Στα στρατιωτικά, το φαινόμενο της αχαλίνωτης μισθοφορίας έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις. Οι προνομιούχοι προτιμούσαν ν’ ασχολούνται με τις δικές τους υποθέσεις, αλλά το προλεταριάτο μπορούσε να το προσεταιριστεί οποιαδήποτε δύναμη. Όταν αυτό το ασκέρι των μισθοφόρων δεν είχε απασχόληση, έψαχναν μόνοι τους για λεία και σχημάτιζαν ολόκληρα σώματα από ληστές και πειρατές ή έμπαιναν στην υπηρεσία του οποιουδήποτε τυχοδιώκτη, είτε αυτός λεγόταν ολιγαρχικός είτε δημοκρατικός.
Καινούργιο ήταν και το φαινόμενο του επαγγελματία αξιωματικού. Αλλά η ελληνική τακτική δεν κατάφερε να παρακολουθήσει τα σικελικά και μακεδονικά επιτεύγματα. Λειτουργούσε, βέβαια, ώς έναν βαθμό με συνδυασμένα όπλα, χρησιμοποιώντας πλάι στους οπλίτες τους γυμνήτες και τους πελταστές: οι πρώτοι στρατολογούνταν από τοξότες, ακοντιστές και λιθοβόλους, που κάλυπταν, προωθούνταν, παραπλανούσαν, ενώ οι δεύτεροι ήταν ένα ελαφρύ σώμα που χρησίμευε γι’ ανιχνεύσεις, ενέδρες και καταδιώξεις. Όλ’ αυτά όμως υπήρχαν ακόμα σε υποτυπώδη, εμβρυακή μορφή: ο αποφασιστικός σχηματισμός εξακολουθούσε να είναι η φάλαγγα· εκτός απ’ αυτό, οι Έλληνες είχαν από παλιά μια προκατάληψη εναντίον των εκηβόλων όπλων: τα θεωρούσαν ανέντιμο τρόπο να μάχεται κανείς.
Όπως σχεδόν πάντα σ’ εποχές εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων, αναπτύχθηκε, ως συμπλήρωμα, μια αβροδίαιτη πλουτοκρατία, που όμως δεν χαιρόταν τη ζωή της. Ο Ισοκράτης γράφει: «Η κατάσταση στη σημερινή Αθήνα είναι τόσο άσχημη ώστε οι πλούσιοι ζουν πιο στενάχωρα από τους ενδεείς». Η δημοκρατία του Περικλή γίνεται γελοιογραφία του εαυτού της όσο συνεπέστερα προσπαθεί να πραγματοποιήσει την παράλογη βασική αρχή της: την εξουσία όλων. Από την άλλη μεριά όμως και οι πλούσιοι είχαν χάσει κάθε αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινότητα: όπως λέει ο Λυσίας, θεωρούσαν πατρίδα τους όχι την πόλη αλλά την περιουσία τους. Η επίδειξη και η ανούσια πολυτέλεια απλώνονταν όλο και περισσότερο. Κάθε πόλη ήθελε να έχει επιβλητικά θέατρα και ιπποδρόμια, αφήνοντας τ’ απαραίτητα κοινωφελή έργα να ρημάζουν. Στις παραστάσεις η μεγαλύτερη σημασία δινόταν στα πομπώδη σκηνικά: μαθαίνουμε ότι το ανέβασμα μιας τραγωδίας του Ευριπίδη κόστισε περισσότερα απ’ όσα η ανέγερση των Προπυλαίων.
Γυναίκες ζυμώνουν ψωμί κι ένας μουσικός τους παίζει φλάουτο ορίζοντας το ρυθμό της εργασίας. Θήβα,γύρω στο 525-475 π.Χ.. (© Marie-Lan Nguyen (2008) / Wikimedia Commons / CC-BY 2.5)
Μια από τις βασικότερες φιγούρες στην κωμωδία, όπως και στη ζωή, είναι ο μάγειρας: παίζει ιδιαίτερα ευυπόληπτο ρόλο ως ταβερνιάρης, που έχει την κουζίνα του γεμάτη λιχουδιές και πηγαίνει να μαγειρέψει σε πλουσιόσπιτα. Αισθάνεται σαν καλλιτέχνης, μιλάει με ομηρικές παρομοιώσεις, κάνει πως τάχα ξέρει από αστρολογία, ισχυρίζεται ότι μαγειρεύει σύμφωνα με την πυθαγόρεια διδασκαλία περί αρμονίας· πότε πότε μάλιστα συγγράφει και περισπούδαστους οδηγούς μαγειρικής, και μάλιστα σ’ εξάμετρα.
Ο αντίποδάς του είναι ο σελέμης, που κάνει τον παρασιτισμό τέχνη. Οι Σπαρτιάτες περιφρονούσαν έντονα τα ζαχαρωτά, που τα θεωρούσαν καλά μόνο για τους είλωτες, αλλά ήξεραν ότι το χηνίσιο συκώτι είναι νοστιμότερο όταν η χήνα έχει ταϊστεί με σύκα. Ιδιαίτερη εκτίμηση απολάμβανε και ο μυωξός μετά τη χειμερία νάρκη, στη διάρκεια της οποίας γίνεται πολύ παχύς. Το νοστιμότερο πουλί ήταν, κατά γενική παραδοχή, η τσίχλα: μια μερίδα κόστιζε μία δραχμή, και οι έμποροι τη φούσκωναν για να φαίνεται παχύτερη.
Η αγάπη για τα ψάρια ήταν γενική και για μερικούς καλοφαγάδες πραγματική μανία· γι’ αυτό οι κωμικοί ποιητές τούς έδιναν τ όνομα ιχθυολύμαι, δηλαδή ο φόβος και τρόμος των ψαριών το ιχθυοτροφείο του Ακράγαντα ήταν κάτι το αξιοθέατο και οι ιχθυοπώλισσες είχαν την ίδια φήμη όπως σήμερα. Τα σαλιγκάρια, για τα οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι έπεφταν με τη βροχή, τα έτρωγαν με ξίδι και μέλι ως αφροδισιακό και για την ηρεμία του στομαχιού. Γαρίδες έτρωγε μόνον ο κατώτερος λαός, τα ποταμίσια καβούρια δεν τα έτρωγε κανείς (μάλλον επειδή τρέφονται με ψοφίμια), ενώ αντίθετα ο αστακός και η καραβίδα ήταν περιζήτητα· ένας ρήτορας της φιλιππικής περιόδου, που λεγόταν Καλλιμέδων, είχε το παρατσούκλι κάραβος (καραβίδα), εξαιτίας του πάθους του γι αυτή τη λιχουδιά.
Ένα πολύ διαδεδομένο φαγητό ήταν το καλαμάρι, ελαφρά ψημένο- λεγόταν σκωπτικά «κατραμοχέστης», αλλά μόνο στην ύστερη αρχαιότητα το υγρό του άρχισε να χρησιμοποιείται ως μελάνι και χρώμα στη ζωγραφική- όπως είναι γνωστό, το σκληρό και δύσπεπτο κρέας του, που συνήθως δεν λέει πολλά πράγματα στους Βορειοευρωπαίους, τρώγεται και σήμερα με πάθος από τους Ιταλούς, αλευρωμένο και τηγανισμένο με λάδι.
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Jacqueline de Romilly – Η ηπιότητα στην αρχαία ελληνική σκέψη
Ποιο ήταν το καλύτερο φαγητό των αρχαίων Αθηναίων; Ψάρι φυσικά!
Αντιμετωπίζοντας τους θρησκευτικούς και πολιτικούς φανατισμούς, ο John Locke θέλει να δείξει ότι οι βεβαιότητες…
Θα ξεκινήσω με εκείνη τη διάσημη, ειλικρινά ενοχλητική, σωκρατική μέθοδο: με μια ερώτηση. Ποιος από…
Μετά από χιλιάδες χρόνια διανοητικού μόχθου, φαίνεται ότι ξαναγυρίζουμε ταπεινά στον Σωκράτη. Αφού κυνηγήσαμε τις…
Τι είναι αλήθεια και πώς μπορούμε να τη γνωρίσουμε; (more…)
Ας υποθέσουμε μια Πρόταση Α: (Αυτό το αυτοκίνητο είναι Πράσινο) και την Άρνησή της, Πρόταση…
Αφορμή για αυτή την εργασία υπήρξαν δύο λόγοι: 1. To ενδιαφέρον μου για την Επικούρεια…