Ιμμάνουελ Καντ – Μια βαθιά μοναξιά είναι υπέροχη, αλλά εμπνέει τρόμο


Θα δώσω μόνο ένα παράδειγμα του ευγενούς τρόμου που μπορεί να εμπνεύσει η εικόνα της απόλυτης μοναξιάς παραθέτοντας μερικά αποσπάσματα από το ονειροπόλημα του Carazan*

Ο φιλάργυρος αυτός όσο έβλεπε την περιουσία του να μεγαλώνει, τόσο γινόταν ανάλγητος απέναντι στον πλησίον του. Αλλά, ενώ έσβηνε η αγάπη του για τους ανθρώπους, ο θρησκευτικός του ζήλος δεν έπαυε να αυξάνει. Μετά από αυτήν την ομολογία, ο Carazan συνεχίζει:

«Ένα βράδυ που έκανα τους λογαριασμούς μου και υπολόγιζα τα κέρδη μου, αποκοιμήθηκα κάτω από το φως της λάμπας. Και είδα τον άγγελο του θανάτου να χιμάει πάνω μου και μέσα στη στροφοδίνη του να μου καταφέρνει ένα τρομερό χτύπημα πριν να προλάβω να ζητήσω έλεος. Το αίμα μου πάγωσε όταν αντιλήφθηκα ότι η απόφαση είχε ληφθεί και ότι δεν μπορούσα να προσθέσω πλέον τίποτε στο καλό, ούτε να αφαιρέσω τίποτε από το κακό που είχα κάνει. Με οδήγησαν μπροστά στο θρόνο αυτού που ενοικεί στον τρίτο ουρανό. Λαμπερό άστρο μου απηύθυνε τούτο το λόγο:

«Carazan, ο θεός απορρίπτει τη λατρεία που του απέδωσες. Σφάλισες την καρδιά σου στην αγάπη των ανθρώπων και με σιδερένιο χέρι διαφύλαξες τους θησαυρούς σου. Έζησες μόνο για σένα, θα ζήσεις μόνος αιωνίως, στερημένος κάθε κοινωνίας με την υπόλοιπη δημιουργία».

Εκείνη τη στιγμή, παρασύρθηκα από μια αόρατη δύναμη διατρέχοντας το περίλαμπρο οικοδόμημα της δημιουργίας. Σύντομα, είχα αφήσει πίσω μου αναρίθμητους κόσμους. Καθώς πλησίαζα το πέρας της φύσης, παρατήρησα ότι οι σκιές του ατέρμονου κενού έπεφταν μπροστά μου μέσα στην άβυσσο. Ένα τρομακτικό βασίλειο σιωπής και μοναξιάς, μια αιώνια νύχτα! Κυριεύτηκα από έναν ανείπωτο τρόμο. Τα τελευταία άστρα φαίνονταν πλέον ανεπαίσθητα, ήμουν βυθισμένος στο έσχατο σκότος.

Η αγωνία του θανάτου μεγάλωνε από στιγμή σε στιγμή, όσο απομακρυνόμουν από τον τελευταίο κατοικημένο κόσμο. Και σκέφτηκα, πλημμυρισμένος από μια απέραντη απελπισία, ότι, αγόμενος δέκα χιλιάδες φορές στη διάρκεια δέκα χιλιάδων χρόνων πέρα από τα σύνορα της δημιουργίας, θα συνέχιζα, χωρίς βοήθεια, ούτε ελπίδα επιστροφής, να βυθίζομαι σ’ αυτή την ατέλειωτη νύχτα ….


Μέσα στην σκοτοδίνη μου, έτεινα τα χέρια μου προς κάποιο αντικείμενο της πραγματικότητας τόσο ζωηρά που ξύπνησα.

Έτσι έμαθα να εκτιμώ τους ανθρώπους· γιατί, μέσα σ’ αυτή την ερημία, και τον πιο ταπεινό απ’ αυτούς, που μέσα στην αλαζονεία της ευτυχίας μου είχα απωθήσει, τον προτιμούσα απ’ όλους τους θησαυρούς της Γολκόνδης”

*(Brem. Magazin, τόμος IV, σελ. 539).

***

Την πολύ ωραία ιστορία αυτή μπορείτε να τη βρείτε στις σημειώσεις του βιβλίου του  Ιμμάνουελ Καντ  “To αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου”;

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -