Μια μέρα, ένας πιτσιρίκος έστησε τη σκάλα του κι ανέβηκε. Εκεί που τριγυρνούσε με τα χέρια στις τσέπες και χάζευε τα πέριξ, πέφτει πάνω στον Κίτρινο Αυτοκράτορα που έκανε τον πρωινό του περίπατο.
‘Καιαι…, πώς τα περνάτε εκεί κάτω, νεαρέ;’ ρώτησε ο Αυτοκράτορας, αφού αντάλλαξαν τις απαραίτητες ευγένειες.
‘Καλά, Κύριε.’, είπε το παιδί. ‘Μόνο λίγο βαρετά.’
‘Και τι τρώτε;’
‘Φύλλα από δέντρα και φύτρες από μπαμπού.’
Το παιδί ευχαρίστησε, πήρε το σακουλάκι και γύρισε στη γη. Οι σπόροι φυτεύτηκαν, φύτρωσαν κι ωρίμασαν του κόσμου τα καλά: άσπρο ρύζι, μοβ ρύζι, κολλώδες ρύζι, σόργο, κεχρί, βρώμη, στάρι. Όταν, όμως, οι άνθρωποι επιχείρησαν να φάνε τα στάχυα όπως ήταν, δεν ενθουσιάστηκαν ιδιαίτερα. Ο Αυτοκράτορας του Ουρανού που είχε το νου του και είδε τι συνέβαινε, φώναξε το Πνεύμα του Αλέσματος.
‘Σύρε μια βόλτα κάτω,’ του είπε, ‘και δείξε σ’ αυτούς τους ανόητους τι να κάνουν με τα γεννήματα. Και πες τους, στις τρεις μέρες να τρώνε μια φορά.’
Το Πνεύμα του Αλέσματος, στη δουλειά του ήταν μάστορας αλλά, παραπέρα, δεν τού έκοβε και πολύ. Κατέβηκε λοιπόν, έδειξε στους ανθρώπους πώς να θερίζουν, πώς να αλωνίζουν, πώς να αλέθουν ό,τι χρειάζεται άλεσμα και πώς να βράζουν ό,τι θέλει βράσιμο. Καθώς έκανε να φύγει, κοντοστάθηκε.
‘Α!’, έκανε, ‘να μην το ξεχάσω: ο Μεγάλος είπε να τρώτε τρεις φορές τη μέρα.’
Γύρισε το Πνεύμα του Αλέσματος στον ουρανό κι οι άνθρωποι, πανευτυχείς, έκαναν ό,τι τούς είχε συμβουλέψει. Τα στομάχια γέμιζαν, καλογέμιζαν, παραγέμιζαν, κι ύστερα άδειαζαν. Κι ήρθε σιγά – σιγά η γη κι έγινε χαβούζα ένα πράμα, κι ανέβηκε η μπόχα ως τον ουρανό. Ένα πρωί, ξύπνησε ο Αυτοκράτορας, άνοιξε το παράθυρο κι έκανε να τεντωθεί να ξεμουδιάσει στον καθαρό αέρα. Άξαφνα, σούρωσε τη μύτη του με αηδία και μουρμούρισε:
‘Τι σκατά ζέχνει έτσι;…’
Μια κακή υποψία του μπήκε στο μυαλό. Βγήκε έξω, κοίταξε κατά τη γη, είδε ό,τι ήταν να δει και μετά έστειλε να πουν στο Πνεύμα του Αλέσματος να τσακιστεί να ‘ρθει αμέσως.
‘Όσες μου είπες, Ύψιστε’, απάντησε το Πνεύμα του Αλέσματος. ‘Τρεις φορές τη μέρα.’
‘Α, όσες σού είπα… Περιττώματα τα ‘κανες, άχρηστε!’, ξέσπασε ο Αυτοκράτορας, που πρόσεχε το λεξιλόγιό του μπροστά στους κατώτερους θεούς, για να μη δίνει δικαιώματα. ‘Και τι θα κάνουμε τώρα μ’ αυτή τη μπόχα, μου λες;;;’
Αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Άντε να πείσεις τους ανθρώπους που είχαν καλομάθει να τρώνε τρεις φορές τη μέρα, ν’ αρχίσουν να τρώνε μια φορά στις τρεις. Πήρε, λοιπόν την απόφαση ο Αυτοκράτορας, φώναξε τα καθ’ ύλην αρμόδια Πνεύματα και τούς έδωσε εντολή να σηκώσουν τον ουρανό όσο πιο ψηλά μπορεί να πάει.
Έκτοτε ζούμε εμείς οι άνθρωποι με τη μπόχα μας κι ο ουρανός είναι πολύ μακριά μας.
Ευχαριστούμε τη φίλη Limao Qian που το μοιράστηκε μαζί μας
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…