Χάρπερ Λι – Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια


Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Η Νέα Υόρκη. Η νέα Υόρκη; Θα σας πω: Η Νέα Υόρκη έχει όλες τις απαντήσεις. Υπάρχουν ενώσεις Εβραίων και Αγγλοφώνων, υπάρχει το Κάρνεγκι Χολ, υπάρχουν σχολές και ερευνητικά κέντρα: εκεί μαθαίνεις τις απαντήσεις. Η πόλη ζει με συνθήματα, -ισμούς και γρήγορες, σίγουρες απαντήσεις. Αυτή τη στιγμή η Νέα Υόρκη μου λέει: Τζιν Λουίζ, δεν αντιδράς σύμφωνα με τις αρχές της φυλής σου, αρά δεν υπάρχεις.

Τα καλύτερα μυαλά αυτής της χώρας μάς λένε ποια είσαι: μια κοπέλα από τον Νότο. Δεν  μπορείς να ξεφύγεις από αυτό που είσαι-δεν σε κατηγορούμε για τίποτα, αλλά η συμπεριφορά σου προκύπτει από τους κανόνες και τα δόγματα του Νότου. Μην προσπαθείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι.

Απάντησε νοερά: Όσα συμβαίνουν τελευταία στην οικογένειά μου είναι μια παρεξήγηση. Από αυτή την οικογένεια έμαθα όσα έμαθα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Από τη Νέα Υόρκη, το μόνο που έμαθα είναι η καχυποψία. Δεν ήξερα τι σημαίνει μίσος προτού βρεθώ στη Νέα Υόρκη, όπου είδα τον ένα να μισεί τον άλλον. Χρειάστηκαν νόμοι για να εμποδίσουν το μίσος. Περιφρονώ τις γρήγορες απαντήσεις, τα συνθήματα στον υπόγειο σιδηρόδρομο: προπάντων περιφρονώ τους κακούς τρόπους, την αγένεια της Νέας Υόρκης, που ποτέ δεν πρόκειται να αποβάλει.

Ένας άνθρωπος που ήταν ευγενής, ακόμα και στους σκίουρους καθόταν στο δικαστήριο και εξωθούσε σε δράση τα πιο στενοκέφαλα ανθρωπάρια. Κι όμως, η Τζιν Λουίζ τον είχε δει ξανά και ξανά στο παντοπωλείο να περιμένει στην ουρά πίσω από τους Νέγρους. Είχε δει τον κύριο Φρεντ να σηκώνει με απορία τα φρύδια και τον πατέρα της να κουνάει καθησυχαστικά το κεφάλι. Ήταν το είδος του ανθρώπου  που περίμενε ενστικτωδώς, τη σειρά του: είχε καλούς τρόπους.

Άκου, αδελφούλα, τα ξέρουμε τα γεγονότα: πέρασες είκοσι ένα χρόνια από τη ζωή σου στη χώρα του λιντσαρίσματος, σε μια κομητεία όπου τα δυο τρία του πληθυσμού είναι Νέγροι αγρότες. Σταμάτα το θέατρο.

Δεν θα με πιστέψετε, αλλά θα σας το πω: μέχρι τώρα κανείς στην οικογένεια μου δεν είχε προφέρει τη λέξη “αράπης”. Ποτέ δεν έμαθα να σκέφτομαι με όρους “αράπηδων”. Μεγάλωσα μαζί με μαύρους: στην Καλπούρνιά, τον Ζίμπο που δούλευε στο απορριματοφόρο, τον Τομ που ήταν κηπουρός και άλλους που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Γύρω μου υπήρχαν εκατοντάδες Νέγροι που δούλευαν στα χωράφια, που μάζευαν το μπαμπάκι, που δούλευαν στην οδοποιία, που πριόνιζαν ξύλα και έφτιαχναν σπίτια.


Ήταν μπατίρηδες, μερικοί ήταν άρρωστοι, βρόμικοι, οκνηροί και χαραμοφάηδες, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό να τους περιφρονήσω, να τους φοβηθώ, να τους φερθώ με αγένεια ή να τους κακομεταχειριστώ χωρίς να τιμωρηθώ γι’αυτό. Πράγματι ζούσαν στο δικό τους κόσμο και εγώ ζούσα στον δικό μου. Όταν πηγαίναμε για κυνήγι, δεν καταπατούσαμε τη γη τους, όχι επειδή ήταν νέγρικη, αλλά επειδή δεν καταπατούσαμε ξένη γη.

Έμαθα να μην εκμεταλλεύομαι κανέναν που είναι λιγότερο τυχερός από μένα, είτε στο μυαλό είτε στα πλούτη, είτε στην κοινωνική θέση-κανέναν, είτε είναι Νέγρος είτε είναι οτιδήποτε άλλο. Έμαθα ότι η εκμετάλλευση είναι απαράδεκτη. Έτσι με μεγάλωσαν μια μαύρη γυναίκα και ένας λευκός άντρας”.

 

***

Χάρπερ Λι – Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια

Πηγήlifo

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -