Άντον Τσέχοφ – Τα προικιά.


ΕΙΔΑ ΠΟΛΛΑ σπίτια στη ζωή μου, μικρά και μεγάλα, πέτρινα και ξύλινα, παλιά και καινούρια, αλλά ένα σπίτι μου άφησε ιδιαίτερη εντύπωση. Άλλωστε, αυτό δεν ήταν σπίτι αλλά σπιτάκι. Ήτανε πολύ μικρό, μονώροφο, με τρία παράθυρα κι έμοιαζε τρομερά με μικρή καμπουριασμένη γριούλα με μια σκούφια στο κεφάλι…

Ήτανε ασπρισμένο, είχε κεραμίδια στη σκεπή με μια ξεχαρβαλωμένη καπνοδόχο, και βυθιζόταν ανάμεσα στην πρασινάδα – μέσα σε μουριές, ακακίες και λεύκες, που είχαν φυτέψει οι πάπποι και προπάπποι των σημερινών νοικοκυραίων.

Το έχανες πίσω από την πρασινάδα. Αλλά η πυκνή αυτή πρασινάδα δεν το εμποδίζει να είναι μέσα στο σχέδιο πόλεως. Η φαρδιά αυλή του στέκει δίπλα στις άλλες επίσης φαρδιές και καταπράσινες αυλές, και ανήκει στην οδό της Μόσχας. Κανείς ποτέ δεν περνά απ’ αυτόν το δρόμο με τροχοφόρο, ακόμη και οι πεζοί είναι πολύ σπάνιοι.

Τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού πάντοτε είναι κλειστά, οι κάτοικοί του δεν χρειάζονται το φως. Τα παράθυρα δεν τ’ ανοίγουν ποτέ γιατί δεν αγαπούν τον καθαρό αέρα. Οι άνθρωποι που όλο τον καιρό ζουν ανάμεσα στις μουριές, στις ακακίες και την πρασινάδα, δεν ενδιαφέρονται για τη φύση. Μόνο στους παραθεριστές έδωσε ο Θεός την ικανότητα ν’ αντιλαμβάνονται τη φυσική ομορφιά της. Οι άλλοι μένουν τυφλοί και άξεστοι μπρος σ’ αυτές τις ομορφιές. Δεν εκτιμούν οι άνθρωποι το θησαυρό τους. Δεν ξέρουμε να φυλάμε εκείνο που έχουμε, ούτε και αγαπάμε εκείνο που έχουμε.

Γύρω από το σπιτάκι ήταν σωστός παράδεισος, όλα καταπράσινα, πουλιά εύθυμα – ενώ μέσα στο σπίτι, αλίμονο! Το καλοκαίρι σκας από τη ζέστη και το χειμώνα καίγεσαι επίσης σα να είσαι μέσα στο μπάνιο, σε πνίγει η μυρουδιά του καπνού και πλήττεις, πλήττεις…

Για πρώτη φορά επισκέφτηκα αυτό το σπίτι, είναι πολύς καιρός τώρα, κατά παραγγελία – έφερνα χαιρετίσματα του νοικοκύρη, του συνταγματάρχη Τσικαμάσωφ στη γυναίκα του και στην κόρη του. Αυτή ήταν η πρώτη μου επίσκεψη και τη θυμάμαι πολύ καλά. Και πώς να μην τη θυμάμαι!


Για φανταστείτε μια μικροκαμωμένη δύσκολη γυναικούλα γύρω στα σαράντα, που σας κοιτάζει με τρόμο και κατάπληξη, την ώρα που εσείς μπαίνετε από το χωλ στη αίθουσα. Είστε «ένας ξένος», «νεαρός» μουσαφίρης – και αυτό αρκεί για να προκαλέσει την έκπληξη και τον τρόμο. Δεν κρατάτε στο χέρι βούρδουλα, ούτε τσεκούρι ή περίστροφο, χαμογελάτε πολύ φιλικά, αλλά σας υποδέχονται ταραγμένοι.

–  Ποιον έχω την τιμή και την ευχαρίστηση να βλέπω; Σας ρωτά με τρεμάμενη φωνή η γυναίκα η οποία, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι η κυρία Τσικαμάσωφ.

Λέτε ποιος είστε και ποιος ο σκοπός του ερχομού σας. Ο τρόμος και η πρώτη έκπληξη αμέσως μεταβάλλονται σ’ ένα διαπεραστικό χαρμόσυνο «αχ!» κι ένα παιχνίδισμα των ματιών. Αυτό το «αχ» σαν την ηχώ περνά από το χωλ στην αίθουσα, από την αίθουσα στο σαλόνι, από το σαλόνι στην κουζίνα… μέχρι και αυτής της αποθήκης. Σε λίγο όλο το σπίτι γεμίζει με τα χαρμόσυνα, ποικιλόχρωμα «αχ». Ύστερα από πέντε λεπτά κάθεστε στο σαλόνι, στο μεγάλο, μαλακό, φλογερό ντιβάνι και ακούτε πώς προφέρει αυτό το εγκάρδιο «αχ» όλη η οδός Μόσχας.

Ένιωσα τη μυρουδιά σκόνης για βότρυδες, και παπουτσιών από δέρμα κατσίκας, που έστεκαν δίπλα μου πάνω το τραπέζι, τυλιγμένα μέσα στο μαντήλι. Στα παράθυρα ήταν γλάστρες, γεράνια και κάτι μπερντεδάκια από μουσελίνα. Πάνω στα μπερντεδάκια κάθονταν καλοθρεμμένες μύγες. Στον τοίχο ήταν η προσωπογραφία κάποιου δεσπότη, λαδομπογιά, σκεπασμένη με γυαλί που ήταν σπασμένο σε μια γωνία. Μετά τον δεσπότη ακολουθούσαν διάφοροι πρόγονοι με κίτρινες σαν το λεμόνι τσιγγάνικες φυσιογνωμίες. Πάνω στο τραπέζι έστεκε μια δαχτυλήθρα, ένα καρούλι κλωστή, μια πεταγμένη κάλτσα, πάνω στο πάτωμα κάτι αχνάρια και μια μαύρη μπλούζα με τρυπώματα.

Στο διπλανό δωμάτιο δυο αναστατωμένες γριούλες αρπάζουν βιαστικά από το πάτωμα τ’ αχνάρια κι ένα κομμάτι ύφασμα…

—Να μας συγχωρείτε, βρισκόμαστε σε μεγάλη ακαταστασία! Είπε η Τσικαμάσοβα.

Η Τσικαμάσοβα μιλούσε μαζί μου και ντροπαλά κοίταζε προς το μέρος της πόρτας.

Και ακούστηκε πίσω από την πόρτα μια γυναικεία φωνή η οποία έλεγε γαλλικά με μερικά λάθη:

-Πού είναι ο γραβάτος μου (λάθος) τον οποίον μου έστειλε ο πατέρας μου από το Κιουρσκ;

-Αχ, Μαρία, απάντησε γαλλικά η κυρία, βρίσκεται εδώ ένας άνθρωπος πολύ ολίγον γνωστός… καλύτερα ρώτα τη Λουκέρια…

Και διάβασα στα μάτια της Τσικαμάσοβας που είχε κοκκινίσει από ευχαρίστηση: «Και όμως τι ωραία που τα μιλάμε εμείς τα γαλλικά!»

Σε λίγο άνοιξε η πόρτα, και είδα μια ψηλή ξερακιανή κόρη, ως δεκαεννιά χρονών, μ’ ένα μακρύ φουστάνι από μουσελίνα και χρυσή ζώνη όπου ήταν κρεμασμένο, το θυμάμαι, ένα ριπίδι από ελεφαντόδοντο. Μπήκε μέσα, κάθισε και κοκκίνισε.

Στην αρχή κοκκίνισε η μακριά μύτη της, πειραγμένη λίγο από την ευλογιά, ύστερα η κοκκινάδα ανέβηκε στα μάτια και στους κροτάφους.

-Η κόρη μου! Είπε με τραγουδιστή φωνή η Τσικαμάσοβα, και αυτός εδώ ο νεαρός είναι, Μάνετσκα, που…

Συοτήθηκα κι εξέφρασα την έκπληξή μου για τα πολλά αχνάρια. Η μητέρα και η κόρη κατέβασαν τα μάτια.

-Της Αναλήψεως είχαμε εμποροπανήγυρη, είπε η μητέρα. Εμείς πάντοτε στην εμποροπανήγυρη αγοράζουμε υφάσματα και ράβουμε ολόκληρη τη χρονιά, ως την ερχόμενη εμποροπανήγυρη. Ποτέ δεν δίνουμε έξω να μας ράψουν. Ο σύζυγός μου, ο Πιοτρ Στεπάνιτς, δεν κερδίζει και πολλά και δεν επιτρέπεται να κάνουμε λούσα. Αναγκαζόμαστε να τα ράβουμε μόνες μας.

-Αλλά ποιος τα φορεί τόσα πολλά; Εσείς είστε μόνο δύο.

-Αχ… μήπως είναι δυνατό να τα φορέσει κανείς όλα αυτά! Αυτά είναι για τα προικιά!

-Αχ, μαμά, τι λες; Είπε η κόρη και κοκκίνισε. Πράγματι μπορεί να το πιστέψει ο κύριος. Εγώ ποτέ μου δεν θα παντρευτώ! Ποτέ!

Το είπε, αλλά στη λέξη «παντρευτώ» άναψαν τα μάτια της. Σέρβιραν τσάι, παξιμάδια, γλυκό του κουταλιού, βούτυρο και ύστερα πρόσφεραν σμέουρα με καϊμάκι. Στις εφτά το βράδυ πρόσφεραν δείπνο από έξι φαγητά, και την ώρα του φαγητού άκουσα ένα πολύ δυνατό χασμουρητό. Κάποιος χασμουρήθηκε δυνατά από το γειτονικό δωμάτιο. Κατάπληκτος κοίταξα στην πόρτα: μόνον άντρα μπορεί να χασμουρηθεί έτσι.

-Είναι ο αδελφός του Πιότρ Σεμιόνιτς, ο Εγκόρ Σεμιόνιτς… εξήγησε η Τσικαμάσοβα όταν είδε την έκπληξή μου. Ζει μαζί μας από πέρσι. Να τον συγχωρέσετε που δεν παρουσιάστηκε. Είναι λίγο αγρίμι… ντρέπεται τους άλλους… Είναι για να μπει σε μοναστήρι… Τον αδίκησαν στην υπηρεσία… Και τώρα από το κακό του…

Μετά το δείπνο η Τσικαμάσοβα μου έδειξε το πετραχήλι που κέντησε με τα χέρια του ο Εγκόρ Σεμιόνιτς για να το δωρίσει στην εκκλησία. Η Μάνετσκα άφησε προς στιγμή τις ντροπές και μου έδειξε μια σακούλα, που μόνη της κέντησε για τον πατέρα. Όταν προσποιήθηκα πως μου έκανε εντύπωση η εργασία της, κοκκίνισε και κάτι ψιθύρισε στο αυτί της μητέρας της. Η μητέρα έλαμψε κι μου πρότεινε να πάμε στην αποθήκη. Εκεί είδα πέντε μεγάλα σεντούκια και πολλά άλλα μικρότερα σεντούκια και κιβώτια.

-Αυτά είναι τα προικιά! Μου ψιθύρισε η μητέρα. Τα ράψαμε μα τα χέρια μας.

Αφού είδα και αυτά τα σεντούκια, αποχαιρέτισα τους φιλόξενους οικοδεσπότες. Και τους έδωσα το λόγο μου, σύμφωνα με την επιθυμία τους, ότι θα ξανάρθω και άλλη φορά.

Αυτό το λόγο μου τον κράτησα ύστερα από εφτά χρόνια μετά την πρώτη μου επίσκεψη, όταν μ’ έστειλαν σε κείνη την κωμόπολη σαν εμπειρογνώμονα για κάποια δίκη. Όταν ξαναπήγα στο μικρό εκείνο σπιτάκι άκουσα πάλι τα ίδια αχ και βαχ… Με γνώρισαν… Αυτό μας έλειπε! Η πρώτη μου επίσκεψη ήταν αληθινό γεγονός στη ζωή τους και όταν τα γεγονότα είναι σπάνια δεν τα ξεχνά κανείς εύκολα, αλλά τα θυμάται επί πολύν καιρό.

Όταν μπήκα στο σαλόνι, είδα τη μητέρα που είχε παχύνει περισσότερο και τα μαλλιά της ήτανε πια γκρίζα, να σέρνεται στο πάτωμα για να κόψει κάποιο μπλε ύφασμα… Η κόρη καθότανε στο ντιβάνι και κεντούσε. Τα ίδια αχνάρια, η ίδια μυρουδιά της σκόνης για τις βότρυδες, το ίδιο πορτραίτο με το γυαλί το σπασμένο στην άκρη.

Υπήρξαν όμως και μερικές αλλαγές. Κοντά στην προσωπογραφία του δεσπότη κρεμόταν η προσωπογραφία του Πιοτρ Σεμιόνιτς και οι κυρίες φορούσαν πένθος. Ο Πιοτρ Σεμιόνιτς είχε πεθάνει μια βδομάδα μετά τον προβιβασμό του σε στρατηγό. Αρχισαν οι αναμνήσεις… Η στρατηγίνα έκλαψε λίγο.

-Μεγάλη η συμφορά μας! Είπε. Ο Πιοτρ Σεμιόνιτς που ξέρατε, δεν υπάρχει πλέον. Ορφανέψαμε εγώ και κείνη και πρέπει μόνες να φροντίζουμε για όλα. Ο Εγκόρ Σεμιόνιτς ζει, αλλά δεν μπορούμε να πούμε τίποτα καλό γι’ αυτόν. Στο μοναστήρι δεν τον δέχτηκαν εξαιτίας… εξαιτίας των οινοπνευματωδών ποτών που έπινε. Και τώρα πίνει ακόμη περισσότερο από τον καημό του.

Θέλω να πάω στον πρόεδρο του συλλόγου μας, των ευγενών, για να κάνω τα παράπονά μας. Για φανταστείτε, αρκετές φορές άνοιξε τα σεντούκια, πήρε διάφορα πράγματα από τα προικιά της Μάνετσκας και τα μοίρασε στους οδοιπόρους καλόγερους που γυρίζουν από μοναστήρι σε μοναστήρι. Δυο σεντούκια τ’ άδειασε ολωσδιόλου! Αν αυτό συνεχιστεί, η καλή μου Μάνετσκα θα μείνει χωρίς προίκα.

-Τι λέτε, μαμά; Είπε η Μάνετσκα και ντράπηκε. Ποιος ξέρει τι μπορεί να φανταστεί ο κύριος… Εγώ ποτέ μου, ποτέ μου δεν θα παντρευτώ!

Η Μάνετσκα με έκσταση κι ελπίδα κοίταζε στο ταβάνι και ήταν φανερό πως δεν πίστευε σε κείνα που έλεγε.

Στο χωλ πέρασε και χάθηκε μια μικρή ανδρική σιλουέτα, με μεγάλη φαλάκρα και με μια καφετιά ρεντιγκότα. Φορούσε γαλότσες αντί παπούτσια και στο πέρασμά του ακούστηκε ένα θρόισμα λες κι ήτανε ποντικός.

«Ασφαλώς θα είναι ο Εγκόρ Σεμιόνιτς», σκέφτηκα εγώ.

Κοίταζα τη μάνα και την κόρη: είχανε γεράσει και καταβληθεί και οι δυο. Το κεφάλι της μητέρας είχε ασπρίσει, και η κόρη είχε μαραθεί, χλώμιασε. Θα ‘λεγες πως η μητέρα περνούσε την κόρη μόλις πέντε χρόνια.

-Ετοιμάζομαι να πάω στον πρόεδρο, μου είπε η γριά ξεχνώντας πως μου είχε ξαναμιλήσει γι αυτό. Θέλω να διαμαρτυρηθώ! Ο Εγκόρ Σεμιόνιτς μας τα ξεσηκώνει όλα όσα ράβουμε, και κάπου τα χαρίζει για να σώσει την ψυχή του. Η Μάνετσκα έμεινε χωρίς προίκα!

Η Μάνετσκα κοκκίνισε αλλά δεν έβγαλε μιλιά.

-Θα αναγκαστούμε να τα ράψουμε όλα από την αρχή, και ο Θεός ξέρει πως δεν είμαστε πλούσιες! Είμαστε ορφανές και οι δυο!

-Είμαστε ορφανές! Επανέλαβε η Μάνετσκα.

Πέρυσι, έτσι τα ‘φερε η τύχη και ξαναπήγα στο γνωστό σπιτάκι. Μπαίνοντας στο σαλόνι, είδα τη γριά Τσικαμάσοβα. Ήταν ντυμένη στα μαύρα, με κρέπια, καθότανε στο ντιβάνι και κάτι έραβε. Δίπλα της καθόταν ένα γεροντάκι με καφετιά ρεντιγκότα κα αντί παπούτσια φορούσε γαλότσες. Αμα με είδε ο γέρος πετάχτηκε κι έφυγε τρεχάτος από το σαλόνι.

Απαντώντας στο χαιρετισμό μου η γριά χαμογέλασε και είπε γαλλικά:

-Είμαι γοητευμένη που σας ξαναβλέπω, κύριε.

-Τι ράβετε; τη ρώτησα σε λίγο.

-Ένα πουκαμισάκι, μου είπε ρωσικά. Θα το ράψω και θα το πάω στον ιερέα να το κρύψει, διαφορετικά θα μας το πάρει ο Εγκόρ Σεμιόνιτς. Τώρα εγώ όλα τα κρύβω στον παπά, μου είπε ψιθυρίζοντας.

Και ρίχνοντας μια ματιά στο πορτραίτο της κόρης, που έστεκε στο τραπέζι, αναστέναξε και είπε!

-Είμαστε πεντάρφανες!

Και πού είναι η κόρη; Που είναι η Μάνετσκα; Δε ρώτησα. Δεν ήθελα να ρωτήσω τη γριά που ήταν βουτηγμένη στο πένθος, και όλο τον καιρό που καθόμουν στο μικρό σπιτάκι ώσπου έφυγα, η Μάνετσκα δεν παρουσιάστηκε. Δεν άκουσα ούτε τη φωνή της ούτε τα ήσυχα δειλά της βήματα… Το πράγμα ήταν ολοφάνερο, και ήταν τόση η θλίψη που πίεζε την ψυχή μου.

***

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -