Γινόταν ένα συμπόσιο και ο κόσμος συζητούσε και, όπως μαθαίνουμε τόσο συχνά από περιγραφές συμποσίων εκείνης της περιόδου, εκεί Βρισκόταν και ο Σωκράτης. Το θέμα ήταν η γλώσσα: η προέλευση των λέξεων και το αληθινό νόημά τους, οι σχέσεις τους με άλλες λέξεις.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο οποίος περιγράφει τη σκηνή στα «Απομνημονεύματα» του Σωκράτους, μιλούσαν για τις ταμπέλες που κολλάμε στους ανθρώπους ανάλογα με τη συμπεριφορά τους· Το θέμα δε στερείτο ενδιαφέροντος, εντούτοις δεν τα κατάφερνε να απορροφήσει απόλυτα το Σωκράτη. Αυτό που περισπούσε την προσοχή του ήταν οι τρόποι ενός άλλου καλεσμένου στο τραπέζι, ενός νεαρού ο οποίος δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση, υπερβολικά αφοσιωμένος στο φαγητό που είχε μπροστά του. Κάτι στον τρόπο που έτρωγε ο νεαρός είχε συναρπάσει το Σωκράτη. Αποφάσισε λοιπόν να στρέψει τη συζήτηση σε καινούρια κατεύθυνση:
Δυνάμεθα, ω άνδρες, άρχισε, να είπωμεν διά ποιαν πράξιν άραγε ο άνθρωπος καλείται οψοφάγος;
Ψάρια
Αν ο Πλούταρχος ήταν παρών (και ο Πλούταρχος θα είχε δώσει τα πάντα για να είναι παρών, αν δε μεσολαβούσαν πέντε αιώνες), το ερώτημα δε θα είχε τεθεί καθόλου. Διότι ο Πλούταρχος είναι αρκετά κατηγορηματικός:
… και στην πραγματικότητα, δεν αποκαλούμε οψοφάγους [… ] εκείνους, όπως ο Ηρακλής, που αγαπούν το μοσχάρι, ούτε εκείνους που αγαπούν τα σύκα, σαν τον Πλάτωνα, ή τα σταφύλια, σαν τον Αρκεσίλαο, αλλά όσους τεντώνουν τα αφτιά τους για ν ακούσουν το καμπανάκι τπς αγοράς και χοροπηδάνε γύρω από τους πωλητές ψαριών, στην πρώτη ευκαιρία.
Οψοφάγος — σύμφωνα με μια αυθεντία όπως ο Πλούταρχος τουλάχιστον — ήταν αυτός που είχε σαφή προτίμηση στα ψάρια.
Αν βρεθείς στην ευδαίμονα χώρα της Αμβρακίας και τύχει να δεις καρχαρία [κάπρον], αγόρασέ τον! Ακόμα κι αν κοστίζει το Βάρος του σε χρυσάφι, μη φύγεις χωρίς αυτόν, αν δε θες να πέσει πάνω σου ανελέητη η εκδίκηση των αθανάτων· διότι το ψάρι αυτό είναι ο ανθός του νέκταρος.
Οι Έλληνες αγαπούσαν τα ψάρια. Η λέξη αγαπούσαν, αν το ξανασκεφτούμε, είναι μάλλον μετριοπαθής για ένα τέτοιο πάθος. Αυτό που αποκαλύπτει η γραμματεία της απόλαυσης, ξανά και ξανά, είναι κάτι πολύ πιο έντονο, μια λαχτάρα, μια τρελή εξάρτηση, μια ανήθικη μανία. Δείγματα αυτής της λαχτάρας συναντάμε αρκετά συχνά στο έργο του Αρχεστράτου από τη Γέλα της Σικελίας, που έχει γράψει το πιο πάνω εγκώμιο. Σ’ ένα άλλο απόσπασμα, στο ίδιο έργο, συμβουλεύει τον αναγνώστη τι να κάνει, αν συναντήσει ροδίτικο σκυλόψαρο:
Ακόμα κι αν σημάνει το θάνατό σου, άρπαξέ το με τη βία, αν αρνηθούν να στο πουλήσουν […] και στη συνέχεια υποτάξου υπομονετικά στη μοίρα σου.
Ο Αρχέστρατος είχε αποκτήσει μια κάποια φήμη από τα ψευδο-ηρωικά του εξάμετρα που υμνούσαν το φαγητό, ενώ το έργο του, που είναι γνωστό υπό τους τίτλους «Γαστρονομία», «Δειπνολογία» ή «Ηδυπάθεια», δεν είναι επ’ ουδενί ασυνήθιστο στο λόγο περί καλοφαγίας. Αυτό που αξίζει να επισημάνουμε δεν είναι τόσο η υπερβολή της γλώσσας που χρησιμοποίησε για να περιγράψει τα ψάρια όσο το γεγονός ότι, σ’ ένα έργο που αφορά τις γαστριμαργικές απολαύσεις γενικότερα, δεν κάνει αναφορά σχεδόν σε τίποτα άλλο. Οι Έλληνες φυσικά θεωρούσαν λιχουδιές και κάποιες τροφές που δεν είχαν καμία σχέση με τη θάλασσα: μερικά πτηνά και άλλα θηράματα (ειδικά τις τσίχλες και τους λαγούς), διάφορα αλλαντικά και εντόσθια (εκτιμούσαν ιδιαίτερα τη μήτρα της γουρούνας), κάποια λυδικά πιάτα με κρέας και διάφορα είδη γλυκισμάτων, αλλά αυτά ήταν εξαιρέσεις. Τα φαγώσιμα θαλασσινά πλάσματα φαίνεται ότι είχαν επιβάλει την κυριαρχία τους στον τομέα του καλού φαγητού στην κλασική Ελλάδα, ώστε θα λέγαμε ότι αποτελούσαν γευστικό μονοπώλιο.
Τα ψάρια φαίνεται ότι κατείχαν άκρως εξέχουσα θέση και στη μαγειρική κουλτούρα της Σικελίας. Σύμφωνα με μια πηγή, αποκαλούσαν τη θάλασσα «γλυκιά» επειδή απολάμΒαναν τόσο πολύ το φαγητό που έβγαινε απ’ αυτήν. Ο Αθήναιος αναφέρει ένα ζωγράφο από την Κύζικο λάτρη των ψαριών, τον Ανδροκύδη, ο οποίος ζωγράφισε τη γλυκιά παραγωγή εκείνων των γλυκών νερών με παθιασμένες και φιλήδονες λεπτομέρειες, σε μια απεικόνιση του πολυκέφαλου τέρατος της Σκύλας στις αρχές του 4ου αιώνα. Ίσως θα έπρεπε να δούμε τα πολυάριθμα αρχαία ψηφιδωτά με σκηνές θαλάσσιας ζωής υπό την ίδια προοπτική που Βλέπουμε σήμερα τις ολλανδικές νεκρές φύσεις, όχι σαν εγκεφαλικές ρεαλιστικές μελέτες, αλλά σαν τρυφερές αναπαραγωγές επιθυμητών και ακριβών αγαθών. Ο κωμικός ποιητής Επίχαρμος, ο οποίος εργάστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα στις Συρακούσες, τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της Σικελίας, φαίνεται να ασχολείται κατ’ αποκλειστικότητα με τα θαλασσινά, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του, αν και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς δεν ήταν πάντοτε σίγουροι σε τι αναφερόταν:
Σύμφωνα με το Νίκανδρο, ο Επίχαρμος αναφέρει κι ένα άλλο είδος καβουριού, την κολύβδαινα [… ] υπό το όνομα «θαλάσσιον αιδοίον». Ο Ηρακλείδης ο Συρακούσιος, εντούτοις, στο έργο του «Οψαρτυτικόν», ισχυρίζεται ότι αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Επίχαρμος είναι στην πραγματικότητα η γαρίδα.
Σ’ ένα έργο του υπό τον τίτλο «Γη και θάλασσα», ο Επίχαρμος περιέλαβε μια διαμάχη ανάμεσα σε γεωργούς και ψαράδες, που τσακώνονταν για το ποιο στοιχείο της φύσης παρήγαγε τα καλύτερα προϊόντα.
Η Σικελία γέννησε επίσης τα πρώτα βιβλία μαγειρικής. Μια από τις παλαιότερες διατριβές ήταν του Μίθαικου εκ Σικελίας, ενός διάσημου μάγειρου που τον αναφέρει και ο Πλάτων και τον οποίο κάποιος συγγραφέας αποκαλούσε Φειδία της κουζίνας. Τα αποσπάσματα του έργου του είναι ελάχιστα, αλλά κάθε άλλο παρά αντικρούουν την εντύπωση ότι το ψάρι κυριαρχούσε ήδη εκείνη την εποχή: «Ο Μίθαικος αναφέρει το ψάρι που λέγεται χειλού»· συμβουλεύει ο Μίθαικος: «Κόψε το κεφάλι της ταινίας. Πλύνε τη και κόψε τη σε φέτες. Πασπάλισέ τη με τυρί και λάδι» — μια από τις παλαιότερες σωζόμενες συνταγές που εκδόθηκαν ποτέ·
Διότι μια λαχτάρα μ’ έπιασε ξαφνικά να βγω και να το πω στον κόσμο, αλλά και στα ουράνια, πώς ετοίμασα το πιάτο. Μα την Αθηνά, πόσο ευχάριστο είναι να το πετυχαίνω κάθε φορά. Τι ψάρι τρυφερό ήταν αυτό που είχα μπροστά μου! Τι πιάτο ετοίμασα! Όχι φαρμακωμένο από τα τυριά, ούτε σκεπασμένο από πάνω με χορταρικά, ξεπρόβαλε από το φούρνο ψημένο όπως ήταν και ζωντανό. Τόσο τρυφερή, τόσο απαλή ήταν η φωτιά που άναψα για να το μαγειρέψω. Δε θα πιστέψετε το αποτέλεσμα. Ήταν όπως όταν ένα κοτόπουλο αρπάξει κάτι μεγαλύτερο απ ό,τι μπορεί να καταπιεί και αρχίζει να τρέχει γύρω γύρω κάνοντας κύκλους, ανίκανο να το αφήσει από τα μάτια του κι αποφασισμένο να το καταπιεί, ενώ τα άλλα κοτόπουλα το κυνηγάνε από πίσω. Το ίδιο ακριβώς συνέβη τότε: ο πρώτος άντρας που ανακάλυψε τις ηδονές του πιάτου πήδηξε πάνω κι έτρεχε γύρω γύρω, παίρνοντας το πιάτο μαζί του, ενώ οι άλλοι τον ακολουθούσαν καταπόδας. Επέτρεψα στον εαυτό μου να τσιρίξει από χαρά, καθώς μερικοί άρπαζαν κάτι, κάποιοι τα άρπαζαν όλα και άλλοι δεν άρπαζαν τίποτα. Και να σκεφτείς ότι είχα αναλάβει ένα ποταμόψαρο, που τρέφεται μέσα στο Βόρβορο. Αν είχα στα χέρια μου κανένα σκάρο ή γλαυκίσκο από την Αττική, ή καρχαρία από το Άργος [της Αμφιλοχίας], ή μουγγρί από την αγαπημένη μου Σικυώνα, το ψάρι που κουβαλάει ο Ποσειδώνας στους θεούς στον ουρανό, τότε όλοι όσοι τα έτρωγαν θα είχαν γίνει θεοί. Έχω ανακαλύψει το μυστικό της αθανασίας· και πεθαμένους ανασταίνω, μόλις n μυρωδιά του ψαριού μου φτάσει στα ρουθούνια τους.
Εκτός κωμωδίας, οι αναφορές στην κατανάλωση ψαριών είναι κάπως λιγότερες αριθμητικά, αλλά συχνά παρουσιάζουν ακόμα πιο άμεσες και εντυπωσιακές μαρτυρίες για τις μανίες των πολιτών. Ο Δημοσθένης επισημαίνει με αηδία ότι, όταν ο Φιλοκράτης δωροδοκήθηκε για να προδώσει την πόλη του στους Μακεδόνες, ξόδεψε τα ανήθικα αποκτηθέντα χρήματα σε πόρνες και ψάρια. Ο Αισχίνης, όταν επιτίθεται στον αντίπαλό του τον τίμαρχο με σκοπό να του στερήσει τα πολιτικά του δικαιώματα, θυμάται ότι τον είδε πολλές φορές να συχνάζει στα ψαράδικα με το «φίλο» του τον Ηγήσανδρο.
Στον άλλο δίσκο της πλάστιγγας βρίσκουμε τις σπουδαίες λιχουδιές, ανάμεσά τους τον τόννο, το ροφό, το μουγγρί, τον κέφαλο, το μπαρμπούνι, την τσιπούρα, το λαβράκι, ένα αγνώστου ταυτότητας πλάσμα γνωστό ως «ασημόψαρο» ή γλαύκο και τα οστρακόδερμα γνωστά ως κάραΒους, κάτι άχαρες ποταμίσιες καραβίδες μέταξύ αστακού και γαρίδας. Κάποια κομμάτια έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης: από τον τόννο, η κοιλιά και το ψαχνό της περιοχής του λαιμού· από το λαβράκι, το γλαύκο και το μουγγρί, το κεφάλι. Εντούτοις, ασυναγώνιστο, ο αδιαμφισβήτητος αφέντης στον πάγκο του ψαρά, ήταν το χέλι. Ο Αρχέστρατος θεωρούσε καλύτερα τα χέλια που ψαρεύονταν στα στενά της Μεσσίνης:
Εσύ, πολίτη της Μεσσίνης, έχεις το πλεονέκτημα έναντι όλων ημών των άλλων θνητών να φέρνεις στα χείλη σου τέτοια λιχουδιά. Τα χέλια του ποταμού Στρυμόνα, ωστόσο, και εκείνα της λίμνης Κωπαΐδας έχουν έξοχη φήμη λόγω του μεγάλου μεγέθους τους και του θαυμαστού πάχους τους. Σε γενικές γραμμές, νομίζω ότι το χέλι βασιλεύει επί όλων των άλλων φαγητών και δεσπόζει στο πεδίο της απόλαυσης κι ας είναι το μοναδικό ψάρι χωρίς ραχοκοκαλιά.
Οι Έλληνες πίστευαν ευρέως ότι οι Αιγύπτιοι λάτρευαν το χέλι, πράγμα που έδωσε σε πολλούς κωμικούς συγγραφείς την ευκαιρία για Βαθυστόχαστες πολιτιστικές συγκρίσεις:
Δε θα μπορούσα ποτέ να συνάψω συμμαχία μαζί σου· οι τρόποι και οι συνήθειές μας δε μοιάζουν καθόλου με τις δικές σας και μας χωρίζουν σημαντικές διαφορές. Εσύ προσκυνάς την αγελάδα, εγώ τη θυσιάζω στους θεούς. Εσύ θεωρείς το χέλι σπουδαιότερη θεότητα, εγώ σπουδαιότερο πιάτο.
Ένας άλλος πίστευε ότι οι Αιγύπτιοι είχαν συλλάβει πολύ σωστά το νόημα:
Λένε ότι οι Αιγύπτιοι είναι έξυπνοι, εκτός των άλλων επειδή θεωρούν το χέλι ισότιμο των θεών στην πραγματικότητα, έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από τους θεούς, αφού, για να τους πλησιάσουμε αυτούς, το μόνο που χρειάζεται είναι να προσευχηθούμε, ενώ για να πλησιάσουμε σε απόσταση μυρωδιάς το χέλι, θα πρέπει να σκάσουμε τουλάχιστον δώδεκα δραχμές, μπορεί και παραπάνω, τόσο σεβάσμιο και όσιο πλάσμα είναι·
Ποιο άλλο επάγγελμα κάνει τα χείλη των νεαρών να καίνε, τα δάχτυλά τους να σπρώχνουν νευρικά, ή να πνίγονται στη βιασύνη τους να καταπιούν; Και μόνον όταν είναι τιγκαρισμένη στο ψάρι η αγορά, δεν είναι που δημιουργούνται οι σχέσεις; Διότι ποιος θνητός κανονίζει ραντεβού για δείπνο, όταν το μόνο που υπάρχει για πούλημα είναι φτηνόψαρα, μαυρόψαρα ή καμιά μαρίδα; Και όταν θέλεις να ψαρέψεις κανέναν πραγματικό κούκλο, με τι μαγικά λόγια, με τι κολακείες θα τον ρίξεις του, αν βγάλεις απέξω την τέχνη του ψαρά; Αφού αυτή η τέχνη τον ξελογιάζει με τη θωριά των Βρασμένων ψαριών και οδηγεί τα σώματα στις πύλες του φαγητού και τ’ αναγκάζει να υποκύψουν χωρίς πληρωμή.
Ο ανεκδοτολόγος Λυγκεύς ο Σάμιος άφηνε μάλιστα να εννοηθεί, κάπως σκανδαλιάρικα, ότι για χάρη του ροδίτικου ψαριού (του περίφημου σκυλόψαρου, φυσικά) ο Αθηναίος ήρωας Θησεύς παραχώρησε την εύνοιά του στον Τληπόλεμο, το μυθικό ιδρυτή του νησιού. Σε μεταγενέστερη περίοδο, υπάρχουν αποδείξεις ότι οι αρχαίοι θεωρούσαν την επιρροή που ασκούσε το ψάρι στην αποπλάνηση ως ένδειξη μαγικής δύναμης. Ο Απουλήιος, ο συγγραφέας του «Χρυσού όνου», αναγκάστηκε να αντικρούσει την κατηγορία ότι έφτιαξε ερωτικό ξόρκι για την πλούσια και ηλικιωμένη σύζυγό του με τη μαγική Βοήθεια ενός ψαριού που προμηθεύτηκε στην αγορά. Στην κλασική περίοδο, ελάχιστες αποδείξεις υπάρχουν γι’ αυτή την υπερφυσική σχέση, παρ’ όλο που το μπαρμπούνι λόγω του ονόματός του που περιέχει τον αριθμό τρία — τρίγλη στα αρχαία ελληνικά — συσχετιζόταν με την τρίμορφη αφέντρα των μαγισσών και φύλακα των σταυροδρομιών, την Εκάτη. Από την άλλη μεριά, στην αττική αγγειογραφία Βλέπουμε ότι τα ψάρια χρησίμευαν ως ερωτικά δώρα. Ένα αγγείο απεικονίζει έναν νεαρό και τον υπηρέτη του να πλησιάζουν μια εταίρα που γνέθει μαλλί, φέρνοντάς της για δώρο ένα χταπόδι και δύο πουλιά. Ένα άλλο αγγείο που Βρισκόταν κάποτε στο Λένινγκραντ αλλά τώρα έχει χαθεί, έδειχνε ένα φτερωτό Έρωτα να προσφέρει ένα τσέρκι κι ένα μεγάλο ψάρι σ’ ένα αγόρι καθισμένο και τυλιγμένο με το μανδύα του·
Πάντως, αν ποτέ κάποιο από αυτά μου χαμογελούσε, θα πλήρωνα – βογκώντας έστω – όλα όσα μου ζητάει ο ψαράς.
Αυτή η εικόνα, τόσο ασυνήθιστη για τη δική μας νοοτροπία, να παρομοιάζονται τα ψάρια με σαγηνευτικά σώματα, να συγκρίνονται κατά κάποιο τρόπο με τα όμορφα αγόρια και τις εταίρες, στην αποπλάνηση των οποίων βοηθούσαν, αυτή η εικόνα λοιπόν κρύβεται πίσω από το συνηθισμένο ρητορικό σχήμα που συγκρίνει το χέλι, «ενδεδυμένο» με παντζάρι (ή ίσως, πιο λογικό, με παντζαρόφυλλα), με κοπέλα της παντρειάς ή με εκθαμβωτική θεά. Όταν ο Δικαιόπολις, ο ήρωας των «Αχαρνέων» του Αριστοφάνους, μαθαίνει ότι ο Βοιωτός λαθρέμπορος έχει πενήντα «μορφονιές από την Κωπαίδα» στο σακί του, ξεσπάει σε διθυράμβους: «Ω λαχταριστό και μυριοπόθητο, καλοφαγάδων όνειρο». Στην «Ειρήνη», κάποιος φαντάζεται την αντίδρασή του Μελανθίου, ενός τραγικού ποιητή που λάτρευε τα ψάρια, όταν φτάνει στα ψαράδικα πολύ αργά για να βρει χέλια: «Χάθηκα αχ, χάθηκα αχ», φωνάζει και ξεσπάει σ’ ένα μονόλογο-παρωδία, σταχυολογημένο από μια κορυφαία σκηνή της δικής του «Μήδειας», «στερημένος εγώ απ αυτή που σε παντζαρόφυλλα κείτεται μέσα». Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι τέτοιες ασυνήθιστες μεταφορές είναι αναμενόμενες στον κωμικό λόγο, ο οποίος διακρίνεται για την αγάπη του προς τις εντυπωσιακές και αταίριαστες εικόνες, η πρακτική όμως να συγκρίνουν τις γυναίκες με λαχταριστά ψάρια και τα ψάρια με γυναίκες μοιάζει αρκετά γενικευμένη στην αθηναϊκή κοινωνία. Εκτός από τις αδελφές σαρδέλες που αναφέραμε πιο πάνω, βρίσκουμε αυλητρίδες και εταίρες με παρατσούκλια όπως «Αθερίνα», «Μπαρμπούνι» και «Σουπιά», κάτι που εκμεταλλεύτηκε πλήρως ο κωμικός ποιητής Αντιφάνης στο έργο του «Αλιευομένη». Στο έργο αυτό, παίζει με το διπλό νόημα των ονομάτων των ψαριών, έτσι που δυσκολεύεται να καταλάβει κανείς κάθε φορά αν σατιρίζει τα θύματά του για την αγάπη τους προς τα ψάρια ή για την υπερβολική αφοσίωσή τους στις εταίρες και τα αγόρια·
Τα ψάρια αποπλανούν και κατακτούν. Λειτουργούν σαν δυνάμεις πειθούς, σαν δέλεαρ για τις εταίρες ή σαν μαγική δύναμη για φυλαχτά. Οι κωμικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν την ιδέα ότι τα ψάρια είναι ακαταμάχητα, για να δημιουργήσουν διασκεδαστικές κατάρες και Βλασφημίες. Στους «Ιππείς» του Αριστοφάνους, ο Αγοράκριτος, ο πωλητής λουκάνικων, καταριέται τον Παφλαγόνα (μια ελάχιστα μεταμφιεσμένη καρικατούρα του δημαγωγού Κλέωνος), τον αντίπαλό του στην εύνοια του ηλικιωμένου Δήμου (δηλαδή του λαού), ως ακολούθως:
Δεν θα σε φοβερίσω εγώ· μια ευχή σου δίνω μοναχά: Να ’χεις το τηγάνι στη φωτιά με καλαμάρια· κι επειδή για τους Μιλήσιους πρόκειται να κάμεις στη λαοσύναξη μια πρόταση που, αν πάει καλά, θα βγάλεις ένα τάλαντο, να βιάζεσαι να φας, αλλά και στη λαοσύναξη να πας· εκεί που τρως, στο σπίτι σου να ’ρθει ένας από τη Μίλητο, για να τα συζητήσετε· και, θέλοντας να μη χαθεί το τάλαντο, μα και να φας τα καλαμάρια, να πνιγείς απ’ την πολλή τη βιάση.
Στους «Αχαρνείς», ο Αριστοφάνης εξαπολύει μια παρόμοια κατά-ρα εναντίον ενός αντιπάλου θεατρικού συγγραφέα· αυτή τη φορά το πολυπόθητο καλαμάρι εικονίζεται να πλησιάζει αργά και σκανδαλιστικά τον καταραμένο και να εξοκείλει στο τραπέζι δίπλα του, για να του το αρπάξει την τελευταία στιγμή ένας σκύλος. Ο Αντιφάνης μάλιστα χρησιμοποιεί σ’ έναν όρκο την ακαταμάχητη γοητεία που ασκούν τα ψάρια στον ψαρομανή: «Ορκίζομαι να εγκαταλείψω αμέσως το σκοπό μου, μόλις ο Καλλιμέδων παρατήσει το κεφάλι του γλαύκου», λέει ένας ήρωας με αποφασιστική περιφρόνηση.
Δεν είναι περίεργο λοιπόν το γεγονός ότι ο στωικός Χρύσιππος, ο οποίος έγραψε τον επόμενο αιώνα, προτιμούσε να αναφέρει αυτούς τους ανθρώπους ως οψομανείς αντί για οψοφάγους, συγκρίνοντάς τους με τον άντρα που είναι γυναικομανής, δηλαδή έχει μανία με τις γυναίκες·
Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζειμς Ντειβιντσον «Αρχαίοι Αθηναίοι – Ηδονές, καταχρήσεις και πάθη»
Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…