Ο Γελαδάρης κοιμόταν στο στάβλο, έτρωγε αποφάγια και φόραγε αποφόρια. Και σα να μην έφτανε αυτό, μια μέρα, ο αδερφός του τον φώναξε και τού είπε:
‘Κοίτα, τώρα που μεγάλωσες, είναι καιρός να βρεις και συ την τύχη σου. Δε μπορούμε να μένουμε πια μαζί. Πάρε το γέρικο βουβάλι και το παλιό μας κάρο και σύρε στο καλό. Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος, το σπίτι, τα ζώα και τα χωράφια είναι δικά μου.’
Ο Γελαδάρης έσκυψε το κεφάλι και δεν έβγαλε μιλιά. Πήρε το κάρο και το βουβάλι κι έφυγε απ’ το χωριό. Περπάτησε, περπάτησε, ώσπου βρήκε μια ερημιά που του φάνηκε καλή. Καλό χώμα είχε, καλό νερό, έστησε λοιπόν ένα καλύβι κι άρχισε να ξεχερσώνει τον τόπο. Πέρασε καιρός. Ο Γελαδάρης, μαθημένος στη δουλειά, με το βουβάλι του να τον βοηθάει, έσπερνε τα χωραφάκια του, έχτισε κι ένα σπιτάκι και ζούσε μέσα αφέντης του κεφαλιού του. Ένα βράδυ, εκεί που ξεκουραζόταν στην αυλή, το βουβάλι άνοιξε το στόμα του και τού μίλησε:
‘Απόψε το βράδυ, οι νεράιδες τ’ ουρανού θα κατεβούν στη λίμνη να λουστούν. Η μια απ’ αυτές, αυτή με το τριανταφυλλί φουστάνι, θα δεχτεί να γίνει γυναίκα σου.’
‘Αδερφούλα, εγώ το ‘χω το φουστάνι σου. Καταδέξου να με παντρευτείς και θα σ’ το δώσω πίσω.’
Η νεράιδα τον κοίταξε λοξά – λοξά. Όμορφο, γεροδεμένο παλικάρι ήταν ο Γελαδάρης, κι απ’ τον τρόπο που τής μίλησε της φάνηκε καλός άνθρωπος. Κοκκίνισε η νεράιδα σαν την παπαρούνα, έριξε τα μάτια χαμηλά, έξυσε μια – δυο το χώμα με τη μύτη απ’ το πασουμάκι της, και είπε ‘ναι’. Ο Γελαδάρης κι η νεράιδα παντρεύτηκαν, έκαναν δυο παιδιά – ένα αγόρι κι ένα κορίτσι – και ζούσαν χαρούμενοι κι αγαπημένοι.
‘Γιατί κλαις; Μήπως το σανό σου είναι πικρό; Μήπως το νερό σου είναι βρόμικο; Μήπως σε πείραξε κανένας;’
‘Το σανό μου είναι μυρωδάτο, το νερό μου είναι φρέσκο και καθαρό κι ούτε με πείραξε κανένας’, είπε το βουβάλι. ‘Παράπονο δεν έχω, μόνο γέρασα. Θα πεθάνω και δε θα μπορώ πια να σε βοηθάω. Σαν πεθάνω, κράτα το πετσί μου, κι όταν βρεθείς σε κίνδυνο – εσύ ή οι δικοί σου – αυτό θα σε βοηθήσει.’
Το βουβάλι πέθανε κι ο Γελαδάρης το ‘κλαψε σαν άνθρωπο. Αλλά έκανε ό,τι του είχε πει και κράτησε το πετσί του.
Κάτι ξεχάσαμε να πούμε: Η νεράιδα με το τριανταφυλλί φουστάνι ήταν η Υφάντρα του Ουρανού (织女). Ήταν η εγγονή της βασίλισσας Xī Wángmǔ, που είχε στον κήπο της το αθάνατο βοτάνι. Όταν ήταν στον ουρανό, όλη τη μέρα η Υφάντρα δούλευε στον αργαλειό και τραγουδούσε. Ύφαινε το πιο λεπτό μετάξι κι έφτιαχνε τα πιο όμορφα, τα πιο πλουμιστά, τα πιο αλαφριά συννεφόπεπλα. Τα ‘παιρνε η Xī Wángmǔ και στόλιζε τον ουρανό. Τα τριανταφυλλιά και τα πορτοκαλιά τ’ άπλωνε στον ουρανό την αυγή. Τα πορφυρά και τα βιολετιά τα ‘στρωνε στον ουρανό το λιόγερμα. Όταν είδε η Βασίλισσα ότι η εγγονή της έμεινε στη γη, πήγε να σκάσει απ’ το κακό της. Τής έστειλε και της ξανάστειλε μαντατοφόρους να τής μηνύσουν να γυρίσει πίσω, αλλά η Υφάντρα δε γύρναγε. Την παρακάλεσε, τη φοβέρισε…, τίποτα. Σκύλιασε η Βασίλισσα απ’ το κακό της και πρόσταξε να τη φέρουν πίσω με το στανιό. Την άρπαξαν λοιπόν την ώρα που ο Γελαδάρης έλειπε στα χωράφια, κι ίσα που πρόλαβε η άμοιρη να φωνάξει στα παιδιά που έσκουζαν τρομαγμένα:
‘Γρήγορα, φωνάξτε τον πατέρα σας!’
Έτρεξαν τα παιδιά κλαίγοντας και τον βρήκαν. Μέσ’ στην απελπισία του, ο Γελαδάρης θυμήθηκε το πετσί του βουβαλιού. Το ‘ριξε στην πλάτη του, έβαλε και τα παιδιά σ’ ένα διπλό καλάθι και κίνησε να προφτάσει την Υφάντρα. Σα βγήκε από το σπίτι, έγινε ελαφρύς – ελαφρύς κι άρχισε να πετάει. Πέταγε, πέταγε, ώσπου είδε από μακριά τη γυναίκα του, να την τραβολογάνε η Βασίλισσα κι οι υποταχτικοί της. Τον είδε κι η Υφάντρα και φώναζε:
‘Γρήγορα! Κάνε γρήγορα!’
Σαν είδε η Xī Wángmǔ ότι ο Γελαδάρης κόντευε να τούς φτάσει, έβγαλε την αλαβάστρινη καρφίτσα που κρατούσε κότσο τα μαλλιά της και την πέταξε πίσω της. Κι εκεί που έπεσε η καρφίτσα, έγινε ποτάμι άγριο, άσπρο απ’ τους αφρούς, τόσο μεγάλο και τόσο βαθύ που μέχρι σήμερα δεν έχει στερέψει, κι είν’ αυτό που βλέπουμε τη νύχτα στον ουρανό και το λέμε Γαλαξία. Το ποτάμι δεν περνιόταν. Στάθηκαν κλαίγοντας στην όχθη ο Γελαδάρης και τα παιδιά του και κοιτούσαν αντίπερα την Υφάντρα που ξεμάκραινε. Ξάφνου, το κορίτσι έβγαλε απ’ το καλάθι μια κουτάλα.
‘Ν’ αδειάσουμε το ποτάμι!’ φώναξε.
Βάλθηκαν λοιπόν κι οι τρεις, μια ο ένας μια ο άλλος, ν’ αδειάζουν το ποτάμι. Άδειαζαν, άδειαζαν και δε σταμάταγαν. Τους είδε ο Αυτοκράτορας του Ουρανού και τούς ψυχοπόνεσε. Τούς είδε κι η Xī Wángmǔ και μέχρι κι αυτηνής η ψυχή μαλάκωσε. Μα το ποτάμι δε γινόταν να το πάρει πίσω. Τα κανόνισε λοιπόν, να συναντιούνται ο Γελαδάρης κι η Υφάντρα το χρόνο μια φορά: Κάθε χρονιά, την έβδομη μέρα του έβδομου μήνα, μαζεύονται πάνω απ’ το ποτάμι όλες οι κίσσες του κόσμου και φτιάχνουν γεφύρι.
*****************
Ευχαριστούμε τη φίλη Limao Qian που το μοιράστηκε μαζί μας
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…