Μια μέρα σαν σήμερα, ακριβώς πριν 100 χρόνια, 22 Νοεμβρίου 1916, έφυγε από τη ζωή ο Τζακ Λόντον. Ας διαβάσουμε μερικά επιλεγμένα αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο του “Ο δρόμος”:
Ήταν στο Ρένο της Νεβάδα, καλοκαίρι του 1892. Ήταν και παζάρι κι η πόλη ήταν γεμάτη μικρολωποδύτες και απατεωνίσκους, για να μη μιλήσουμε για στίφη ολόκληρα από πειναλέους αλήτες. Οι πειναλέοι αλήτες έκαναν την πόλη «πειναλέα» πόλη. Βροντούσαν τις πίσω πόρτες των σπιτιών των ευυπόληπτων πολιτών, μέχρι που οι πίσω πόρτες έπαψαν πια ν’ ανοίγουν.
Δύσκολη πόλη για μάσες, έλεγαν τον καιρό εκείνο οι αλήτες. Ξέρω πως μου ‘λειψαν πολλά γεύματα, παρά το γεγονός ότι μπορούσα να συρθώ ως την επόμενη αν μου βροντούσαν κατάμουτρα μια πόρτα, για να τσιμπήσω κάτι ή να με τραπεζώσουν ή και να ζητιανέψω στο δρόμο. Βρέθηκα σε τόσο δύσκολη θέση σ’ αυτή την πόλη, που, μια μέρα, ξέφυγα απ’ το φύλακα και τρύπωσα στο ιδιωτικό βαγόνι ενός περιοδεύοντα εκατομμυριούχου. Το τρένο ξεκινούσε την ώρα που ανέβηκα στο βαγόνι και όρμηξα στον εκατομμυριούχο που λέγαμε, ενώ μόλις ένα βήμα πίσω μου είχα το φύλακα, που πολεμούσε να με τσακώσει. Η τύχη μου κρεμόταν από μια κλωστή, γιατί μόλις ακούμπησα τον εκατομμυριούχο, με τσίμπησε κι ο φύλακας. Δεν είχα καιρό για τυπικότητες.
[….] Μα αυτό το κάτι που ‘θελα να φάω με δυσκόλεψε πολύ. Σε μια ντουζίνα σπίτια, με πέταξαν με τις κλωτσιές έξω. Μερικές φορές, με πρόσβαλαν κιόλας και τα αμπαρωμένα σπίτια με πληροφορούσαν πως θα τις έτρωγα στα γερά αν τολμούσα να τα ενοχλήσω. Το χειρότερο ήταν ότι οι πληροφορίες αυτές ήταν σωστές. Γι’ αυτό και το ‘χα πάρει απόφαση να φύγω την ίδια εκείνη νύχτα για τα δυτικά. Ο Τζον ο Νόμος έφερνε βόλτες στην πόλη, γυρεύοντας τους νηστικούς και τους άστεγους, γιατί αυτό αξίωναν οι αμπαρωμένοι κάτοικοι της πόλης.
Σ’ άλλα σπίτια, μου βροντούσαν κατάμουτρα την πόρτα, κόβοντας στη μέση τα ευγενικά και ταπεινά μου παρακάλια να μου δώσουν κάτι να φάω. Σ’ ένα σπίτι, δεν άνοιξαν καν την πόρτα. Στάθηκα στο κατώφλι και χτύπησα κι οι από μέσα με κοιτούσαν απ’ το παράθυρο. Κρατούσαν μέχρι κι ένα καλοθρεμμένο παιδάκι ψηλά, στους ώμους τους, για να του δείξουν κι εκείνου τον αλήτη που δεν έμελλε να πάρει ούτε ψίχουλο απ’ το σπίτι τους.
[….] Στη θύμησή μου έχει μείνει ένα συγκεκριμένο σπίτι απ’ όπου με διώξανε κείνο το βράδυ. Τα παράθυρα της βεράντας έβλεπαν στην τραπεζαρία και μέσα απ’ αυτά είδα έναν άντρα να τρώει πίτα, μια μεγάλη κρεατόπιτα. Στάθηκα στην ανοιχτή πόρτα και, την ώρα που μιλούσαμε, εξακολουθούσε το φαγητό του. Ευημερούσε και η ευμάρειά του τον είχε κάνει να δυσφορεί με τα λιγότερο τυχερά αδέρφια του.
Έκοψε στη μέση τα παρακάλια μου να μου δώσουν κάτι να φάω και γάβγισε: «Δεν πιστεύω πως θες να δουλέψεις».
Ε, αυτό ήταν τελείως ξεκάρφωτο. Δεν είχα πει τίποτα για δουλειά. Το θέμα της συζήτησης που άνοιξα ήταν το «φαΐ». Στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να δουλέψω. Ήθελα να πάρω το νυχτερινό τρένο για τα δυτικά.
«Δε θα πεινούσες αν έβρισκες δουλειά», γρύλισε.
Έριξα μια ματιά στην πειθήνια γυναίκα του και κατάλαβα ότι, αν δεν ήταν παρών αυτός ο Κέρβερος, θα την είχα δοκιμάσει τούτη την κρεατόπιτα. Μα ο Κέρβερος έτρωγε τώρα ολομόναχος την πίτα και κατάλαβα ότι, αν ήθελα να την δοκιμάσω κι εγώ, θα έπρεπε να τον κολακέψω. Για τούτο, αναστέναξα βαθιά μέσα μου και δέχτηκα την εργασιακή του ηθική.
«Δε σε πιστεύω», ξεφύσησε.
«Δοκίμασέ με», αποκρίθηκα, συνεχίζοντας τη μπλόφα μου.
«Εντάξει», είπε. «Έλα στη γωνιά του τάδε και του τάδε δρόμου» -(ξέχασα τα ονόματά τους)- «αύριο το πρωί. Ξέρεις, εκεί που είναι εκείνο το καμένο σπίτι. Θα σε βάλω ν’ ανεβάζεις τούβλα».
«Εντάξει, κύριε. Θα ‘ρθω».
Γρύλισε κι εξακολούθησε το φαΐ του. Εγώ περίμενα. Μετά από ένα δυο λεπτά σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε μ’ ένα ύφος που ‘λεγε «ακόμα εδώ είσαι;» και ρώτησε:
«Λοιπόν;».
«Πε…περιμένω να μου δώσετε κάτι να φάω», είπα ευγενικά.
«Το ‘ξερα πως δεν ήθελες να δουλέψεις!» μούγκρισε.
Είχε δίκιο, φυσικά. Μα στο συμπέρασμα του θα πρέπει να ‘φτασε διαβάζοντας τη σκέψη μου, γιατί ήταν αδύνατο να φτάσει με τη λογική σ’ αυτό.
«Βλέπετε, τώρα πεινάω», είπα, ήρεμα πάλι. «Αύριο το πρωί θα πεινάω ακόμα περισσότερο. Σκεφτείτε πόσο θα πεινάω αν όλη τη μέρα ανεβάζω τούβλα χωρίς να βάλω ούτε μπουκιά στο στόμα μου. Αν, όμως, μου δώσετε κάτι να φάω τώρα, αύριο θα είμαι σε καλή φόρμα και θα κουβαλήσω τα τούβλα».
Συλλογίστηκε για ώρα το επιχείρημά μου, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσε να μασάει. Η γυναίκα του έκανε τρέμοντας κάτι να πει, για να εξιλεωθούν οικογενειακά, μα δεν τόλμησε.
«Στο μεταξύ…», άρχισα να λέω, μα με διέκοψε.
«Αν σου δώσω κάτι να φας τώρα, δεν πρόκειται να σε ξαναδώ ποτέ. Α, σας ξέρω εσάς. Για δες με καλά. Δε χρωστάω σε κανέναν. Και ποτέ δεν έπεσα τόσο χαμηλά, ώστε να γυρεύω φαγητό από άλλον. Πάντα έβγαζα το ψωμί μου. Το κακό με σένα είναι πως είσαι τεμπέλης κι ακαμάτης. Το βλέπω στο πρόσωπό σου. Εγώ δούλεψα και ήμουν τίμιος. Μόνος μου ανέβηκα στη θέση που βρίσκομαι. Και συ μπορείς να κάνεις το ίδιο, φτάνει να δουλέψεις και να ‘σαι τίμιος».
«Όπως εσείς;» ρώτησα.
Αλίμονο, η βλοσυρή, τσακισμένη απ’ τη δουλειά ψυχή αυτού του ανθρώπου δεν άφηνε να την αγγίξει ούτε μια αχτίδα χιούμορ.
«Ναι, όπως εγώ», αποκρίθηκε.
«Όλοι μας;» ρώτησα.
«Ναι, όλοι σας», απάντησε, με φωνή γεμάτη σιγουριά.
«Μα αν γινόμασταν όλοι σαν κι εσάς», είπα, «επιτρέψτε μου να σας επισημάνω πως δε θα έμενε κανένας για ν’ ανεβάζει τούβλα για λογαριασμό σας».
Τ ορκίζομαι, τα μάτια της γυναίκας του σα να χαμογέλασαν φευγαλέα. Όσο για κείνον, έμεινε εμβρόντητος. Ποτέ δεν θα μάθω αν αυτό έγινε επειδή φαντάστηκε μιαν ανθρωπότητα μεταρρυθμισμένη, όπου δε θα μπορούσε ν’ απασχολήσει ανθρώπους για να κουβαλάνε τούβλα, ή εξαιτίας του θράσους μου.
Jack London (1876-1916)
Τζακ Λόντον (Jack London) (12 Ιανουαρίου 1876 – 22 Νοεμβρίου 1916)
Πηγή: k-m-autobiographies
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…