«Ξέρετε ποιος είμαι εγώ;» μου λέει ένας κύριος καί μου καρφώνεται μπροστά μου μ’ ολο του τό κορμί.

Αλήθεια, δεν ήξερα ποιός ήταν αυτός ό κύριος, μα δέν του τό λέω, άπό τόν φόβο μην τόν κακοκαρδίσω.

«Σαν νά μου φαίνεται…», του αποκρίνομαι, «η φάτσα σας δεν μου είναι άγνωστη.»

«Γιά δέστε με καλά…»

Τόν κοιτάζω καλά.

«Δέν είδατε ποτέ μιά φάτσα σάν τη δική μου ;»

Δέν χωράει αμφιβολία πώς έχω δει πολλές φάτσες σάν τή δική του: μέ μύτη, μάτια, μουστάκια… ’Ακόμα καί ψαθάκια εχω δει σάν τό δικό του. Ωστόσο, τίποτα δέν μου ρχεται στό νου.

«Δέν υπάρχει αμφιβολία πώς σάς γνωρίζω», του λέω, «μα νά… δέν μπορώ τώρα νά θυμηθώ τό όνομά σας…»

«Έτσι, δέν μπορείτε νά μου πείτε ποιός είμαι;»

«Όχι, κύριε…»

Ό κύριος νοιώθει μεγάλη άπαγοήτευσι.

Μπορεί νάναι ένας άνθρωπος πού δέν ξέρει ποιός είναι καί ρωτάει τόν κόσμο γιά νά τό μάθει. Μπορεί νά σκέφτεται οτι εγώ, σά δημοσιογράφος, πρέπει νάμαι πιό πληροφορημένος απ’ τούς άλλους.

Θλιβερή περίπτωσι, στ’ άλήθεια, νά μή ξέρει ένας κύριος ποιός είναι καί νά μή βρίσκει κάποιον, νά του τό πει.

’Αρχίζω νά θλίβομαι, μά ο κύριος μου άραδιάζει ξαφνικά τό ονομά του, τήν ήλικία του, τό επώνυμό του καί τό παρατσούκλι του.

«Αρα, ξέρατε ποιός εισθε», του λέω ξαφνιασμένος.

«Φυσικά.»

«Τότε, ποιός ό λόγος νά μέ ρωτάτε;»

Δέν μέ ρωτούσε γιά νά τό μάθει, άλλά μέ μιά διάθεσι νά δείξει δέν ξέρω καί γώ τί.

Συγχίζομαι λιγάκι, μά νά σου πού έμφανίζεται ενας άλλος κύριος.

«Γειά σου !» φωνάζει ο καινούργιος. «Ξέρεις ποιός είμαι;»

«Δέν ξέρω.»

«Κι’ αύτός,» συνεχίζει, δείχνοντας τήν παρέα του, «ξέρεις ποιός είναι ;»

«Όχι. Δέν ξέρω ποιοί είστε. Μά, μπορούν νά σάς τό πουν στή Δημαρχία.»

’Από τότε πού γύρισα στό χωριό μου, ούκ ολίγοι μέ πλησίασαν γιά νά τούς πω τ’ όνομά τους. Στήν άρχή προσπαθούσα νά τούς ευχαριστήσω κι’ έκανα άνήκουστες προσπάθειες, γιά νά θυμηθώ. Μά τώρα, οχι πιά. Είναι ένα τοπικό σπόρ πού δέν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Μή έχοντας πώς αλλιώς νά περάσουν τόν καιρό τους, οί άνθρωποι εδώ περιμένουν πέντε, δέκα, δεκαπέντε χρόνια νάρθει κάποιος συμπολίτης τους, γιά νά του υποβάλουν τήν έρώτησι: «Ποιός είμαι εγώ;»

Θέλουνε νά δουνε άν ένας διατήρησε τή μνήμη του στήν ξένητιά. Κι’ άν λ. χ. του τήν έχει έξασθενίσει ο καπνός, τόν θεωρούν φοβερά υπερήφανο άνθρωπο.

  ~ Γιούλιο Κάμπα

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com/

Συναφές: 

Το τσαγερό

Ας μην υπερβάλλουμε, παιδιά!

Αντικλείδι

Οι διαχειριστές του blog

Share
Published by
Αντικλείδι

Recent Posts

John Locke – Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση : Το βέβαιο και το πιθανό.

Αντιμετωπίζοντας τους θρησκευτικούς και πολιτικούς φανατισμούς, ο John Locke θέλει να δείξει ότι οι βεβαιότητες…

3 weeks ago

Η Τέχνη της Ευτυχίας: Ένα ταξίδι με οδηγό την αρχαία φιλοσοφία

Θα ξεκινήσω με εκείνη τη διάσημη, ειλικρινά ενοχλητική, σωκρατική μέθοδο: με μια ερώτηση. Ποιος από…

4 weeks ago

Φωτεινά Εργαλεία με σκοτεινές χρήσεις: Τα κοινά γνωσιακά υλικά της Επιστημονικής και της Συνωμοσιολογικής Σκέψης και το παράδειγμα της Νομπελίτιδας

Μετά από χιλιάδες χρόνια διανοητικού μόχθου, φαίνεται ότι ξαναγυρίζουμε ταπεινά στον Σωκράτη. Αφού κυνηγήσαμε τις…

1 month ago

Aρχαίος Σκεπτικισμός: Όταν τίποτε δεν ενοχλεί

Τι είναι αλήθεια και πώς μπορούμε να τη γνωρίσουμε; (more…)

2 months ago

Π. Ιακωβής – Ένα Πράσινο Αυτοκίνητο: Η Ασυμμετρία της Άρνησης και η Οντολογία του Όχι

Ας υποθέσουμε μια Πρόταση Α: (Αυτό το αυτοκίνητο είναι Πράσινο) και την Άρνησή της, Πρόταση…

2 months ago

Επίκουρος και ασυνείδητο: Από την αρχαία φιλοσοφία στη σύγχρονη νευροεπιστήμη και ψυχοθεραπεία.

Αφορμή για αυτή την εργασία υπήρξαν δύο λόγοι: 1. To ενδιαφέρον μου για την Επικούρεια…

3 months ago