Η μπάλα των Κινέζων ήταν δερμάτινη, παραγεμισμένη με κάνναβη. Οι Αιγύπτιοι της εποχής των Φαραώ την έφτιαχναν από άχυρο ή πίτυρα, και την τύλιγαν με χρωματιστά πανιά. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την κύστη του βοδιού, την οποία γέμιζαν και έραβαν.
Οι Ευρωπαίοι του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης έπαιζαν με μια μπάλα σχήματος οβάλ, παραγεμισμένη με αλογότριχες. Στην Αμερική, την έφτιαχναν από καουτσούκ, και χοροπηδούσε όσο σε κανένα άλλο μέρος.
Οι χρονικογράφοι της ισπανικής αυλής αναφέρουν με τι τρόπο ο Ερνάν Κορτές έκανε μια μεξικανική μπάλα να πετάξει ψηλά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του αυτοκράτορα Καρόλου.
Η μπάλα από λάστιχο, που τη φούσκωναν και την κάλυπταν με δέρμα, γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, χάρη στην ευρηματικότητα του Τσαρλς Γκούντγιαρ, ενός Αμερικανού από το Κονέκτικατ. Και χάρη στην ευρηματικότητα τριών Αργεντινών από την Κόρδοβα, του Τοσολίνι, του Βαλμπονέζι και του Πόλο, γεννήθηκε, πολύ αργότερα, η μπάλα χωρίς ραφές.
Οι ίδιοι επινόησαν τον αεροθάλαμο (σαμπρέλα) με βαλβίδα ασφαλείας, τον οποίο γέμιζαν αέρα με αντλία, κι έτσι από το Μουντιάλ του ’38 οι παίκτες δεν έγδερναν πια το κεφάλι τους.
Γύρω στα μέσα του 20ού αιώνα, η μπάλα ήταν καφέ. Στη συνέχεια άσπρη. Σήμερα τα μοντέλα είναι μαύρα σε άσπρο φόντο, με διάφορες παραλλαγές.
Τώρα έχει περίμετρο εβδομήντα εκατοστά και είναι καλυμμένη με πολυουρεθάνη πάνω σε αφρό πολυαιθυλενίου. Είναι αδιάβροχη, ζυγίζει λιγότερο από μισό κιλό, και κινείται γρηγορότερα από την παλιά δερμάτινη μπάλα, που γινόταν ασήκωτη τις βροχερές μέρες.
Στη Βραζιλία δεν αμφιβάλλει κανείς ότι είναι γυναίκα. Οι Βραζιλιάνοι τη λένε χοντρούλα, γκορντουτσίνια, ή κοριτσάκι, μενίνα, και της δίνουν διάφορα ονόματα, Μαρικότα, Λεονόρ ή Μαργαρίτα.
Ο Πελέ τη φίλησε στο Μαρακανά, όταν έβαλε το χιλιοστό του γκολ, και ο Ντι Στέφανο της έστησε μνημείο στην είσοδο του σπιτιού του, μια μπρούντζινη μπάλα με την επιγραφή
Σ’ ευχαριστώ, παλιοκόριτσο.
Όμως η μπάλα έχει και τις ιδιοτροπίες της, και καμιά φορά δεν θέλει να μπει στο τέρμα, γιατί αλλάζει γνώμη στον αέρα, και λοξοδρομεί. Είναι, βλέπετε, πολύ μυγιάγγιχτη. Δεν ανέχεται να την κλοτσάνε εκδικητικά, ή να την κακομεταχειρίζονται. Απαιτεί να τη χαϊδεύουν, να τη φιλάνε, να τη νανουρίζουν στο στήθος, ή στο πόδι τους. Είναι πολύ περήφανη, και ίσως λιγάκι αλαζονική, αλλά δεν έχει άδικο: ξέρει καλά πως δίνει χαρά σε πολλές ψυχές, και πως πολύς κόσμος κοψοχολιάζεται όταν πέφτει άγαρμπα.
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο υπήρξε «ένας ζητιάνος που περιφέρεται ανά τον κόσμο, παρακαλώντας για λίγο καλό ποδόσφαιρο στα γήπεδα» μιλώντας και γράφοντας πολύ και για την«ιστορία του ποδοσφαίρου που είναι ένα θλιβερό ταξίδι από το πηγαίο στο αναγκαίο». Κατάφερε να συγκεράσει με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο δύο μεγάλες παραδόσεις της Λατινικής Αμερικής στον 20ο αιώνα, το ποδόσφαιρο και τη λογοτεχνία. Στις 13 Απριλίου 2015 πήγε να συναντήσει τους αγαπημένους του Σκιαφίνο και Βαρέλα που συνεχίζουν να παίζουν με ουρουγουανικό στυλ στο γήπεδο του ουρανού.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πάπυρος.
Πηγή: footballista
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…