Αλέξανδρος Νεχαμάς: Η φιλοσοφία πρέπει να ξαναβρεί το ρόλο της ως «τέχνη του βίου»


Μπορεί η φιλοσοφία να βγει έξω από τα πανεπιστημιακά έδρανα και να επανέλθει στην καθημερινότητα ως «τέχνη του βίου»; Ο Αλέξανδρος Νεχαμάς (γενν. 1946), μαθητής του κορυφαίου Καθηγητή Φιλοσοφίας Gregory Vlastos στο Πρίνστον και τώρα δάσκαλος στο ίδιο πανεπιστήμιο, με μια λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία – πρόσφατα εξελέγη τακτικό μέλος στην Ακαδημία Αθηνών – πιστεύει ότι η φιλοσοφία έχει ένα δημόσιο ρόλο να παίξει, έξω από την «ακαδημαϊκή» πλευρά της.

Ο διακεκριμένος καθηγητής  μας μιλά για ζητήματα κρίσιμα, όπως για το ρόλο του Διαδικτύου στη σύγχρονη δημοκρατία, τη φύση του ανθρώπου στην ψηφιακή εποχή, την αντίληψη που έχουμε για το ωραίο στις μέρες μας.  

Κύριε Καθηγητά, υπάρχει ένας ιδιαίτερος τρόπος που «μιλάει» στον άνθρωπο η φιλοσοφία σήμερα;

H φιλοσοφία έχει χάσει, δυστυχώς, μια πιο άμεση επαφή με το ευρύ κοινό. Αυτό είναι πιο εμφανές στον αγγλόφωνο χώρο, αλλά συμβαίνει και στην Ηπειρωτική Ευρώπη και ακόμα και στην Ελλάδα. Ένας λόγος είναι η «επαγγελματοποίηση» της φιλοσοφίας μέσα στα ακαδημαϊκά πλαίσια, στα οποία κυρίως κινείται σήμερα. Τα κριτήρια της ακαδημαϊκής αξιολόγησης, τα οποία επιβάλλουν ένα συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης και επεξεργασίας των προβλημάτων, ενθαρρύνουν την εστίαση της προσοχής στην αντίδραση του στενού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και των επαγγελματικών συναδέλφων του κάθε φιλοσόφου.

Αυτό συνεπάγεται την εστίαση σε απτά, ειδικευμένα προβλήματα η απάντηση στα οποία πρέπει να μπορεί να ελεγχθεί σχετικά εύκολα και χωρίς θολότητες. Τέτοια προβλήματα όμως συνήθως αφορούν ένα σχετικά στενό κύκλο και ιδεών και ειδικών. Όχι μόνο δεν απευθύνονται στον προβληματισμό της κοινωνίας πιο γενικά αλλά συχνά είναι άσχετα με τα θέματα που απασχολούν ακόμα και φιλοσόφους που ασχολούνται με διαφορετικούς κλάδους.

Η ειδίκευση, λοιπόν, που ακολουθεί την επαγγελματοποίηση του κλάδου (και δεν είναι τυχαίο ότι μπορούμε πια να αναφερθούμε στη φιλοσοφία ως «κλάδο») έχει κάνει την επικοινωνία μας με την κοινωνία πιο δύσκολη απ’ ότι υπήρξε στο παρελθόν.

Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς στο ακαδημαϊκό περιβάλλον ν’ αποφύγει την ειδίκευση;

H ειδίκευση δεν σημαίνει αποκλειστικά κακή εξέλιξη. Πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζονται φιλοσοφικά χρειάζονται ακριβώς μια τέτοια προσέγγιση. Το πρόβλημα είναι με την προσήλωση σε τέτοια θέματα. Έτσι, μαθαίνουμε να γράφουμε (και να σκεπτόμαστε) με τρόπο που δεν είναι εύκολα καταληπτός από μη ειδικούς. Παρ’ όλο, λοιπόν, που σέβομαι και εκτιμώ την ακαδημαϊκή πλευρά της φιλοσοφίας, πιστεύω ότι πρέπει —τουλάχιστον μερικοί από εμάς— να επιμείνουμε να ασχολούμαστε με πιο γενικά προβλήματα, τα οποία απασχολούν την κοινωνία, και να τα περιεργαζόμαστε με τρόπο που να απευθύνεται σε ανθρώπους για τους οποίους τα προβλήματα αυτά είναι (ή θα πρέπει να είναι) άμεσα και σημαντικά.


Η φιλοσοφία άρχισε στην αρχαία Ελλάδα κυρίως ως «τέχνη του βίου». Κι αυτή είναι μια παράδοση που είναι ανάγκη να ανανεωθεί και να βρει μια θέση στη σύγχρονη δομή του πεδίου μας. Δεν αναφέρομαι τόσο πολύ στις διάφορες επιφυλλίδες που πολλοί φιλόσοφοι γράφουν σε εφημερίδες και περιοδικά. Αναφέρομαι σε σοβαρά έργα, όπως, π.χ., αυτά του Jürgen Habermas, του Ronald Dworkin, ή του Michel Foucault, τα οποία, χωρίς να συμβιβάζονται, καταφέρνουν να απευθυνθούν σ’ ένα ευρύτερο κοινό και να αναφερθούν σε θέματα —κριτική επικοινωνία, η φύση του νόμου, η εξάρτηση του ατόμου από τις κοινωνικές δομές— που διέπουν τη ζωή μας.

Αναφερθήκατε στη φύση του νόμου. Είναι δυνατή στην εποχή μας η δημοκρατία ή το πολύ που μπορούμε να μιλήσουμε είναι για διατήρηση εν μέρει του αντιπροσωπευτικού συστήματος; Πώς επηρεάζει η ψηφιακή επικοινωνία τη δημοκρατία;

To θέμα είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Το παράδοξο είναι ότι η μαζική επικοινωνία —οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση— χρησίμευσαν ριζικά στην επικράτηση της δημοκρατίας γιατί μετέφεραν τις πληροφορίες που ήταν αναγκαίες για τη συμμετοχή στον πολιτικό βίο σε πολύ περισσότερες κοινωνικές ομάδες από εκείνες οι οποίες είχαν ως τότε πρόσβαση σ’ αυτές. Το διαδίκτυο, όμως, αν και φαινομενικά αποτελεί μια συνέχεια αυτής της εξέλιξης, έχει παίξει ένα πολύ πιο αμφιλεγόμενο ρόλο —και έχει επηρεάσει και τα υπόλοιπα μαζικά μέσα. Από τη μια πλευρά, το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα της άμεσης πρόσβασης σε μια πληθώρα πηγών πληροφοριών και της συμμετοχής σε τεράστιο αριθμό συζητήσεων, δημοσκοπήσεων, οργανώσεων, κ.λπ.

Από την άλλη, όμως, φαίνεται ότι έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του ενδιαφέροντος του καθενός σε άτομα και ιστοσελίδες που εκφράζουν τις απόψεις στις οποίες έχει ήδη καταλήξει. Αυτό είναι ως ένα σημείο αποτέλεσμα του ακραίου τόνου των περισσότερων διαδικτυακών παρεμβάσεων, ο οποίος ξενίζει εκείνους που διαφωνούν με την εκάστοτε τοποθέτηση και ενθαρρύνει τους θιασώτες της.

Και, δυστυχώς, το ίδιο φαινόμενο εξαπλώνεται όλο και περισσότερο στα πιο παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία θρυμματίζουν όλο και περισσότερο το ακροατήριό τους. Έτσι, είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλάβει κανείς τις απόψεις του άλλου, όχι μόνο γιατί δεν έχει άμεση πρόσβαση σ’ αυτές αλλά και γιατί, όταν την έχει, η παρουσίασή τους γίνεται με τρόπο απόλυτο αν όχι υβριστικό κατά των αντιπάλων τους και τείνει στο να ενισχύσει αυτά που ήδη πιστεύει. Το διαδίκτυο απλοποιεί και συρρικνώνει. Και τα δύο είναι εχθροί της δημοκρατίας.

Εκτός από την ψηφιακή εποχή, μπαίνουμε με γρήγορους ρυθμούς, στη βιολογία της παρέμβασης στα γονίδια, στην υποατομική φυσική. Αυτή η νέα εποχή θα οδηγήσει σε νέες φιλοσοφικές έρευνες ή θα έχει πάντως νέα καθήκοντα για τη φιλοσοφία;

Κάθε νέο βήμα στις επιστήμες έχει επιπτώσεις για την φιλοσοφία. Η ψηφιακή εποχή αλλάζει την αντίληψή μας για τη φύση του ανθρώπου και, πιο συγκεκριμένα, για την φύση της αντίληψης, της συνείδησης, και των συναισθημάτων. Η παρέμβαση στα γονίδια δημιουργεί σοβαρά ηθικά προβλήματα σχετικά με την δυνατότητα αλλοίωσης των βασικών στοιχείων της ανθρώπινης προσωπικότητας και την διαχείριση ιατρικών προβλημάτων. Η υποατομική φυσική υπόσχεται (χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί) ότι θα φθάσει σε μια «θεωρία των πάντων» με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη θέση του ανθρώπου στο σύμπαν. Και η νευροεπιστήμη έχει δημιουργήσει νέες αμφιβολίες για την ύπαρξη της ελευθερίας της βουλήσεως.

Η σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης, όπου η φιλοσοφία παίζει διττό ρόλο, δεν είναι κάτι το καινούργιο. Ανέκαθεν, μέρος της φιλοσοφίας ήταν και συνεχίζει να είναι κάτι που θα χαρακτήριζα ως «πρωτόγονη επιστήμη». Έτσι, π.χ., η «πειραματική φιλοσοφία» του 16ου και του 17ου αιώνος είναι σήμερα η φυσική, η λογική έχει εξελιχθεί σε πληροφορική και επιστήμη των υπολογιστών, η φιλοσοφία της γλώσσας έχει μεταφερθεί κατά μέγα μέρος στην γλωσσολογία, και πλευρές της φιλοσοφίας του νου σιγά-σιγά ενσωματώνονται στην ψυχολογία. Από αυτή την άποψη η φιλοσοφία συμβαδίζει με τα αρχικά τουλάχιστον στάδια των επιστημών, και ο ρόλος της είναι θετικός.

Από μια άλλη άποψη, όμως, η φιλοσοφία έχει και μια άλλη σχέση με την επιστήμη. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα, και το καθήκον, να συγκρατήσει τον υπερβολικό ενθουσιασμό που προκαλούν οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις και την αισιόδοξη πρόβλεψη και ότι κάθε βήμα εμπρός μας φέρνει στα πρόθυρα της απόλυτης γνώσης της ανθρώπινης φύσης —γνώση που θα μας επιτρέψει όχι μόνο να κατανοήσουμε την ανθρώπινη φύση αλλά και να την δημιουργήσουμε τεχνητά. Αυτό το όνειρο, που αρχίζει με τον Πυγμαλίωνα, ανατέλλει ξανά και ξανά όποτε αντιμετωπίζουμε κάποια επιστημονική επανάσταση.

Στην Αναγέννηση, ο άνθρωπος θεωρήθηκε ως ένα πολύ περίπλοκο αυτόματο, στον διαφωτισμό, το ρόλο αυτό πήρε η μηχανή, τον 19ο και τον 20ο αιώνα στραφήκαμε στα ρομπότ, και σήμερα σκεφτόμαστε τον άνθρωπο ως ισχυρότατο υπολογιστή. Χρειάζεται λοιπόν ιστορική συνείδηση και φιλοσοφική σκέψη για να εξετάσουμε τους διάφορους ισχυρισμούς των επιστημόνων μας και να δούμε ως ποιο σημείο μπορεί να είναι ορθοί γιατί —είμαι βέβαιος— μόνο ως ένα σημείο μπορεί να είναι ορθοί. Η μέθοδος των φυσικών επιστημών δεν θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει εντελώς το τί είναι ο άνθρωπος —και σίγουρα δεν θα μπορέσει να κατασκευάσει ένα όντως ανθρώπινο ον.

Επιτρέψτε μου και μια ερώτηση σχετικά με την αισθητική σήμερα. Η τέχνη έφτασε πια στην υπέρβαση της μορφής, στην υπέρβαση της αρμονίας και ίσως θα μπορούσαμε να πούμε στην υπέρβαση της αισθητικής; Ποιά είναι η δική σας θεώρηση;

Δεν πιστεύω ότι η τέχνη έχει υπερβεί την αισθητική. Η ιδέα αυτή βασίζεται σε μια πολύ στενή προσέγγιση της αισθητικής και, γενικά, του ωραίου, η οποία βλέπει το ωραίο ως συνάρτηση της εμφάνισης – ως ζήτημα γραμμής, χρώματος, σχήματος, κλασσικής αρμονίας και ισορροπίας, μελωδίας, κ.λπ. Διαφωνώ. Το ωραίο δεν αντιστοιχεί σε οποιονδήποτε τέτοιο συνδυασμό και αυτό γίνεται προφανές αν δούμε την τεράστια ποικιλία του τί έχει φανεί ωραίο σε διαφορετικούς ανθρώπους, σε διαφορετικές εποχές, σε διαφορετικές κουλτούρες. 

Για μένα, όπως και για τον Πλάτωνα, το ωραίο είναι το αντικείμενο του έρωτα —και αντικείμενα με τις πιο διαφορετικές ιδιότητες μπορεί να είναι αντικείμενα του έρωτα. Πράγματι, οι τέχνες του Μοντερνισμού προσπάθησαν, και επέτυχαν, να απομακρυνθούν από το παραδοσιακά ωραίο. Το παραδοσιακά ή φορμαλιστικά ωραίο, όμως, δεν ταυτίζεται με το ωραίο πιο γενικά. Όσο ο Πικάσο διαφέρει, από την πλευρά αυτή, από τον Μπελλίνι, όσο κι ο Μπεργκ διαφέρει από τον Μότσαρτ, όσο κι αν ο Έλιοτ διαφέρει από τον Τέννυσον —το γεγονός παραμένει ότι τα έργα τους έχουν αγαπηθεί βαθειά από το κοινό— και επομένως είναι ωραία με μια βαθύτερη έννοια.

Θα ήθελα την άποψή σας για τον λεγόμενο πολυπολιτισμό (multiculturalism). Είναι απειλή, αδιάφορο γεγονός ή ελπίδα;

Όπως όλες οι μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις, ο πολυπολιτισμός αποτελεί και ελπίδα και απειλή. Η δυνατότητα να εκτεθεί κανείς σε διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης της ζωής και του κόσμου είναι μια θετική εξέλιξη που αντιτίθεται στον αναπόφευκτο επαρχιωτισμό της κάθε κοινωνικής ομάδας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κάθε άτομο και η κάθε κουλτούρα έχει κάτι να μάθει από τον άλλο.

Παράλληλα, όμως, απαιτείται αμοιβαίος σεβασμός, ο οποίος πρέπει να βασίζεται στην γνήσια προθυμία να υπάρξει και αμοιβαίος συμβιβασμός. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να συνυπάρξουν ειρηνικά κουλτούρες οι οποίες αρνούνται να δεχθούν ήκαι να καταλάβουν η μία την άλλη. Και γι αυτό είμαι βέβαιος ότι ο πολυπολιτισμός έχει απόλυτη ανάγκη από τον «πολυγλωσσισμό» – την ικανότητα, δηλαδή, όλων των πολιτών να μιλάνε τουλάχιστον μια κοινή γλώσσα (αν όχι δύο ή και περισσότερες).

Η κοινή γλώσσα δημιουργεί κοινές δεσμεύσεις αλλά και κοινές ευκαιρίες και είναι αναγκαίο (αν και όχι ικανό) στοιχείο και επικοινωνίας αλλά και συνεννόησης (πράγματα που δεν ταυτίζονται). Το πρόβλημα είναι πώς θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας έτσι ώστε να μη χαθεί (τουλάχιστον άμεσα και απότομα – γιατί σιγά-σιγά όλα αλλάζουν) το παρελθόν μας ενώ παράλληλα εισερχόμαστε σ’ ένα καινούργιο, αβέβαιο, αλλά σίγουρα, διαφορετικό μέλλον.

***

Πηγήhuffingtonpost

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -