Ο νομπελίστας μαχητής της ανθρωπιάς Άλμπερτ Σβάιτσερ


Σαν σήμερα, στις 30 Οκτωβρίου 1952, απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης στον  Άλμπερτ Σβάιτσερ για την φιλοσοφία του περί «σεβασμού της ζωής» 

Από τους τόσους τίτλους που φιλοξενούσε το υπερπλήρες βιογραφικό του αλσατού θεολόγου, φιλοσόφου, γιατρού, μουσικού και ιεραπόστολου, είναι σίγουρο ότι ο ίδιος ο Σβάιτσερ θα προτιμούσε το απλούστερο «άνθρωπος».

Ως ένας από τους ανθρώπους που ήρθαν λοιπόν στον κόσμο για να τον κάνουν καλύτερο και αναμφίβολα μια από τις εμβληματικότερες μορφές του 20ού αιώνα, ο Σβάιτσερ σφράγισε την έννοια του ανθρωπισμού με την ακούραστη δράση του, την οποία υπηρέτησε πιστά για περισσότερο από μισό αιώνα ζωής με απαράμιλλο πνεύμα αυτοθυσίας.

Ο Σβάιτσερ αγάπησε τη ζωή και τον άνθρωπο και αφιέρωσε τον βίο του στην περιφρούρηση των ιδανικών του ανθρωπισμού, καθελκύοντας στην ουμανιστική σκέψη δύο θεωρίες που θα τον ενθρόνιζαν στην κορυφή των στοχαστών του περασμένου αιώνα: η «αδελφότητα των εθνών» και ο «σεβασμός της ζωής» έγιναν οι πυλώνες τόσο της κοσμοθεωρίας όσο και της δράσης του ανθρώπου το όνομα του οποίου ταυτίστηκε όσο λίγα με τα ιδεώδη του ανθρωπισμού στην πιο ουσιαστική μάλιστα μορφή του.

«Η ζωή και η αγάπη βασίζονται -και πηγάζουν- από την ίδια ηθική αρχή: σεβασμός προς κάθε έκφανση της ζωής», έγραψε ο Σβάιτσερ και έβαλε κατόπιν στόχο ζωής να το αποδείξει με τη δράση του, καθώς πέρα από άνθρωπος των λόγων, ήταν και των έργων.

Με ό,τι ασχολήθηκε ο γιατρός στη ζωή του το έκανε με προσήλωση και μεγάλη φροντίδα, γι’ αυτό και η σφραγίδα του έχει μείνει ανεξίτηλη σε μια σειρά από τομείς της ανθρώπινης δράσης. Ως θεολόγος, άφησε σπουδαίο έργο ανατρέποντας τις παραδεδομένες νόρμες για την κοσμική φύση του ιστορικού Ιησού Χριστού, και ως στοχαστής και διανοούμενος χρησιμοποίησε την πένα του για να μιλήσει για φιλοσοφικά προβλήματα, θρησκειολογικά ζητήματα, κοινωνιολογικές προσεγγίσεις και μουσικά θέματα. Ως μουσικός και οργανοπαίκτης, έγινε δεξιοτέχνης της μουσικής του Μπαχ και συνέβαλε τα μέγιστα στον εκσυγχρονισμό της εκκλησιαστικής μουσικής.

Ταγμένος ανθρωπιστής καθώς ήταν, αποφάσισε να σπουδάσει όψιμα την ιατρική για να μπορεί να υπηρετήσει τον άνθρωπο και από ένα άλλο μετερίζι: αυτό της κλινικής πράξης! Τώρα λειτουργούσε ως ιεραπόστολος στην ισημερινή Αφρική, πριν ιδρύσει εκεί νοσοκομείο, όπου και εργάστηκε μέχρι τον θάνατό του. «Είμαι ζωή που θέλει να ζήσει, εν μέσω ζωής που θέλει να ζήσει», έλεγε και έπραττε ο Σβάιτσερ σε ένα πρωτόγνωρο μάθημα ιδανικών ανθρωπιάς που σπάνια θα ευτυχήσει να ξαναδεί ο κόσμος μας.


Το 1952 τιμήθηκε με Νόμπελ Ειρήνης για την αξία και τη σημασία του υποδειγματικού φιλανθρωπικού του έργου, ενταγμένο πάντα στο πλαίσιο της «αδελφότητας των εθνών» και του «σεβασμού της ζωής»…

Πρώτα χρόνια

Ο Άλμπερτ Σβάιτσερ γεννιέται στις 14 Ιανουαρίου 1875 σε χωριουδάκι της γερμανικής τότε Αλσατίας ως γιος του τοπικού πάστορα της λουθηρανικής εκκλησίας. Η οικογένεια μετρούσε γενιές κληρικών και ήδη από τις πρώτες στιγμές της ζωής του ο μικρός Άλμπερτ μαθαίνει να σέβεται τα θεία και να αγαπά κάθε μορφή ζωής. Επίσης από τα πρώτα του αυτά χρόνια έδειξε μεγάλη κλίση στο εκκλησιαστικό όργανο, κάτι που αναγνώρισαν αμέσως μια σειρά από κορυφαίους ευρωπαίους δασκάλους του οργάνου, που τον πήραν υπό την προστασία τους.

Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του, ο Σβάιτσερ ήταν ξάδελφος του μεγάλου υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν Πολ Σαρτρ, αν και λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας ο τελευταίος συνήθιζε να τον αποκαλεί «θείο Αλ». Μεγαλώνοντας ο νεαρός, έγινε δεξιοτέχνης του εκκλησιαστικού οργάνου, τόσο ως εκτελεστής όσο και ως κατασκευαστής.

Το 1893 θα τον βρει πρωτοετή σπουδαστή φιλοσοφίας και θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, απ’ όπου θα πάρει και τον διδακτορικό του τίτλο στη φιλοσοφία το 1899. Κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής του εκπαίδευσης πέρασε μάλιστα από τη Σορβόνη και το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, κάτι που συνέβαλε πολύ στον κοσμοπολιτισμό και την ανοχή του στη διαφορετικότητα.

Με την εκκλησία πάντα βαθιά στην καρδιά του, ο Σβάιτσερ χειροτονήθηκε πάστορας το 1899 και πλέον λειτουργούσε σε ναό του Στρασβούργου. Το 1900 ολοκλήρωσε ένα ανώτατο εκπαιδευτικό πρόγραμμα στη θεολογία και μέσα στα επόμενα δύο χρόνια το ακαδημαϊκό του άστρο έλαμψε ως κοσμήτορας στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, καθηγητής σε δύο έδρες (θεολογίας και φιλοσοφίας) αλλά και εφημέριος στον ναό του Αγίου Νικολάου.

Την εποχή αυτή θα γράψει και τα πρώτα του έργα στη θεολογία, που είχαν κολοσσιαίο αντίκτυπο στον ακαδημαϊσμό της εποχής. Η «Αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού» (1906) σημάδεψε τον ακαδημαϊκό κλάδο και έκανε τον συγγραφέα της σταρ των θεολογικών σπουδών στη Δύση, καθώς ο Σβάιτσερ ανέτρεψε τις τρέχουσες απόψεις της εποχής για την κοσμική φύση του Ιησού και έριξε το βάρος στις εσχατολογικές πεποιθήσεις του Θεανθρώπου. Η πένα του ασχολήθηκε επίσης με καθαυτό φιλοσοφικά προβλήματα, όπως η φιλοσοφία του Καντ, αλλά και με μουσικά θέματα, παρέχοντας την καλύτερη και πληρέστερη, για παράδειγμα, βιογραφία του Μπαχ. Μέχρι και εγχειρίδια για την κατασκευή εκκλησιαστικών οργάνων έγραψε ο ακάματος πραγματικά και πολυμαθής Σβάιτσερ…

Από ακαδημαϊκός, κήρυκας της ανθρωπιάς

Ο Σβάιτσερ ένιωσε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του το κάλεσμα του ανθρωπισμού και ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθά τους άλλους χωρίς ιδιοτέλεια. Στο πλαίσιο της προσφοράς στον συνάνθρωπο, όταν είδε το 1904 μια πρόσκληση της Ιεραποστολικής Εταιρίας των Παρισίων για την επείγουσα ανάγκη ιατρικού προσωπικού στην αφρικανική Γκαμπόν (γαλλική αποικία τότε), συνειδητοποίησε αμέσως πώς θα συνέχιζε τη ζωή του!

Εγκαταλείπει λοιπόν αμέσως τις ακαδημαϊκές του ασχολίες και τις μελέτες που τον είχαν κάνει αστέρα του πανεπιστημιακού κατεστημένου, καθώς το μέλλον του είχε σφραγιστεί.

Η κοσμοθεωρία του -που είχε ήδη αρχίσει να σχηματοποιείται- για τον σεβασμό της ζωής και η άποψή του ότι ο δυτικός πολιτισμός βρισκόταν σε παρακμή εξαιτίας της εγκατάλειψης των ηθικών του θεμελίων βρήκαν την άμεση απόδειξή τους: τα εγκλήματα του λευκού ενάντια στον αναπτυσσόμενο Αφρικανό καλούσαν σε άμεση δράση.

Τον Οκτώβριο του 1905 ενημερώνει γονείς και οικείους ότι σκοπεύει να σπουδάσει ιατρική και κατόπιν να μετακομίσει στην Αφρική, εγκαταλείποντας φιλοσοφία και θεολογία για χάρη της άσκησης του ιατρικού λειτουργήματος! Για χρόνια δούλευε με το μυαλό του, παραδέχεται σε μια τέτοια επιστολή, ήταν λοιπόν ώρα να βάλει τα κηρύγματά του υπέρ της αγάπης και του σεβασμού της ζωής στην πράξη. Η απόφασή του έπεσε κεραυνός εν αιθρία στον ακαδημαϊκό κόσμο και όλοι μιλούσαν με δυσαρέσκεια για το μοιραίο λάθος που θα έκανε ο διαπρεπής καθηγητής. Γιατί να χαραμίσει το πνεύμα και τα ταλέντα του στις ζούγκλες της ισημερινής Αφρικής; Γιατί να πρέπει να γίνει αυτός γιατρός για να βοηθήσει τους μαύρους, όταν υπήρχαν τόσοι άλλοι που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στο ιεραποστολικό κάλεσμα;

Απτόητος ο Σβάιτσερ, βρισκόταν τώρα έξω από τη γραμματεία της Ιατρικής Σχολής και το γεγονός προκάλεσε σάλο στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Όπως το έθετε και ο ίδιος: «Όταν πήγα στον κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής για να γραφώ ως σπουδαστής, ένιωθα ότι ήθελε να με παραδώσει στους συναδέλφους του στο ψυχιατρικό τμήμα». Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις όλων, ο 30άρης πια Σβάιτσερ άρχισε να σπουδάζει ιατρική σε πείσμα όλων. Σε ηλικία 38 ετών πήρε το νέο του πτυχίο, με εξειδίκευση στη χειρουργική και μάλιστα στις τροπικές ασθένειες, καθώς ο δρόμος του ήταν αποκλειστικά η Αφρική. Αυτό που δεν υπολόγιζε όμως με τίποτα ο γιατρός Σβάιτσερ, που είχε αλλάξει άρδην τη ζωή του για λογαριασμό της Ιεραποστολικής Εταιρίας των Παρισίων, ήταν το γεγονός ότι θα τον απέρριπταν!

Ήταν ακριβώς το αναθεωρητικό θεολογικό του έργο που μπήκε στο στόχαστρο της ιεραποστολικής επιτροπής, καθώς δεν ήθελαν να στείλουν έναν ανατρεπτικό θεολόγο στην παρθένα χριστιανικά Αφρική, μήπως και μπερδέψει ακόμα περισσότερο τον ντόπιο πληθυσμό με τα κηρύγματά του! Τι κι αν ο Σβάιτσερ υποσχόταν ότι θα λειτουργούσε αποκλειστικά ως γιατρός, καθώς η θεολογία αποτελούσε γι’ αυτόν παρελθόν; Οι ιθύνοντες ήταν ανένδοτοι, δεν θα έστελναν στην Γκαμπόν έναν φιλελεύθερο και ριζοσπάστη διανοητή, πάει και τέλειωσε!

Ο Σβάιτσερ ήξερε όμως ότι η αναποδιά αυτή δεν θα του στερούσε το όνειρο, απλώς θα το καθυστερούσε λίγο. Απτόητος και με τη νοσοκόμα σύζυγό του στο πλευρό του, επιδόθηκε σε μια εκστρατεία για τη συγκέντρωση κονδυλίων ώστε να χτίσει το δικό του νοσοκομείο στην Γκαμπόν. Η περίοδος ήταν πάντως δύσκολη για τον Σβάιτσερ: εδώ και οχτώ χρόνια είχε αφιερωθεί στις νέες σπουδές, είχε εγκαταλείψει διδακτικά και συγγραφικά καθήκοντα, είχε ακυρώσει κονσέρτα εκκλησιαστικού οργάνου και έβαλε λίγο-πολύ τη ζωή του στον πάγο, βασιζόμενος πια σε μια μικρή λίστα καλών φίλων για να πραγματώσει το όνειρο της ζωής του.

Η νέα του αίτηση στην Ιεραποστολική Εταιρία συνοδευόταν τώρα με την πλήρη χρηματοδότηση του νοσοκομείου αλλά και τα έξοδα των δύο πρώτων χρόνων λειτουργίας καλυμμένα, δημιουργώντας μια πρόταση στην οποία δεν μπορούσαν να πουν «όχι» (αν και ένα μέλος της επιτροπής παραιτήθηκε τελικά όταν έγινε δεκτή η αίτηση του δρος Σβάιτσερ!). Κι έτσι τον Μάρτιο του 1913, ο Σβάιτσερ και η σύζυγός του έφυγαν για την Αφρική για να χτίσουν το νοσοκομείο τους στο Γαλλικό Κονγκό (σημερινή Γκαμπόν). Οι ιατρικές υπηρεσίες που πρόσφερε ο Σβάιτσερ μέχρι να χτιστεί η κλινική δίνονταν αρχικά μέσα σε ένα κοτέτσι. Αργότερα χτίστηκαν νέα κτίρια και κάποια στιγμή το νοσοκομείο μπορούσε να περιθάλψει χιλιάδες ασθενείς.

Όχι ότι τέλειωσαν φυσικά οι περιπέτειές του: την επόμενη χρονιά από την εγκατάστασή του στην Αφρική ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο γερμανός Σβάιτσερ βρέθηκε έτσι μέσα σε εχθρικό γαλλικό έδαφος! Κι έτσι συνελήφθη αμέσως ως αιχμάλωτος πολέμου και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο στα Πυρηναία και μετά αλλού.

Μετά το τέλος του πολέμου, το ζεύγος των Σβάιτσερ επέστρεψε στην Αλσατία και την επόμενη χρονιά ήρθε στον κόσμο η κόρη τους (Ιανουάριος 1919). Το 1920 προσκλήθηκε για μια διάλεξη στη Σουηδία, όταν και δημοσιοποίησε την κοσμοθεωρία του για τον «σεβασμό της ζωής», τη συμπαντική ηθική του φιλοσοφία δηλαδή που ήθελε τον άνθρωπο μέρος μιας ευρύτερης αλυσίδας από την οποία δεν μπορεί να διαχωριστεί. «Πρέπει να καταλάβει», είπε ο Σβάιτσερ για τον άνθρωπο, «ότι όλη η πλάση έχει την αξία της».

Ακράδαντα πεπεισμένος καθώς ήταν πως ο σεβασμός της ζωής είναι το υψηλότερο ιδανικό, ο «Άγιος Φραγκίσκος του καιρού μας», όπως τον χαρακτήρισε ο καλός του φίλος Νίκος Καζαντζάκης, επέστρεψε στην Αφρική το 1924, αφήνοντας πίσω γυναίκα και κόρη. Σπάνια θα τον ξανάβλεπαν πια και η μικρή μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα της, όταν όμως μεγάλωσαν τα δικά της παιδιά, εκπαιδεύτηκε στις εργαστηριακές εξετάσεις και πήγε κοντά του στην Αφρική. Όταν πέθανε μάλιστα ο γιατρός, ζήτησε από την κόρη του να αναλάβει τη διοίκηση του ιεραποστολικού του νοσοκομείου, όπως και έγινε τελικά.

Η φήμη του γιατρού Σβάιτσερ γιγαντώθηκε στα επόμενα χρόνια και αμέτρητοι δημοσιογράφοι τον γύρεψαν στις ζούγκλες της Κεντρικής Αφρικής, βλέποντας με τα μάτια τους το ασύλληπτο σε έκταση φιλανθρωπικό έργο του τέως καθηγητή φιλοσοφίας. Το 1952 η εκτεταμένη ανθρωπιστική του δράση τιμήθηκε με Νόμπελ Ειρήνης, αν και για τον γιατρό αυτό δεν θα ήταν το τέλος της δράσης του. Παρά το γεγονός ότι απέφυγε ρητά την πολιτική σε όλη του τη ζωή, έβαλε τώρα στο στόχαστρό του τα εξοπλιστικά πυρηνικά προγράμματα των υπερδυνάμεων του πλανήτη, διαμαρτυρόμενος γιατί δεν έμαθε η ανθρωπότητα το μάθημά της μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.

Αφού μελέτησε το θέμα με τη γνώριμη σχολαστικότητά του, εξέδωσε μια ανακοίνωση το 1957 («Δήλωση Συνείδησης»), η οποία ακολουθήθηκε από το σύγγραμμα του 1958 «Ειρήνη ή Πυρηνικός Πόλεμος;», με τα επιχειρήματα που ενυπάρχουν εκεί να τυγχάνουν διεθνούς αναγνώρισης και να μετατρέπονται σε θεωρητικά όπλα κατά της νέας μάστιγας.

Σε μια άγνωστη πλευρά της ζωής του, ο δρ Σβάιτσερ ήταν ένας άνθρωπος με πολύ χιούμορ και δεν έχανε ευκαιρία να σπάει πλάκα και να αστειεύεται, ακόμα και όταν οι περιστάσεις ήταν δύσκολες ή άβολες. Μέσα στο τρένο σε μια επίσκεψή του στην Αμερική, δύο κοριτσάκια τον προσέγγισαν και τον ρώτησαν: «Κύριε Αϊνστάιν, μπορείτε να μας δώσετε ένα αυτόγραφο;». «Δεν ήθελα να τις απογοητεύσω», είπε ο Σβάιτσερ, «κι έτσι υπέγραψα το βιβλίο που παρουσίασαν μπροστά μου. Ήταν το ‘‘Άλμπερτ Αϊνστάιν: από τον φίλο του Άλμπερτ Σβάιτσερ’’»!

 

Γιατρός, πάστορας, θεολόγος, διαπρεπής ακαδημαϊκός, φιλόζωος, περιβαλλοντολόγος, μουσικός, φιλόσοφος, ακτιβιστής κατά των πυρηνικών, σύζυγος, πατέρας και φίλος, τα τόσα πρόσωπα του Σβάιτσερ μπορούν κάλλιστα να συνοψιστούν σε ένα: άνθρωπος. Όταν έφυγε από τον κόσμο, είχε κάνει ήδη τόσα πολλά ως κάποιος που αφιέρωσε τη ζωή του για να τονίσει και να αναδείξει το νόημα και την αξία της ζωής. Για όλες τις μορφές ζωής στον πλανήτη, για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως: «Αυτό που ονομάζουμε αγάπη, είναι στην ουσία ο σεβασμός της ζωής. Όλες οι αξίες, υλικές και πνευματικές, παραμένουν αξίες στο μέτρο όπου υπηρετούν τη διατήρηση και την ανάπτυξη της ζωής στον υψηλότερο δυνατό βαθμό. Με αυτές τις απαιτήσεις και με αυτή την προέκταση, η ηθική δεν έχει όρια».

Με τα λόγια του ίδιου του Αϊνστάιν, ο Σβάιτσερ «δεν κήρυξε και δεν προειδοποίησε και δεν ονειρεύτηκε ότι το παράδειγμά του θα ήταν ιδανικό και παρηγοριά για αμέτρητους ανθρώπους. Απλώς έδρασε κινητοποιημένος από εσωτερική ανάγκη». Ο μεγάλος άνθρωπος έφυγε από τον κόσμο στις 4 Σεπτεμβρίου 1965, λίγους μήνες μετά τα 90ά του γενέθλια, στο λατρεμένο του πάντα Κονγκό…

***

Πηγή: newsbeast

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -