Τομ Ρόμπινς – Ο Βασιλιάς των Κανιβάλων θέλει το μαμ του


ΟΤΑΝ ΤΑ ΚΟΚΟΡΙΑ ΠΟΥ ΣΚΑΛΙΖΟΥΝ στην αυλή του καλύτερου ξενοδοχείου του Μπραστάτζι με ξύπνησαν λαλώντας εκείνο το αχνιστό τροπικό χάραμα, προσωπικά δεν ένιωθα καμιά διάθεση να κοκορευτώ. Βλέποντας όμως τα πράγματα εκ των υστέρων, θα μπορούσα ίσως να συγχωρηθώ αν σηκωνόμουν από το κρεβάτι με κάποιο τουπέ, γιατί -όσο απίστευτο κι αν φαίνεται- πριν δύσει ο ήλιος της Σουμάτρας, εγώ, ένας σεμνός, σύγχρονος, πολιτισμένος κοινός θνητός που του αρέσουν τα ντόνατς και τα λαχανικά, δα κράδαινα το πρωτόγονο σκήπτρο μιας ανθρωποφάγας μοναρχίας. Μάλιστα: Τομ, ο Βασιλιάς των Κανιβάλων!

Η προηγούμενη μέρα ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα. Ένα μεγάλο μέρος της το περάσαμε σ’ έναν οικισμό στη ζούγκλα που λειτουργεί ως κέντρο αποκατάστασης ουραγκοτάγκων. Όχι, όχι, ο πληθυσμός των μεγάλων κόκκινων πιθήκων της Ινδονησίας δεν μαστίζεται από προβλήματα ναρκωτικών ή αλκοόλ, αλλά μερικά από αυτά τα αδέξια όμορφα ζώα (φανταστείτε μια διασταύρωση του Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ με τη Λουσίλ Μπολ και το Μωρό της Γκέρμπερ) υποφέρουν από έναν ακόμη πιο επικίνδυνο εθισμό. Επειδή τα πιάνουν από μωρά και τα κρατούν σαν οικιακά ζώα στα σπίτια των πλουσίων, τα ζώα συνηθίζουν τη συντροφιά των ανθρώπων και εθίζονται σ’ αυτήν. Όταν μεγαλώνουν και γίνονται πολύ μεγάλα και δυνατά για να μπορούν να ζήσουν σε σπίτι, οι κάτοχοι’ τους τα παραδίνουν σε μια κυβερνητική υπηρεσία που τα μεταφέρει στον οικισμό στη ζούγκλα, όπου τα μαθαίνουν βαθμιαία να τα βγάζουν πέρα μόνα τους και να μην εμπιστεύονται τους ανθρώπους. Εξαιρετική ιδέα, φυσικά, αφού θα ήταν εξαιρετικά συνετό για όλα τα ζωντανά πλάσματα σε αυτό τον πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, να μην εμπιστεύονται τους ανθρώπους. Αλλά ξεφεύγω από το θέμα μας.

Η μικρή ομάδα μας είχε έρθει στη νοτιοδυτική Σουμάτρα για να κάνει ράφτινγκ στον Άλας, ένα μακρινό ποτάμι που διασχίζει τη ζούγκλα, μια ασημόχρωμη διαδρομή που προσφέρει μερικά καλά σημεία με ορμητικό ρεύμα, αλλά κυρίως καθημερινές ευκαιρίες να δεις πραγματικά άγριους ουραγκοτάγκους και, αν ήμαστε τυχεροί, κανέναν ασιατικό ρινόκερο ή καμιά τίγρη. (Προσπαθούσαμε να μη σκεφτόμαστε πιθανές συναντήσεις με κόμπρες ή βουγγαρους.)

Μια εξερευνητική ομάδα της Σόμπεκ, μιας εταιρείας της Καλιφόρνιας που οργανώνει περιπετειώδεις διακοπές, είχε κάνει για πρώτη φορά ράφτινγκ τον Άλας πριν από μερικούς μήνες, κι εμείς -οχτώ πελάτες, τέσσερις οδηγοί της Σόμπεκ, και ένας ινδονήσιος δασοφύλακας που στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε βιβλία γουέστερν του Λουίς Λ’ Αμούρ- θα ήμαστε οι δεύτεροι ράφτερ που θα κάναμε τη διαδρομή.

Τόσο γαλήνια κρύβαμε τη νευρική μας έξαψη εκείνο το πρωί, που θα μπορούσε να μας πάρει κανείς για νερομολόχες σε κατασκήνωση προσκοπίνων. Αφού τσιμπολογήσαμε το πολυδιαφημισμένο «αμερικανικό μπρέκφαστ» του ξενοδοχείου (παγωμένα τηγανητά αυγά, φέτες παπάγια και επεξεργασμένο τυρί), ανεβήκαμε σ’ ένα κουτσομούρικο λεωφορειώδες όχημα αγνώστου κατασκευής που θα μας πήγαινε σ ένα σημείο βαθιά μέσα στους πράσινους λόφους όπου θα ρίχναμε τις φουσκωτές σχεδίες μας στο νερό.

Τα περιπετειώδη ταξίδια είναι εξ ορισμού απρόβλεπτα όμως, και δυστυχώς δεν φτάσαμε ποτέ στον Άλας -τουλάχιστον εκείνη τη μέρα. Εκμεταλλευόμενοι μια συμπτωματική πληροφορία που μας έδωσε ένας γεωλόγος της Μόμπιλ Όιλ, ότι σε λίγο θα γινόταν μια σπάνια ολοήμερη τελετή εκταφής σ’ ένα απομονωμένο χωριό της φυλής Κάρο Μπατάκ, κάναμε έναν κύκλο, παρκάραμε ανάμεσα σε δυο νεροβούβαλους και, ακολουθώντας το χονδροειδή χάρτη του γεωλόγου, συνεχίσαμε με μια πεζοπορία οχτώ χιλιομέτρων σ’ ένα περιβάλλον που ήταν ο παράδεισος του ανθρωπολόγου.


Αν εξαιρέσουμε μερικούς γεωλόγους που ψάχνουν πετρέλαιο, μερικούς υλοτόμους που ψάχνουν ξυλεία ή κανέναν παραπλανημένο χριστιανό ιεραπόστολο, οι Κάρο Μπατάκ δεν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή με γαλαζομάτηδες διαβόλους. Όμως, όταν -με τα γαλάζια μάτια μας διάπλατα σαν τσιπ του πόκερ- εμφανιστήκαμε ξαφνικά από το πουθενά, μας υποδέχτηκαν σαν επίτιμους καλεσμένους. Πραγματικά, τα φιλόξενα αισθήματά τους ήταν τόσο έντονα που, μετά από μια συνομιλία, οι αρχηγοί της φυλής δήλωσαν ότι ένα ζευγάρι από την ομάδα μας θα στεφθούν βασιλιάς και βασίλισσα για κείνη τη μέρα.

Η Μπεθ, μία από τους οδηγούς μας, ήταν πολύ δυνατή και πολύ γλυκιά ταυτόχρονα και, επομένως, ήταν μια λογική επιλογή για βασίλισσα. Γιατί διάλεξαν εμένα για βασιλιά δεν έχω ιδέα. Σίγουρα δεν είχε καμιά σχέση με τη λογοτεχνική μου φήμη, αν και είναι γνωστό ότι μερικοί μυθιστοριογράφοι ασκούν λεκτικό κανιβαλισμό, δαγκώνοντας και τρώγοντας λαίμαργα ο ένας τον άλλο σε κοκτέιλ πάρτι ή σε κριτικές.

Όπως και να έχει το πράγμα, οι οικοδεσπότες μας συνόδεψαν την Μπεθ κι εμένα σε διαφορετικές καλύβες όπου μας τύλιξαν με βασιλικά σαρόνγκ και άλλα πολύχρωμα ενδύματα και κρέμασαν στο λαιμό μας και στα μέλη μας γύρω στα δέκα κιλά κοσμήματα από συμπαγή χρυσό -το θησαυρό του χωριού. (Πρέπει να σκέφτηκαν ότι είναι πολύ μεγάλο το βάρος για να την κοπανήσουμε.)

