήσω τον κόσμο ολόκληρο, αλλά κανείς δεν με καταλάβαινε, και έμαθα να τον μισώ. Η νεότητά μου, η άχρωμη, εξαντλήθηκε μέσα στους αγώνες μου εναντίον του εαυτού μου και εναντίον του κόσμου ολόκληρου.

Επειδή φοβόμουνα μήπως με περιγελάσουν, παράχωσα τα ευγενέστερα αισθήματά μου στο βάθος της καρδιάς μου — και εκεί πέθαναν. Έλεγα την αλήθεια, αλλά δεν με πίστευαν και έγινα ψεύτης… Αρρώστησα Ηθικά το μισό μέρος της ψυχής μου δεν υπήρχε πια, είχε ξεραθεί, είχε πεθάνει. Το κοψα, το πέταξα, Αλλά το άλλο μισό εξακολουθούσε να κινείται και να ζει έτοιμο πάντοτε, να προσφέρει υπηρεσία σε όλο τον κόσμο».

Μέσα στις λίγες αυτές γραμμές (απόσταγμα σοφίας που χρειάστηκαν εκατοντάδες τόμοι ψυχολογικών μελετών για να αποκαλυφτεί στους επιστήμονες του καιρού μας) γίνεται η διάγνωση μιας διαστροφής και διαγράφεται η μέθοδος για την πρόληψή της — με οξυδέρκεια που αποδείχνει ότι οι προικισμένοι με παρατηρητικότητα και πλούσιοι από προσωπικές εμπειρίες μυθιστοριογράφοι είναι οι καλύτεροι ανατόμοι της ανθρώπινης ψυχής.

Τίποτα δεν σκοτώνει μέσα μας την αρετή, κατά την ευρύχωρη έννοια του όρου, δηλαδή την ειλικρίνεια και την τιμιότητα, την αγνότητα και την αγάπη της αλήθειας, την ευγένεια των αισθημάτων και τη φιλαλληλία, όσο η παρεξήγηση των προθέσεων, η άδικη κρίση των πράξεων μας, η δυσπιστία και η καχυποψία των ανθρώπων που τιμούμε (γονιών, δασκάλων, προϊσταμένων, συζύγων, φίλων), απέναντι στην πιο καλοπροαίρετη προσφορά μας, η περιφρόνηση και τα πικρά τους λόγια, ο μοχθηρός και χαιρέκακος σαρκασμός τους την ώρα που δοκιμάζεται, αβέβαιη και τρομαγμένη, η σωματική και η ψυχική μας δύναμη.

Αυτή τη βαριά ατμόσφαιρα — όχι απλώς την ακατανοησία και την έλλειψη επιείκειας, αλλά την επιθετική κακότητα που πληγώνει χωρίς έλεος — δεν την αντέχει ο άνθρωπος. Και κάποτε (οι περιπτώσεις δεν είναι όσο νομίζομε σπάνιες) αντιδρά όχι θετικά, όπως θα περίμενε κανείς, άλλα αρνητικά. Δεν προσπαθεί να αναιρέσει τους άδικους χαρακτηρισμούς φωτίζοντας όσο μπορεί περισσότερο και· επιδείχνοντάς την αγαθή πλευρά της προσωπικότητας του με πράξεις πειστικές, αλλά παραδίνεται σε μια φοβερή και ακαταμάχητη μανίαν αυτοκαταστροφής — ο ίδιος ακρωτηριάζει την ψυχή του. Αφήνει να ξεραθούν τα ήμερα και εύχυμα, και να φουντώσουν τα άγρια και δύσοσμα κλαδιά της. Σα να χτυπάει με λύσσα απάνω του τους άλλους που θέλει να τους τιμωρήσει επειδή τον αδικούν.

— Τέτοιον λοιπόν με βλέπετε: δόλιο, ψεύτη, ανίκανο, πρόστυχο, γελοίο; Τέτοιος θα είμαι: δόλιος, ψεύτης, ανίκανος, πρόστυχος, γελοίος. Είστε ευχαριστημένοι; Εγώ δεν τον ήθελα αυτό τον ξεπεσμό εσείς τον φέρατε με τον εξευτελισμό που μου κάνατε. Δικό σας έργο είναι, δική σας η ένοχή, όχι δική μου…

Κρίσιμη για τον άνθρωπο είναι η ώρα που ετοιμάζεται να μπει στο στίβο της ζωής και ν’ αποδυθεί στο σκληρό, στον αδυσώπητο αγώνα της. Ευτυχείς εκείνοι (άλλα πόσοι είναι;) που τότε δεν έρχονται σε ρήξη με τον κύκλο τους, που βρήκαν στους γύρω τους στοργή, κατανόηση, επιείκεια, και ακούνε στις δύσκολες στιγμές τους ένα «καλό λόγο», ενθαρρυντικό, παραμυθητικό, φιλικό.

Αυτοί δεν εκτροχιάζονται, δεν κινδυνεύουν να πνίξουν μέσα τους τον καλύτερο εαυτό τους. Τούς άλλους να κλαίμε που θα ατυχήσουν και θα αναγκαστούν (από την απερισκεψία, την κακεντρέχεια, το φθόνο των συνανθρώπων τους) να συγκρουστούν με τη «μικρή» στην αρχή, τη «μεγάλη» έπειτα κοινωνία-ο κίνδυνος να γίνουν οι ίδιοι θύματα του μίσους και του φόβου τους είναι μεγάλος. Δεν εγκαταλείπουν απλώς αβοήθητο, κάποτε μόνοι τους σπρώχνουν τον πληγωμένο και έντρομο εαυτό τους στο γκρεμό — μ’ εκείνη τη σατανική χαρά που δίνει το κακό και όταν ακόμα γίνεται από τα χέρια τα δικά μας απάνω μας. Αν τους ζητήσετε το λόγο αυτής της εκούσιας κατάρρευσης, της ηθικής αυτοκτονίας, θα εξομολογηθούν σαν τον ηρώα του Λέρμοντοβ:


—Ήμουν σεμνός και με κατηγορούσαν για υποκρισία-έγινα πανούργος…

— Είχα τη διάθεση ν’ αγαπήσω τον κόσμο ολόκληρο, αλλά κανείς δεν με κατάλαβε, και έμαθα να τον μισώ.

—Αγαπούσα την αλήθεια, αλλά δεν με πίστευαν- έγινα ψεύτης.

—Επειδή φοβόμουνα μήπως με περιγελάσουν, παράχωσα τα ευγενέστερα αισθήματά μου στο βάθος της καρδιάς μου, και κει πέθαναν… —

Στη δικαιολογημένη απορία: γιατί ν’ αντιδρούμε με αυτό τον παράλογο τρόπο στη δύσπιστη και αποθαρρυντική, στην εχθρική συμπεριφορά των άλλων απέναντι μας, η τολμηρή εξερεύνηση του ψυχικού υπεδάφους από τη σύγχρονη ψυχολογία του βάθους έχει δώσει την απάντηση. Ο άνθρωπος από τη φύση και τη μακραίωνη εμπειρία του έμφοβο ον, βασανίζεται σε όλες τις φάσεις και τις εκδηλώσεις της ζωής του από την αμφιβολία. Αμφιβάλλει για τις δυνάμεις και τις ικανότητές του, για την καλή εμφάνιση και την υγεία του, για το πνεύμα και την αρετή του — ακόμα και αν δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι μειονεκτεί και ότι είναι αναπόφευκτη η αποτυχία του. ’Επειδή κατά κανόνα επιδιώκει πάντοτε περισσότερα απ’ όσα μπορεί να φτάσει, υποφέρει από μια χρόνιαν αρρώστια: την αβεβαιότητα. Δεν είναι ποτέ σίγουρος ότι θα επιτύχει το στόχο που σκοπεύει.Αλλά και  όταν η τύχη τον ευνοήσει δικαιώνοντας το μόχθο και τις θυσίες του, πάλι φοβάται ότι δεν θα διατηρήσει τα αποκτημένα·

Η ανασφάλεια είναι μεγαλύτερη στον ηθικό αγώνα. Εδώ η πάλη με τα πάθη είναι δεινή, γιατί η έλξη του πονηρού γίνεται τόσο πιο ισχυρή όσο αντιστεκόμαστε με πείσμα στον πειρασμό. ‘Η σοφία όλων των λαών έχει ομόφωνα πιστοποιήσει ότι της κακίας ο δρόμος είναι απότομος και κατηφορικός, ότι επομένως όσο πιο ψηλά έχομε ανέβει στην κλίμακα του καλού, τόσο περισσότερο κινδυνεύομε να γκρεμιστούμε με το παραμικρό παραπάτημα· Σ’ αυτή την κατάσταση της μόνιμης, της μαρτυρικής αμφιβολίας εύκολα καταλαβαίνουμε πόσο ο πικρόχολος ή ο περιγελαστικός λόγος του άλλου εις βάρος μας μπορεί να φέρει την καταστροφή μας.

Φωνάξετε στον έντρομο άνθρωπο που αγωνίζεται ν’ αναρριχηθεί σε μια ψηλή, ταλαντευόμενη από το βάρος του σκάλα: «Πού πας, ανόητε, με αυτά· τα χάλια; δεν βλέπεις ότι θα τσακιστείς;» και ενενήντα φορές στις εκατό ο περιδεής αναβάτης θα κατρακυλήσει. Θα τον εγκαταλείψουν και οι λίγες δυνάμεις που έχουν περισωθεί από την αμφιβολία του, θα χάσει τον έλεγχο των κινήσεων του και θα σωριαστεί.

Μια ψηλή, πανύψηλη και ετοιμόρροπη ανεμόσκαλα είναι και του ηθικού αθλήματος το όργανο. Την ανεβαίνομε (όσοι την ανεβαίνομε) τρεκλίζοντας, με τρόμο κρατώντας την ισορροπία σε κάθε μας πάτημα. Μάς τρώει ή αμφιβολία: «Είναι τάχα γνήσια ή αρετή μου; μήπως δεν είναι η φρόνηση, το αίσθημα του χρέους πού με παρακινεί να πράξω το καλό, άλλα το συμφέρον, ή ματαιοδοξία; Και θα μείνω εδώ που έφτασα, ή γρήγορα θα με νικήσει και θα με ντροπιάσει ο πειρασμός;»

Εάν την ώρα εκείνη οι «άλλοι» πού μας έχουν επιβληθεί με το κύρος της θέσης τους, μας πετάξουν κατά πρόσωπο την καταδίκη και την καταφρόνια τους: «Πονηρέ, ποιόν πας να γελάσεις; Είσαι ψεύτης και υποκριτής, ένας ευτελής κατεργάρης!» η καταστροφή έγινε. ’Εκείνοι — λέμε— έχουν διαβάσει μέσα μου καλύτερα από μένα- ανακάλυψαν τις πραγματικές προθέσεις μου’ δεν έχω καθαρή καρδιά, κι’ ας φαίνονται καθαρά τα χέρια μου. Και τότε μαζί με την πίστη μας κατατροπώνεται και η αρετή μας· Τέτοια είναι η δύναμη της υποβολής.

Κοντά σ’ αυτό το μηχανισμό λειτουργεί κ’ ένας άλλος. Θύματα του λόγου του κακού, της υποβολιμαίας αδυναμίας μας αφήσαμε το σκοινί και  γκρεμιστήκαμε αλλά αισθανόμαστε ότι έχομε αδικηθεί, δεν αξίζαμε αυτή τη μεταχείριση- αν κάποιος μας έδινε το χέρι του, την κρίσιμη ώρα, θα είχαμε σωθεί, όλοι όμως μας έσπρωξαν ύπουλα για να κατρακυλήσομε και το πέτυχαν…— Και έρχεται ακατανίκητη η διάθεση της εκδίκησης· Μιας εκδίκησης που στην περίπτωσή μας γίνεται με τον πιο παράλογο τρόπο: Χτυπάμε τον εαυτό μας επειδή δεν μπορούμε να πλήξομε- αυτόν που θέλομε να τιμωρήσομε. Στη θέση του εχθρού βάζομε ένα υποκατάστατο του και το πληγώνομε αισθανόμενοι μια παράξενη ικανοποίηση, με όλο που το υποκατάστατο του εχθρού είναι ο εαυτός μας’ αυτός καταβάλλει το τίμημα που εκείνος έπρεπε να πληρώσει. Τέτοιος είναι ο παραλογισμός αυτής της παιδιάστικης μαγείας: αυτοτιμωρούμαστε για να εκδικηθούμε.

— Γίνομαι βλάκας, πρόστυχος, κυνικός, όπως το πρόβλεψες. Να ιδούμε, θα  ευχαριστηθείς η θα φρίξεις και θα αηδιάσεις; Δεν θα τρομοκρατηθείς και συ με τη σειρά σου;

Με τα παραπάνω δεν εξαντλούμε την ανάλυση του φαινομένου. Για να είναι (περίπου) πλήρης η εξίσωσή μας, πρέπει να βάλομε στον τύπο της δύο ακόμη όρους τουλάχιστον.

Πρώτο, να αναφέρομε το νόμο της «οικονομίας της προσπάθειας» αυτός μας κάνει να προτιμούμε τις εύκολες λύσεις που ποτέ σχεδόν δεν είναι οι σωστές. Στην περίπτωσή μας: πιο εύκολα μπορώ να επαληθεύσω τον κατήγορό μου ξεπέφτοντας, παρά να τον διαψεύσω με την απόδειξη της αρετής μου — δεν έχω παρά να «αφεθώ» (όπως θα έλεγε ο Καβάφης) στα πάθη μου.

Δεύτερο, να θυμίσομε ότι ο άνθρωπος αγαπάει να μεταθέτει στους άλλους την υπαιτιότητα των εκτροπών του, για ν’ ανακουφίζεται από το βάρος της ενοχής:

Τι φταίω αν έγινα τέτοιος που είμαι; ξεκίνησα με τις καλύτερες προθέσεις, οι άλλοι τις σκότωσαν μέσα μου με την κακότητά τους. Τώρα ας χαρούν το κατόρθωμά τους προσθέτοντας ένα ακόμη ελεεινό υποκείμενο στη συλλογή τους…

Δυστυχώς για την αξιοπρέπεια του γένους μας, ο άνθρωπος καταδέχεται να παίζει το ρόλο του θύματος (έστω και αν αυτός τον ταπεινώνει) γιατί μια τέτοια αυταπάτη τον βολεύει. —

Οι γιατροί γνωρίζουν ότι άμα τεθεί σωστά η διάγνωση της υφής μιας αρρώστιας, δεν αργούν να βρεθούν, αν όχι τα θεραπευτικά, τουλάχιστο τα προληπτικά μέσα για την αντιμετώπιση της. Αν λοιπόν ορθά διαγνώσαμε ότι η «νόσος του Πιετσόριν» (ας την ονομάσομε έτσι για να τιμήσομε τον Λέρμοντοβ που την παρουσίασε τόσο ζωηρά) παθογόνο αίτιο έχει τη δυσπιστία και  την έλλειψη κατανόησης, το σαρκασμό και την περιφρόνηση που συναντά ο πάντοτε ετοιμόρροπος άνθρωπος στον κύκλο των ανόητων η κακεντρεχών όμοιων του, το πιο αποτελεσματικό μέσον για να την προλάβομε και να βοηθήσομε όσους από ψυχική προδιάθεση και από τις συνθήκες της ζωής τους υπόκεινται στην προσβολή είναι — εδώ μπορούμε να μιλήσομε μονολεκτικά: η αγάπη.

Άλλο κλειδί δεν ξέρω να υπάρχει, που ν’ ανοίγει την καρδιά του ανθρώπου και να τη γεμίζει φως και ευγένεια.

***

Ε. Π.Παπανούτσος, «Το δίκαιο της πυγμής», εκδόσεις Δωδώνη, (1975)

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -