Γραμμένο καθώς είναι σε καιρούς οικονομικής κρίσης, το σημερινό μας σημείωμα θα ασχοληθεί με τον κόσμο του χρήματος και των νομισμάτων. Εννοείται ότι θα κάνουμε διερεύνηση γλωσσική, αν και πρέπει να προειδοποιήσω ότι το θέμα είναι απέραντο, τόσο εκτενές που εύκολα θα μπορούσε να γραφτεί σχετικό βιβλίο.
Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη χρήμα σήμαινε αρχικά κάτι που χρησιμοποιεί ή χρειάζεται κάποιος, και προέρχεται από το απρόσωπο ρήμα «χρη». Κι επειδή τα χρειαζούμενα που έχει κάποιος απαρτίζουν την κινητή περιουσία του, γρήγορα η λέξη «χρήματα» πήρε τη σημασία τη σημερινή· όμως, είχε επίσης και τη σημασία «πράγματα». Έτσι, όταν ο Πλάτωνας λέει «πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος» εννοεί ότι ο άνθρωπος είναι κριτήριο των πάντων, όταν όμως ο Δημοσθένης φώναζε στην εκκλησία του δήμου: «δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων» δεν εννοούσε βέβαια τα πράγματα, ούτε τα χρειώδη, αλλά ειδικώς εννοούσε τα χρήματα: τα λεφτά, τα νομίσματα, τη μονέδα, τα όβολα, τους παράδες, τα γρόσια, τα άσπρα, τα πεκούνια· τα τάλιρα, τα φράγκα, τα μπικικίνια, τα ψιλά, το μαρούλι, το χαρτί, το μαλλί, το μπαγιόκο· τα καπίκια, τα μπακίρια, το καύσιμο, το μπερντέ, τα γκαφρά, για να κάνουμε μια κάθε άλλο παρά εξαντλητική καταγραφή διάφορων ονομασιών –και ελπίζω να μη με θεωρήσετε ασεβή που κόλλησα πλάι στους αρχαίους μας προγόνους τις αργκοτικές ονομασίες της τρέχουσας επικαιρότητας, που ασφαλώς μερικές θα αποδειχτούν εφήμερες και θα ξεχαστούν σε μερικές δεκαετίες, όπως έχει σχεδόν ξεχαστεί σήμερα ο «μπαμπακόσπορος» τον οποίο απαιτούσαν οι ήρωες των Χαλασοχώρηδων του Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους.
Μια από τις επίκαιρες λέξεις του χρήματος εδώ και αρκετούς μήνες είναι αναμφίβολα η τράπεζα αφού σε όλο τον κόσμο οι τραπεζίτες ζήτησαν και πήραν απίστευτα ποσά, που ψηλώνει ο νους σαν κάθεσαι να τα λογαριάσεις. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία της λέξης. Η λέξη τράπεζα ήταν στα αρχαία τετράπεζα, από τα τέσσερα πόδια που έχει το τραπέζι, αλλά η πρώτη συλλαβή σίγησε κι έπεσε· αυτό το φαινόμενο λέγεται «απλολογία», κι όταν έχει συμβεί πριν από καμιά τριανταριά αιώνες το θεωρούμε ιερό και μεγαλειώδες, αλλά όταν γίνεται μπροστά στα μάτια μας και ακούμε κάποιον πιτσιρικά να λέει «περιβαντολόγος» μας φαίνεται ένδειξη έσχατης γλωσσικής παρακμής.
Από την άλλη, το χρήμα κυκλοφορεί σε νομίσματα, και νόμισμα στα αρχαία, από τη λέξη «νόμος», ήταν αρχικά ο καθιερωμένος θεσμός, και στη συνέχεια η χρηματική μονάδα που είχε καθιερωθεί ως μέσο συναλλαγής. Πολλά νομίσματα πήραν το όνομά τους από μονάδες μέτρησης βάρους, όπως η λίρα (από το λατινικό libra), το μάρκο, το αγγλικό pound ή το αρχαίο τάλαντο. Παρόμοια ίσως, η δραχμή ετυμολογείται από το ρήμα δράττω (αρπάζω), εξέφραζε δηλαδή αυτό που μπορούσε κάποιος να κρατήσει στο χέρι του. Από την άλλη, το φράγκο ονομάστηκε έτσι από τα μεσαιωνικά νομίσματα που έγραφαν επάνω Rex Francorum (ρήγας των φράγκων). Για το δολάριο έχω ξαναγράψει στο Φαινόμενο· πήρε το όνομά του από τη γερμανική λέξη Tal (= κοιλάδα) και πιο συγκεκριμένα από τη Joachimstal, την κοιλάδα της Βοημίας που είχε πλούσια ορυχεία αργύρου από τα οποία κόπηκαν ασημένια νομίσματα που ονομάστηκαν Joachimstaler, και σε σύντμηση Taler. Από εκεί το dollar, από εκεί και το δικό μας τάλιρο. Από το άνθος που είχαν πάνω τους τα νομίσματα της Φλορεντίας πήρε το όνομά του το φιορίνι, από εκεί και το δικό μας φλουρί.
Βέβαια, μόνο για τα ονόματα νομισμάτων θα μπορούσε κανείς να γράψει βιβλίο, οπότε δεν θα επεκταθώ. Να πω μόνο ότι η δραχμή δεν ήταν το πρώτο νόμισμα του νεοελληνικού κράτους· ο Καποδίστριας είχε κόψει «φοίνικες», αλλά το νόμισμα αυτό δεν έπιασε. Η δραχμή εμφανίστηκε επί Όθωνα. Βέβαια, εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν ένα σωρό νομίσματα, οθωμανικά ή δυτικά, και στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, π.χ. στον Παπαδιαμάντη, βρίσκει κανείς ονόματα παλιών νομισμάτων που δύσκολα μαντεύει την ετυμολογία τους. Αν στο σφάντζικο αναγνωρίζουμε έστω και με δυσκολία το γερμανικό zwanzig, στη σιχνάτσα ελάχιστοι θα διακρίνουν το γαλλικό assignat, όπως ονομάστηκαν τα ομόλογα που κυκλοφόρησε η επαναστατική Γαλλία στο τέλος του 18ου αιώνα με υποθήκευση των εθνικών κτημάτων.
Η καθιέρωση του ευρώ, το οποίο πρόσφατα γιόρτασε τα δέκα του χρόνια, θεωρείται επισήμως ευεργετική για τις οικονομίες των κρατών της ευρωζώνης, αν και οι νοικοκυρές, σε όλες τις χώρες, ισχυρίζονται ότι ανέβασε τις τιμές –μάλιστα οι γερμανοί κόλλησαν ένα Τ στην ονομασία του Euro και το είπανε κοροϊδευτικά Teuro, δηλαδή ακριβό. Από γλωσσικής ωστόσο πλευράς, το ευρώ μάλλον καταστροφικά λειτούργησε αφού τα παλιά νομίσματα που καταργήθηκαν σε κάθε χώρα είχαν συσσωρεύσει τεράστιο γλωσσικό και λαογραφικό πλούτο. Βέβαια, αν το δούμε από μια άλλη οπτική γωνία, τα παλιά νομίσματα εξακολουθούν να ζουν και να κυκλοφορούν μέσα από τη γλώσσα.
Άλλωστε, αν η γλώσσα είναι συντηρητική, αυτό ίσως ισχύει ακόμα περισσότερο σε σχέση με τα χρήματα και τα νομίσματα. Ο καθένας μας έχει μέσα στο γλωσσικό του ταμείο και χρησιμοποιεί καθημερινά λέξεις που ανακαλούν νομίσματα παλιότερων εποχών, όχι μόνο τα πρόσφατα παλιά, αλλά και του απώτερου παρελθόντος.
Μας ζητούν τον οβολό μας για κάποιον καλό σκοπό, αλλά βέβαια ο οβολός, υποδιαίρεση της δραχμής, πάνε αιώνες και χιλιετίες που έχει γίνει μουσειακό είδος. Λέμε για κάποιον ότι είναι παραδόπιστος, ή ότι έχει παραδάκι (εδώ το υποκοριστικό λειτουργεί επαυξητικά!) κι όμως ο παράς, νόμισμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έχει πάψει να ισχύει ακόμα και στην Τουρκία (ήταν η κατώτατη υποδιαίρεση της τούρκικης λίρας· η λίρα είχε εκατό γρόσια και κάθε γρόσι είχε σαράντα παράδες). Όταν αδιαφορούμε για κάτι, λέμε ότι δεν δίνουμε πεντάρα ή δεκάρα (συχνά: τσακιστή) γι’ αυτό –μα, και να θέλαμε, δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε, αφού οι δεκάρες και οι πεντάρες με την τρύπα είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία αρκετές δεκαετίες πριν έρθει το ευρώ. Όπως επίσης είχαν εκλείψει τα δίδραχμα, αλλά διατηρούνταν στη φράση τέρμα τα δίφραγκα, που γεννήθηκε από τους εισπράκτορες των λεωφορείων όταν ακόμα η τιμή του εισιτηρίου κλιμακωνόταν ανάλογα με το μήκος της διαδρομής, και μετά πήρε μεταφορική σημασία. Οπότε, και η καθιέρωση του ευρώ δεν πρόκειται να διώξει από τη γλωσσική χρήση τα παλιότερα ονόματα, τουλάχιστον όχι για μερικές δεκαετίες. Προς το παρόν, κανείς δεν είπε «τέρμα τα δίευρα», παρά μόνο στ’ αστεία.
Αυτή η επιμονή των παλιών ονομασιών δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο της ελληνικής γλώσσας. Οι γαλλομαθείς θα ξέρουν ότι η λέξη sou, που κάποτε σήμαινε ένα υπαρκτό νόμισμα (τα σόλδια που βρίσκουμε στις μεταφράσεις των Αθλίων), το οποίο ανάγεται στο solidus του Μεγάλου Κωνσταντίνου και διατηρήθηκε σαν το εικοστό της λίρας μέχρι τη μεταρρύθμιση του 1795 που γέννησε το φράγκο, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη γλώσσα που έχει δώσει δεκάδες εκφράσεις –άλλωστε sous λέγονται στα γαλλικά και γενικώς τα χρήματα, δηλαδή τα λεφτά. Τα οποία λεφτά ονομάστηκαν βεβαίως έτσι από τα λεπτά, δηλαδή από τη νομισματική μονάδα λεπτό, που ανάγεται στο ελληνιστικό «λεπτόν νόμισμα». Λεπτά είχαμε σαν υποδιαίρεση της δραχμής, σιγά-σιγά περιέπεσαν σε αχρηστία λόγω του πληθωρισμού, αλλά αναστήθηκαν πάλι στην κοινή χρήση με τον ερχομό του ευρώ.
Κάποιες φορές, τα νομίσματα που έχουν καταργηθεί στη χώρα που τα γέννησε, επιζούν αλλού. Έτσι η δραχμή, καταργημένη πια σε μας, επιζεί, αν όχι η ίδια πάντως τα εγγόνια της, στον αραβικό κόσμο. Μιλάω για το ντιρχάμ (dirham), που είναι η βασική νομισματική μονάδα στο Μαρόκο και στα Αραβικά Εμιράτα, ενώ ως υποδιαίρεση του δηναρίου (dinar) υπάρχει επίσης στη Λιβύη, την Τυνησία και το Κουβέιτ, καθώς και ως υποδιαίρεση του ριάλ στο Κατάρ. Κάτι παρόμοιο ισχύει για τους καταργημένους οθωμανικούς παράδες: επιζούν όχι μόνο στη φρασεολογία, αλλά και ως υποδιαίρεση του σέρβικου δηναρίου. Και την προηγούμενη φορά που το Μαυροβούνιο ήταν ανεξάρτητο, στις αρχές του 20ού αιώνα, είχε σαν νόμισμα το perper, που είναι, σωστά το καταλάβατε, εγγονάκι των βυζαντινών υπέρπυρων.
Για τα άλλα νομίσματα που κατάργησε το ευρώ, δηλαδή την πεσέτα, το εσκούδο ή την κορώνα, δεν πρόφτασα να γράψω, ούτε άλλωστε για τα νομίσματα των νέων κρατών μελών που σιγά-σιγά περνούν στην ιστορία καθώς τα αντικαθιστά το αδηφάγο νέο νόμισμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν κι εκείνα ενδιαφέρουσες ιστορίες· λογουχάρη το ζλότι, το πολωνικό, σημαίνει «χρυσό», κι είναι μια λέξη που τη βρίσκουμε σε όλες τις σλάβικες γλώσσες, καθώς και στη ζολότα, ένα ακόμα από τα πολλά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στον ελλαδικό χώρο επί τουρκοκρατίας –και βέβαια στο επώνυμο Ζολώτας. Αλλά ο χώρος στο φιλόξενο Φαινόμενο τελείωσε, οπότε τα υπόλοιπα τα αφήνουμε ίσως για μια άλλη φορά.
Πηγή: sarantakos
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Τράπεζες και τοκογλύφοι στην Αρχαία Ελλάδα
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…