Παρά ταύτα, η κατάληξη της ιστορίας έχει σημασία διότι ο Προυστ απογοητεύτηκε από τη λάμψη, όταν τη βρήκε. Παρευρέθη στις δεξιώσεις της κυρίας Α, έστειλε άνθη στην κυρία Β, απέκτησε την εύνοια του πρίγκιπα Κωνσταντίνου του Μπρανκοβάν, κι έπειτα κατάλαβε ότι είχε παραπλανηθεί. Ήταν απλό: οι πραγματικότητες της ζωής των αριστοκρατών δεν ήταν εφάμιλλες των εικόνων της λάμψης που τροφοδοτούσαν την επιθυμία του να τους συναναστρέφεται. Παραδέχτηκε ότι προτιμούσε να μένει στο σπίτι και ότι όταν μιλούσε με την οικονόμο του ήταν ευτυχής όσο και όταν συνδιαλεγόταν με την πριγκίπισσα του Καραμάν Σιμέ.
Ο αφηγητής του Προυστ διατρέχει κατά παρόμοιο τρόπο την πορεία από την ελπίδα ως την απογοήτευση. Αρχικά θέλγεται από την αύρα με την οποία περιβάλλονται ο δούκας και η δούκισσα Γκερμάντ τους αντιλαμβάνεται ως μέλη μιας ανώτερης φυλής που στο αίμα τους κυλάει η ποίηση του αρχαίου εκείνου ονόματος, το οποίο χρονολογείται μεταξύ των παλαιότερων, ευγενέστερων οίκων της Γαλλίας, από μια εποχή πολύ μακρινή, πριν καν χτιστούν οι καθεδρικοί ναοί του Παρισιού και της Σαρτρ. Φαντάζεται τους Γκερμάντ τυλιγμένους στο μυστήριο της εποχής των Μεροβιγγείων του φέρνουν στο νου τις σκηνές από κυνήγι στα δάση που έχει δει σε μεσαιωνικά υφαντά και νομίζει ότι δεν είναι φτιαγμένοι από την ίδια ουσία με τους κοινούς θνητούς, ότι υφίστανται σαν μορφές ζωγραφισμένες σε βιτρό. Ονειροπολεί ότι θα ήταν θεσπέσιο να περνούσε μια μέρα με τη δούκισσα Γκερμάντ, ψαρεύοντας πέστροφες στο πολυτελές δουκικό πάρκο, το γεμάτο λουλούδια, ρυάκια και σιντριβάνια.
Οι καταστροφικές γνωριμίες με φορείς της λάμψης ίσως μας ωθήσουν να παραιτηθούμε από την επιδίωξή μας να γνωρίσουμε και άλλες από τις λεγάμενες επιφανείς προσωπικότητες, που εκ του σύνεγγυς αποδεικνύονται απλώς χυδαίοι κηφήνες. Φαίνεται, λοιπόν, ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε εξαρχής την κενόδοξη επιθυμία μας να συναναστραφούμε με τους κοινωνικά ανώτερους και να ζήσουμε κατά τον καλύτερο τρόπο στον κλήρο μας.
Ενδέχεται, ωστόσο, όλα αυτά να τείνουν προς διαφορετικό συμπέρασμα. Αντί να εγκαταλείψουμε εντελώς τη διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, ίσως απλώς χρειάζεται να βελτιώσουμε την αποτελεσματικότητά μας. Η εικόνα εκλεπτυσμένων αριστοκρατών δεν είναι ψευδής, αλλά απλώς επικίνδυνα απλοϊκή. Ασφαλώς οι ανώτεροι άνθρωποι αφθονούν ανά τον κόσμο, είναι όμως υπερβολικά αισιόδοξο να εικάσουμε ότι θα τους βρούμε ταξινομημένους βολικά, λόγου χάρη, με γνώμονα τον τίτλο τους. Αυτό ακριβώς αρνείται να πιστέψει ο κενόδοξος, όταν αποδέχεται ότι υπάρχει κάποια στεγανή συνομοταξία, της οποίας τα μέλη, ένα προς ένα, διαθέτουν συγκεκριμένες ιδιότητες. Ορισμένοι αριστοκράτες ίσως ανταποκριθούν στις προσδοκίες του, οι περισσότεροι όμως θα έχουν τα κύρια χαρακτηριστικά του δούκα Γκερμάντ, διότι η τάξη «αριστοκράτες» συνιστά απόχη με πολύ μεγάλα «μάτια», αν αυτό που θέλουμε να συλλάβουμε είναι η αρετή ή η ανωτερότητα πνεύματος. Δεν αποκλείεται να υπάρχει άνθρωπος αντάξιος των προσδοκιών που έχει ο αφηγητής από το δούκα Γκερμάντ, όμως θα μπορούσε να εμφανιστεί αναπάντεχα και με τη μορφή ηλεκτρολόγου, μαγείρου ή δικηγόρου.
Αυτό το αναπάντεχο είναι που αποδέχτηκε τελικά ο Προυστ. Σε μεταγενέστερο στάδιο της ζωής του, όταν του έγραψε κάποια κυρία Σερ και τον ρώτησε ευθέως αν ήταν σνομπ, απάντησε:
Αν μεταξύ των φίλων που σπανίως πια έρχονται από συνήθεια να μάθουν τα νέα μου περνά ακόμη, αραιά και που, ένας δούκας ή ένας πρίγκιπας, η παρουσία τους αντισταθμίζεται, και με το παραπάνω, από άλλους φίλους, ένας εκ των οποίων είναι βαλές κι ένας άλλος οδηγός… Είναι δύσκολο να διαλέξω ανάμεσά τους. Οι βαλέδες είναι πιο μορφωμένοι από τους δούκες και μιλούν καλύτερα τη γλώσσα μας, μα είναι πιο ιδιότροποι σε ζητήματα εθιμοτυπίας και λιγότερο απλοί, πιο εύθικτοι. Κατά βάθος δεν είμαι σε θέση να διαλέξω εξ αυτών. Ο οδηγός είναι πιο αριστοκρατική φυσιογνωμία.
Το σενάριο ίσως είναι κατά τι υπερβολικό, προς όφελος της κυρίας Σερ, όμως το δίδαγμα ήταν σαφές: χαρακτηριστικά όπως η μόρφωση ή η εκφραστική ικανότητα δεν ακολουθούν συγκεκριμένη διαδρομή και, συνεπώς, είναι ανέφικτο να αποτιμήσουμε επακριβώς τους ανθρώπους με γνώμονα ταξινομήσεις αμφιλεγόμενου κύρους. Ο Σαρντέν είχε δείξει στο θλιμμένο νεαρό ότι η ομορφιά δεν εγκατοικούσε πάντα στα αναμενόμενα σημεία. Κατά παρόμοιο τρόπο ο βαλές που μιλούσε έξοχα γαλλικά μπορούσε να υπενθυμίζει στον Προυστ [ή ίσως στην κυρία Σερ μόνο] ότι η ανωτερότητα πνεύματος δεν καθηλώνεται στα όρια της εικόνας που έχουμε γι’ αυτήν.
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…