Κατόπιν ακολούθησε μια βασιλική πομπή μέχρι την κύρια καλύβα, όπου τώρα είχαν εκτεθεί τα λείψανα εφτά ατόμων που ξεθάφτηκαν πρόσφατα από τους τάφους όπου είχαν μείνει για χρόνια, όσο οι οικογένειές τους μάζευαν χρήματα για να χρηματοδοτήσουν την τελετή που θα οδηγούσε τελικά τα πνεύματά τους στην κατά Κάρο Μπατάκ εκδοχή του παραδείσου. Οι συγγενείς έπλυναν με αγάπη τα οστά, τα σκούπισαν και τα τοποθέτησαν σε εφτά τακτικές στοίβες, μ’ ένα κρανίο στην κορυφή κάθε στοίβας σαν κερασάκι. Και μετά άρχισε η γιορτή.

Η Μπεθ εξαφανίστηκε σε μια σκοτεινή γωνιά όπου και έμεινε για ώρες (φοβούμενη ίσως ότι ο βασιλικός ομόλογος της θα απαιτήσει τα συζυγικά του δικαιώματα;), αλλά οι «υπήκοοί» μου κι εγώ αρχίσαμε να χορεύουμε τελετουργικά γύρω από τις ντάνες με τα οστά. Χορεύαμε γύρω τους ξανά και ξανά και ξανά. Ενεργοποιημένος από τον καρπό βετέλ, που το μάσημά του έβαψε το μουδιασμένο στόμα μου με το χρώμα του πυραύλου του Μπακ Ρότζερς, και εμπνευσμένος από δυο ταλαντούχες ομάδες τυμπανιστών και φλογεροπαιχτών που πρέπει να ήταν και γόητες φιδιών, κατάφερα να μάθω τα σωστά επαναλαμβανόμενα βήματα και να χορεύω ακούραστα όλη τη μέρα.

Τώρα, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, οι Κάρο Μπατάκ έδειχναν αθώα εξημερωμένοι και, παρά τις περιοδικές αναφορές για το αντίθετο, πιστεύεται ότι δεν έχουν φάει κολλητούς τους τις τελευταίες τέσσερις γενιές. Πολλοί είναι χριστιανοί (πράγμα που με έκανε να αναρωτηθώ μήπως τους αρέσει ιδιαίτερα η θεία Κοινωνία, κάτι σαν «φάε τον αρχηγό»). Παρ’ όλα αυτά, όταν προς το βράδυ σέρβιραν μια καθόλου ορεκτική σούπα με γκρίζο χρώμα στην απόχρωση του ζόμπι, εμείς οι παρείσακτοι ζητήσαμε ευγενικά συγνώμη -κι εγώ, ως μονάρχης που εγκαταλείπει το θρόνο του, έσφιξα όλα τα χέρια του χωριού- και πήραμε το μακρύ λασπωμένο δρόμο της επιστροφής στο λεωφορείο μας.

Στην χειρότερη περίπτωση, η κρεατόσουπα ήταν από σκύλο, ενώ πιο πιθανό είναι το ενδεχόμενο να προερχόταν από επαρχιώτες ξαδέλφους των πετεινών του ξενοδοχείου Μπραστάτζι που έπαιζαν εγερτήριο κάθε πρωί. Όπως και να έχει το πράγμα, δεν θα πάψω ποτέ να επιμένω ότι μια φορά κι έναν καιρό, στους επικίνδυνους, γεμάτους τίγρεις λόφους της Σουμάτρας, έγινα Βασιλιάς των Κανιβάλων. Και αν κάποιοι αμφισβητήσουν αυτό τον ισχυρισμό, δεν θα διστάσω να τους πετάξω την αρχαία και παραδοσιακή βρισιά των Κάρο Μπατάκ: «Καθαρίζω τα δόντια μου από τη σάρκα των συγγενών σου».

***

The New York Times Magazine, 1986

Τομ Ρόμπινς – Αγριόπαπιες πετούν ανάστροφα

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -