John Gottman – Η συναισθηματική αγωγή ως εξελικτικό στάδιο


…πολλοί ενήλικες δεν σκέφτονται καθόλου τι σημαίνει να γελά κανείς «κατάμουτρα» σε ένα θυμωμένο παιδί προσχολικής ηλικίας. Πολλοί καλοπροαίρετοι γονείς αψηφούν τους φόβους και τις ανησυχίες των παιδιών τους σαν να είναι άνευ νοήματος.

«Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», λέμε συχνά σ’ ένα πεντάχρονο παιδί που ξυπνά κλαίγοντας από έναν εφιάλτη. «Προφανώς εσύ δεν είδες αυτό που είδα εγώ», θα ήταν ίσως η απάντηση. Αντ’ αυτού, σε παρόμοιες καταστάσεις το παιδί αρχίζει να αποδέχεται την άποψη των ενηλίκων για το συγκεκριμένο γεγονός και μαθαίνει να αμφισβητεί την κρίση του. Με τους μεγάλους να αμφισβητούν και να απορρίπτουν συνεχώς τα συναισθήματά του, το παιδί χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του.

Έχουμε λοιπόν κληρονομήσει μια παράδοση υποτίμησης των συναισθημάτων των παιδιών μόνο και μόνο επειδή τα παιδιά είναι νεότερα σε ηλικία, έχουν λιγότερο ορθολογική σκέψη, διαθέτουν μικρότερη εμπειρία και δύναμη σε σύγκριση με τους ενήλικες που τα περιβάλλουν.

Για να πάρουμε τα συναισθήματα των παιδιών στα σοβαρά, χρειάζεται να διαθέτουμε ενσυναίσθηση, ικανότητα προσεκτικής ακρόασης και θέληση να δούμε τα πράγματα από τη δική τους οπτική γωνία. Απαιτείται ακόμη μια κάποια ανιδιοτέλεια εκ μέρους μας. Οι ψυχολόγοι που ασχολούνται με τη συμπεριφορά έχουν παρατηρήσει ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας ζητούν από τους ανθρώπους που τα φροντίζουν να ικανοποιούν κάποια ανάγκη ή επιθυμία τους με συχνότητα τρεις φορές το λεπτό κατά μέσο όρο.

Υπό ιδανικές συνθήκες, ένας πατέρας ή μια μητέρα μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού με καλή διάθεση. Όταν όμως οι γονείς είναι κουρασμένοι, αγχωμένοι ή αναστατωμένοι, οι συνεχείς και μερικές φορές παράλογες απαιτήσεις του παιδιού είναι δυνατόν να τους εξαγριώσουν.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται επί αιώνες. Και παρόλο που πιστεύω ότι οι γονείς ανέκαθεν αγαπούσαν τα παιδιά τους, τα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν ότι, δυστυχώς, οι προηγούμενες γενιές δεν αναγνώριζαν πάντοτε την ανάγκη για υπομονή, αυτοσυγκράτηση και ευγένεια των ανθρώπων που ασχολούνταν με τα παιδιά.


Ο ψυχίατρος Lloyd deMause στο βιβλίο του Η εξέλιξη της παιδικής ηλικίας (The Evolution of Childhood), που εκδόθηκε το 1974, σκιαγραφεί μια τρομακτική εικόνα της παραμέλησης και της σκληρότητας που βίωναν για αιώνες τα παιδιά στο δυτικό κόσμο. Βεβαίως, το έργο του deMause δείχνει ότι καθ’ όλο το 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα η θέση των παιδιών βελτιωνόταν σταδιακά. Κάθε νέα γενιά γονέων αποδεικνυόταν καλύτερη από την προηγούμενη σε ό,τι αφορούσε την ικανοποίηση των φυσικών, ψυχολογικών και συναισθηματικών αναγκών των παιδιών. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο deMause, η ανατροφή ενός παιδιού

«έγινε λιγότερο μια διαδικασία κατάκτησης της θέλησής του και περισσότερο μια διαδικασία εκπαίδευσής του, καθοδήγησής του σε σωστά μονοπάτια, προσαρμογής και κοινωνικοποίησής του».

Μεγάλη απήχηση στις αρχές του 20ού αιώνα είχε η θεωρία του Sigmund Freud, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά διαθέτουν έντονη σεξουαλικότητα και επιθετικότητα. Αυτή η άποψη ωστόσο ανατράπηκε από μεταγενέστερες επιστημονικές έρευνες που βασίστηκαν στην παρατήρηση. Ο κοινωνικός ψυχολόγος Lois Murphy, για παράδειγμα, ο οποίος διεξήγαγε εκτεταμένες παρατηρήσεις και πειράματα με νήπια και παιδιά προσχολικής ηλικίας στη δεκαετία του ’30, διαπίστωσε ότι τα περισσότερα μικρά παιδιά από τη φύση τους εκδηλώνουν αλτρουιστικά συναισθήματα και δείχνουν ενσυναίσθηση, ιδιαίτερα απέναντι σε κάποιο παιδί που βρίσκεται σε δύσκολη θέση.

Με τη βεβαιότητα της έμφυτης καλοσύνης των παιδιών η κοινωνία μας, από τα μέσα του 20ού αιώνα και μετά, πέρασε σε μια νέα εποχή στη διαπαιδαγώγηση, την οποία ο deMause ονομάζει «ο βοηθητικός τρόπος». Είναι μια περίοδος κατά την οποία πολλοί γονείς εγκαταλείπουν τα αυστηρά, αυταρχικά πρότυπα με τα οποία ανατράφηκαν οι ίδιοι. Σήμερα, όλο και περισσότεροι γονείς πιστεύουν ότι ρόλος τους είναι να βοηθήσουν τα παιδιά να αναπτυχθούν σύμφωνα με τα δικά τους ενδιαφέροντα, ανάγκες και επιθυμίες.

Για να το επιτύχουν, υιοθετούν ένα είδος διαπαιδαγώγησης που η ψυχολόγος Diana Baumrind αποκάλεσε «διαλεκτικό». Ενώ οι «αυταρχικοί» γονείς θέτουν με χαρακτηριστικό τρόπο πολλά όρια και απαιτούν από τα παιδιά τους απόλυτη υπακοή χωρίς να τους δίνουν εξηγήσεις, οι «διαλεκτικοί» γονείς θέτουν μεν όρια αλλά είναι σαφώς πιο ευέλικτοι και προσφέρουν στα παιδιά τους πολλές εξηγήσεις και θαλπωρή.

Η Baumrind περιγράφει και ένα τρίτο είδος διαπαιδαγώγησης, το οποίο αποκαλεί «επιτρεπτικό». Οι «επιτρεπτικοί» γονείς είναι θερμοί με τα παιδιά τους, επικοινωνούν μαζί τους, αλλά θέτουν ελάχιστα όρια σε θέματα συμπεριφοράς. Από μελέτες σε παιδιά προσχολικής ηλικίας που πραγματοποίησε τη δεκαετία του 70, η Baumrind διαπίστωσε ότι τα παιδιά των «αυταρχικών» γονέων είχαν την τάση να βιώνουν έντονες ψυχικές συγκρούσεις και να δείχνουν ευερεθιστότητα, ενώ τα παιδιά των «επιτρεπτικών» γονέων ήταν συχνά παρορμητικά, επιθετικά, είχαν έλλειψη αυτοπεποίθησης και χαμηλή απόδοση. Σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους τύπους, τα παιδιά των «διαλεκτικών» γονέων χαρακτηρίζονταν από πνεύμα συνεργασίας, είχαν αυτοπεποίθηση και ενεργητικότητα, ήταν φιλικά και προσανατολίζονταν προς την επίτευξη των στόχων τους.

Η μετάβαση προς αυτό το λιγότερο αυταρχικό, περισσότερο ευαίσθητο τρόπο διαπαιδαγώγησης ενισχύθηκε την τελευταία εικοσιπενταετία από τη θεαματική αύξηση των γνώσεών μας σε θέματα παιδοψυχολογίας και κοινωνικής συμπεριφοράς των οικογενειών. Οι κοινωνικοί επιστήμονες διαπίστωσαν, για παράδειγμα, ότι τα νήπια, ήδη από τη μέρα της γέννησής τους, διαθέτουν μια εκπληκτική ικανότητα να αντιλαμβάνονται και να μαθαίνουν τα κοινωνικά και συναισθηματικά μηνύματα των γονέων τους. Σήμερα γνωρίζουμε ότι όταν αυτοί που αναλαμβάνουν τη φροντίδα ενός βρέφους αντιδρούν με ευαισθησία στα μηνύματά του —διατηρώντας μαζί του οπτική επαφή, παίρνοντας μέρος «στην παιδική συζήτηση» και αφήνοντάς το να ησυχάσει όταν δείχνει να βρίσκεται σε υπερδιέγερση — τότε και το βρέφος μαθαίνει από νωρίς να χειρίζεται τα συναισθήματά του. Σίγουρα θα εξακολουθήσει να διεγείρεται όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, αλλά θα είναι ικανό στη συνέχεια να ηρεμήσει από μόνο του.

Από την άλλη πλευρά, πάλι σύμφωνα με μελέτες, όταν αυτοί που φροντίζουν ένα βρέφος δεν δίνουν προσοχή στα σήματα που εκπέμπει (για παράδειγμα, μια καταθλιπτική μητέρα που δεν μιλά στο μωρό της, ή ένας αγχωμένος πατέρας ο οποίος σε μόνιμη βάση παίζει με το παιδί του με σκληρό και άγριο τρόπο), τότε και το βρέφος δεν αναπτύσσει τις ίδιες ικανότητες χειρισμού των συναισθημάτων του. Δεν θα μάθει ότι τα ψελλίσματα και οι πρώτες του λέξεις προσελκύουν την προσοχή των γύρω του, και θα γίνει ένα ήσυχο και παθητικό, κοινωνικά αμέτοχο άτομο. Ή, ίσως, επειδή βρίσκεται σε συνεχή διέγερση, δεν θα μάθει ότι το πιπίλισμα του δακτύλου ή το χάϊδεμα της κουβέρτας το βοηθούν να χαλαρώνει.

Καθώς το παιδί μεγαλώνει, γίνεται όλο και πιο σημαντικό το να μάθει να ηρεμεί και να επικεντρώνει την προσοχή του. Οι ικανότητες αυτές του επιτρέπουν να προσέχει τα μηνύματα που του απευθύνουν οι γονείς, οι άνθρωποι που το φροντίζουν και αυτοί που βρίσκονται στο περιβάλλον του. Η χαλάρωση βοηθά το παιδί να συγκεντρωθεί στη μάθηση και να στρέψει την προσοχή του στην επίτευξη ειδικών στόχων.

Με την πάροδο του χρόνου οι ικανότητες αυτές γίνονται όλο και πιο χρήσιμες, καθώς βοηθούν το παιδί να μάθει να μοιράζεται τα παιχνίδια, να παίζει ρόλους και «να τα πηγαίνει καλά» με τους συντρόφους του στο παιχνίδι. Η λεγόμενη ικανότητα αυτορύθμισης βοηθά το παιδί να πλησιάζει νέες ομάδες παιδιών για να παίξει μαζί τους, να κάνει νέους φίλους και να αντιμετωπίζει την απόρριψη όταν οι συνομήλικοί του του γυρίζουν την πλάτη.

Η γνώση περί της ύπαρξης αυτού του δεσμού ανάμεσα στην ανταπόκριση των γονέων και στη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών αυξήθηκε τις δύο-τρεις τελευταίες δεκαετίες. Έχουν γραφεί αναρίθμητα βιβλία που επισημαίνουν στους γονείς πόσο κρίσιμο είναι να προσφέρουν στοργή και ανακούφιση στα νήπια όταν αυτά είναι για κάποιο λόγο στενοχωρημένα. Καθώς τα παιδιά τους μεγαλώνουν, οι γονείς καλούνται να εφαρμόσουν θετικές μορφές πειθαρχίας: να τα επαινούν και όχι να τα επικρίνουν. Να τα ανταμείβουν και όχι να τα τιμωρούν. Να τα ενθαρρύνουν και όχι να τα αποθαρρύνουν.

Οι θεωρίες αυτές ευτυχώς μας απομακρύνουν από τις εποχές εκείνες που οι γονείς πίστευαν ότι θα κακομάθαιναν τα παιδιά τους αν δεν τους έδιναν ένα χέρι ξύλο όταν χρειαζόταν. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η καλοσύνη, η θαλπωρή, η αισιοδοξία και η υπομονή αποτελούν καλύτερα μέσα διαπαιδαγώγησης από το ξύλο προκειμένου να αναθρέψουμε συναισθηματικά υγιή παιδιά.

Γνώμη μου είναι ότι μπορούμε να προωθήσουμε ακόμη περισσότερο αυτή την εξελικτική διαδικασία. Στα εργαστήρια ψυχολογίας μπορούμε πλέον να διερευνήσουμε και να αξιολογήσουμε τα οφέλη της υγιούς συναισθηματικής επικοινωνίας γονέων-παιδιών. Κατανοούμε ότι οι αλληλεπιδράσεις ενός νηπίου με τους γονείς του μπορεί να επηρεάσουν καθοριστικά το νευρικό του σύστημα και τη συναισθηματική του υγεία για όλη του τη ζωή.

Γνωρίζουμε πλέον ότι η αντοχή και η σταθερότητα ενός γάμου επηρεάζουν την ψυχική υγεία των παιδιών της οικογένειας, όπως γνωρίζουμε και τις τεράστιες δυνάμεις της συναισθηματικής εμπλοκής ενός πατέρα με τα παιδιά του. Τέλος, είμαστε τώρα σε θέση να τεκμηριώσουμε την άποψη ότι η επίγνωση των γονέων για τα συναισθήματα είναι ο πυρήνας για τη βελτίωση της συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών. Το πρόγραμμα που θα αναπτυχθεί στο τρίτο κεφάλαιο αποτελεί το δικό μας πρότυπο για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.

Στην πλειονότητά τους τα εκλαϊκευμένα βιβλία που απευθύνονται στους γονείς και αφορούν το γονεϊκό ρόλο μοιάζουν να αγνοούν τη διάσταση της συναισθηματικής νοημοσύνης. Αυτό βέβαια δεν είναι απόλυτο. Οφείλουμε πολλά σ’ έναν σπουδαίο ψυχολόγο, δάσκαλο και συγγραφέα, ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στην κατανόηση της συναισθηματικής ζωής των οικογενειών. Πρόκειται για τον Haim Ginott, που στη δεκαετία του ’60 εξέδωσε τρία δημοφιλή βιβλία [μεταξύ των οποίων και το Ανάμεσα στους Γονείς και το Παιδί (Between Parents and Child)], πριν τον πρόωρο θάνατό του από καρκίνο το 1973.

Πολύ προτού οι λέξεις «συναίσθημα» και «νοημοσύνη» συνδυαστούν, ο Ginott υποστήριζε ότι μία από τις σημαντικότερες ευθύνες των γονέων είναι να ακούν τα παιδιά τους, και μάλιστα όχι μόνο τα λόγια τους αλλά και τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Ο Ginott έλεγε ακόμη ότι η συζήτηση για τα συναισθήματα μπορεί να αποτελέσει έναν τρόπο για να διδάξουν οι γονείς στα παιδιά τους κάποιες αξίες.

Για να συμβεί όμως αυτό, ανέφερε ο Ginott, οι γονείς θα πρέπει να δείξουν γνήσιο σεβασμό απέναντι στα συναισθήματα των παιδιών τους. Θα πρέπει να προσπαθήσουν να δείξουν ενσυναίσθηση, να νιώσουν δηλαδή αυτό που νιώθουν και τα παιδιά τους. Η επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και το παιδί οφείλει να διαφυλάσσει τον αυτοσεβασμό και των δυο πλευρών. Οι δηλώσεις κατανόησης θα πρέπει να προηγούνται της οποιασδήποτε συμβουλής. Οι γονείς δεν πρέπει να υπαγορεύουν στα παιδιά τους πώς οφείλουν να αισθάνονται, αφού κάτι τέτοιο κάνει τα παιδιά να μην εμπιστεύονται τα συναισθήματά τους.

Όπως τόνιζε, τα συναισθήματα των παιδιών δεν παύουν να υπάρχουν όταν οι γονείς λένε «μην αισθάνεσαι έτσι» ή όταν επιμένουν ότι δεν υπάρχει λόγος να νιώθουν έτσι. Παρόλο που δεν είναι όλες οι συμπεριφορές αποδεκτές, δεν ισχύει το ίδιο για τα συναισθήματα και τις επιθυμίες. Οι γονείς, κατά συνέπεια, πρέπει να θέτουν όρια στις πράξεις, όχι όμως και στα συναισθήματα ή τις επιθυμίες των παιδιών τους.

Σε αντίθεση με άλλους ειδικούς σε θέματα συμβουλευτικής, ο Ginott δεν αποδοκίμαζε την έκφραση θυμού απέναντι στα παιδιά. Τουναντίον, πίστευε ότι οι γονείς πρέπει να εκφράζουν τίμια την οργή τους, υπό τον όρο ότι ο θυμός τους έχει σχέση με ένα συγκεκριμένο πρόβλημα και δεν τραυματίζει την προσωπικότητα ή το χαρακτήρα του παιδιού. Η γονεϊκή οργή, όταν εκδηλώνεται με δίκαιο τρόπο, μπορεί να αποτελέσει μέρος ενός συστήματος αποτελεσματικής πειθαρχίας.

Η άποψη του Ginott για τη συναισθηματική επικοινωνία με τα παιδιά επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη πολλών ειδικών. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν η Adele Faber και η Elaine Mazlish, που υπήρξαν φοιτήτριες του και αργότερα έγραψαν σημαντικά πρακτικά βιβλία για τους γονείς βασισμένα στις ιδέες του Ginott, όπως τα: Απελευθερωμένοι Γονείς, Απελευθερωμένα Παιδιά (Liberated Parents, Liberated Children), Αδέλφια χωρίς Ανταγωνισμούς (Siblings Without Rivarly), Πώς να μιλάμε ώστε τα παιδιά να μας ακούν και πώς να ακούμε ώστε τα παιδιά να μιλούν (How to Talk So Kids Will Listen and Listen So Kids Will Talk) και Πώς να μιλάμε έτσι ώστε τα παιδιά να μαθαίνουν (How to Talk So Kids Will Learn).

Παρά την αδιαμφισβήτητη προσφορά τους, οι θεωρίες του Ginott δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ με τη χρήση εμπειρικά έγκυρων, επιστημονικών μεθόδων. Νιώθω υπερήφανος, ωστόσο, διότι με τη βοήθεια των ερευνητών-συνεργατών μου μπορώ να προσφέρω τις πρώτες ποσοτικοποιήσιμες ενδείξεις ότι οι ιδέες του Ginott ήταν κατά βάση σωστές. Η ενσυναίσθηση δεν είναι απλώς σημαντική’ είναι η βάση της αποτελεσματικής διαπαιδαγώγησης.

***

John Gottman – Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -