8 Οκτωβρίου – Μάθαμε από το ραδιόφωνο την είδηση του θανάτου του Τσε


Τη νύχτα της 8ης Οκτωβρίου, μετά τη μάχη, φτάσαμε στο σημείο συνάντησης που είχαμε συμφωνήσει με τον Τσε. Εκεί, το μόνο που βρήκαμε ήταν το σακίδιό του και όλα του τα υπάρχοντα σκορπισμένα στο πάτωμα.

Σκεφτήκαμε ότι πιθανόν ο Τσε να είχε πάει εκεί με κάποιον τραυματία και να είχε φύγει, ξέροντας ότι εμείς θα φτάναμε στις εννιά το βράδυ και έχοντας συμφωνήσει ότι όποιος δεν ήταν εκεί την ώρα εκείνη θα πήγαινε στη Σάντα Ελένα, σε ένα μέρος που ήδη ξέραμε, το Ναρανχάλ. Εκεί θα περίμενε δυο μέρες, δεδομένου ότι σκοπός μας ήταν να περάσουμε οπωσδήποτε από τη Σάντα Ελένα και. ο δρόμος μας ήταν ο Νιανκαουάσου.

Σκεφτήκαμε ότι είχε αφήσει εκεί το σακίδιό του για να του το πάρουμε εμείς και ότι, εν τω μεταξύ, είχε περάσει ο στρατός, είχε βρει τα πράγματα και τα είχε σκορπίσει.

Τα μαζέψαμε όλα: το πιάτο του, το παγούρι του, την κουβέρτα του, τον ασύρματο και συνεχίσαμε για τη Σάντα Ελένα. Το μέρος ήταν άγονο. Αντί για θάμνους υπήρχαν κάκτοι και πολύ βαθιές κοιλότητες. Η διαδρομή εκείνη κράτησε όλη τη νύχτα και όταν πια ξημέρωσε είδαμε ότι βρισκόμασταν στα διακόσια μέτρα από ένα χωριουδάκι. Καταλάβαμε ότι επρόκειτο για τη Λα Ιγκέρα και μάλιστα βρισκόμασταν στα διακόσια μέτρα μακριά από το σχολείο, όπου είχαν ήδη κρατούμενους τον Τσε, τον Κινέζο Χουάν Πάμπλο Τσανγκ και το Γουίλι. Είδαμε πολλούς στρατιώτες να έχουν κυκλώσει το σχολείο και άλλους, σκορπισμένους σε διάφορα σημεία. Οι θάμνοι, ή καλύτερα τα αγριόχορτα, είχαν ύψος ένα-ενάμισι μέτρο το πολύ.

Συν τοις άλλοις, βρισκόμασταν και σε περίοδο ξηρασίας, δεν είχε βρέξει και το μέρος ήταν τελείως καθαρό. Είδαμε γύρω στρατιώτες ξαπλωμένους να τρώνε, να κοιμούνται και, πράγμα απίστευτο, αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί, σχεδόν μπροστά στα μάτια τους, μέχρι που πιστεύω ότι μας είδαν.

Εμείς κάναμε ό,τι και ο στρατός: σταματήσαμε να ξεκουραστούμε. Οι στρατιώτες ήταν κι αυτοί κουρασμένοι, γιατί μας κυνηγούσαν για καιρό, μας πέρασαν για δική τους ομάδα και επειδή είχαν ήδη στα χέρια τους τον Τσε και ήξεραν ότι προς τα νότια κατευθυνόταν μια ομάδα που είχε κατορθώσει να διαφύγει (ο Παμπλίτο, ο Γιατρός, ο Τσαπάκο και ο Εουστάκιο), ο στρατός τους κυνήγησε και τους σκότωσε στις 12 Οκτωβρίου στις εκβολές των ποταμών Μίσκε και του Ρίο Γκράντε. Εμείς είχαμε χωριστεί σε δυο ομάδες, όμως ο Παμπλίτο έχασε τον προσανατολισμό και πήγε νότια αντί να πάει για τη Σάντα Ελένα.


Εμείς, αντίθετα, κάναμε ό,τι και οι στρατιώτες: μείναμε ήσυχοι πίσω από κάτι θάμνους. Έβαλα το ακουστικό και άκουσα από το ραδιόφωνο τις ειδήσεις, που όλες έλεγαν το ίδιο νέο: ότι ο Τσε είχε πεθάνει στη μάχη και ότι πολλοί αντάρτες ήταν νεκροί. Γύρω στις εννιάμιση με δέκα το πρωί, ο χιλιανός ραδιοφωνικός σταθμός Πρεσιέντε Μπαλμασέδα, έδωσε την ίδια είδηση χωρίς να πει τίποτε ούτε για το Γουίλι ούτε για τον Κινέζο.

Σκεφτήκαμε ότι οι ειδήσεις εκείνες είχαν κατασκευαστεί μετά τις πληροφορίες που ο Κάμπα και ο Λεόν -οι δύο που είχαν λιποτακτήσει λίγες μέρες πριν- είχαν δώσει στο στρατό και ότι τις χρησιμοποιούσαν για παραπληροφόρηση, για να μας αποθαρρύνουν και να εμποδίσουν να ενωθούν οι δυο ομάδες, στις οποίες είχαμε χωριστεί. Αλλά όταν μιλήσανε για μια οικογενειακή φωτογραφία του Τσε, που είναι καθισμένος με τον μικρό γιο του και τις δυο κόρες του και τη γυναίκα του πίσω, οι Κουβανοί κοιταχτήκαμε πιστεύοντας την είδηση, γιατί ήμασταν οι μόνοι που ξέραμε για την ύπαρξη εκείνης της φωτογραφίας.

Τη φωτογραφία αυτή την είχε φέρει στη Βολιβία ο Όλο Γιαντόχα (Αντόνιο), καταπατώντας όλα τα μέτρα ασφαλείας. Όταν την έδωσε στον Τσε, αυτός τον έβρισε, φώναξε όλους τους Κουβανούς και μας ρώτησε αν κανείς μας είχε μαζί του καμιά οικογενειακή’] φωτογραφία. Μας είπε ότι αν κάποιος είχε, να μην την έβλεπε μπροστά σε κανέναν Βολιβιανό, γιατί αυτό ήταν προνόμιο και ότι θα έπρεπε να σκεφτούμε ότι πολλοί απ: τους Βολιβιανούς που βρίσκονταν εκεί μαζί μας δεν θα είχαν ίσως ποτέ τα μέσα να βγάλουν μια φωτογραφία με την οικογένειά τους. Είπε ότι αυτός θα φύλαγε τη δική του και ότι αυτό δεν θα το μάθαινε κανείς.

Όταν ακούσαμε για τη φωτογραφία, τότε μόνο πιστέψαμε την είδηση του θανάτου του. Αρχίσαμε τότε να σκεφτόμαστε το τι θα κάναμε. Σκεφτήκαμε να γυρίσουμε πίσω στην περιοχή από όπου είχαμε φύγει και να μείνουμε εκεί κάνα δυο μήνες μέχρι να μας ξεχάσει ο στρατός, για να συγκεντρωθούμε και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να ξαναρχίσουμε τον αγώνα από την αρχή.

Dariel Alarcon – Ramirez – Η ζωή και ο θάνατος της επανάστασης στην Κούβα

ένα βιβλίο απόλυτα πρωτότυπο, εκρηκτικό στο περιεχόμενό του, γραμμένο από έναν απλό Κουβανό χωρικό, ο οποίος, το 1957, για λόγους περισσότερο προσωπικούς παρά ιδεολογικούς, εντάχθηκε ως στρατιώτης στο αντάρτικο που είχε επικεφαλής το Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα στη Σιέρα Μαέστρα. Αγωνίστηκε στο πλευρό τους μέχρι τη νίκη της Επανάστασης, ανέλαβε ευθύνες με τους νικητές, στρατολογήθηκε από τον Τσε στην Αφρική και το 1966 έφυγε μαζί του για την «εκστρατεία» στη Βολιβία. Εκεί ο Τσε βρήκε τα θάνατο τον επόμενο χρόνο, ενώ αυτός έφυγε απογοητευμένος, πράγμα που δεν τον εμπόδισε να ξαναπάει στη Βολιβία. Επιστρέφοντας στην Κούβα, τον διόρισαν υπεύθυνο για τη στρατιωτική εκπαίδευση των διεθνών ανταρτών/μαχητών και για επικίνδυνες μυστικές αποστολές. Από αναλφάβητος χωριάτης σε μέλος της Ασφάλειας του Στρατού και αξιωματικός του υπουργείου Εσωτερικών, ο Μπενίγνο διήνυσε την έντονη ζωή του μαχητή της Επανάστασης, χαραγμένη από περιπέτειες και κινδύνους. 

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -