Ένα ατέλειωτο πολύχρωμο πλήθος έμπαινε σιγά σιγά μες στις εγκαταστάσεις, με τσάντες, φουσκωτές μπάλες και κάθε είδους λουτρικά. Θα ’λεγε- κανείς ότι ήταν οι πιστοί μιας μυστηριώδους θεότητας που έμπαιναν στο ναό. Οι ξυπόλητοι φύλακες έτρεχαν να ανοίξουν τις καμπίνες και να σπρώξουν στο νερό τις βάρκες και τα κανό που προσφέρονταν για ενοικίαση.
Κοντά στην είσοδο, ένας ψαράς χτυπούσε με απίστευτη δύναμη πάνω σ’ ένα πέτρινο πεζούλι ένα χταπόδι, που είχε μόλις ψαρέψει κι ήταν ακόμα ζωντανό. Με το σύστημα αυτό, σκοτώνονται τα χταπόδια.
«Τι βάρβαρη συνήθεια!» φώναξε ο Σουάρες που έμπαινε εκείνη τη στιγμή μαζί με τους φίλους του.
«Θα σας φαινόταν ακόμα πιο βάρβαρη», είπε ένας υπάλληλος της πλαζ, «αν ξέρατε ότι αυτό το χταπόδι είναι πάντα το ίδιο, που το ψαρεύουν κάθε μέρα ζωντανό και το κοπανάνε για λίγη ώρα μπροστά στα μάτια των παραθεριστών».
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο φίλος μας.
«Ξέρετε», του εξήγησε ο άλλος, «ότι κανείς δεν θα εμπιστευόταν να φάει ψάρι σ’ ένα μαγαζί, αν δεν έβλεπε τουλάχιστον ένα χταπόδι να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια των πελατών. Εδώ, μιας και δεν γίνεται να ψαρεύουμε κάθε μέρα διαφορετικό χταπόδι, η διεύθυνση σκέφτηκε να χρησιμοποιούμε κάθε μέρα το ίδιο χταπόδι που, αφού το κοπανάνε για αρκετή ώρα, λίγο πριν ξεψυχήσει, το ρίχνουν και πάλι στη θάλασσα, σ’ ένα περιφραγμένο σημείο, απ’ όπου είναι εύκολο να το ψαρέψουν όποτε χρειαστεί».
Ήταν αλήθεια. Το δόλιο το πλάσμα, σαν να μην του έφταναν τα καθημερινά πρωινά κοπανήματα, έπρεπε συχνά να υφίσταται και μερικά έξτρα βασανιστήρια στη διάρκεια της ημέρας. Μόλις εμφανιζόταν κανείς και ζητούσε να φάει φρέσκο ψάρι, που να το ’χουν ψαρέψει μπροστά στα μάτια του, να σου και τραβούσαν το χταπόδι και το κοπανούσαν για λίγη ώρα πάνω στο πεζούλι. Μετά, αφού το αντικαθιστούσαν με χταπόδια φερμένα από το Μιλάνο, το ξανάριχναν στη θάλασσα για να το χρησιμοποιήσουν σε κάποια άλλη περίσταση. Τώρα πια, το καημένο άκουγε φωνές κάθε φορά που ερχόταν η στιγμή να το βγάλουν έξω και να το κοπανήσουν. Τον πρώτο καιρό, μόλις άκουγε να φωνάζουν: «Έι, έχει να φάμε κάνα φρέσκο ψάρι;» μουρμούριζε: «Να ’μαστέ!» Και γινόταν μικρό μικρό, κρυβόταν στο βυθό. Μάταια, όμως. Πολύ σύντομα το ξετρύπωναν, το τραβούσαν στο φως και το κοπανούσαν με δύναμη στο πεζουλάκι, προς μεγάλη ικανοποίηση της πελατείας. Έπειτα, το δύστυχο μαλάκιο, για να συντομεύει αυτές τις τρομερές στιγμές, μόλις άκουγε να ζητούν φρέσκο ψάρι, ανέβαινε μονομιάς στην επιφάνεια και στηνόταν κοντά στο παραπέτο, με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση. Το δύστυχο πλάσμα είχε πια γίνει θεόσκληρο και δεν ήθελε παρά να ξεμπερδεύει με την άθλια ύπαρξή του. Η αλήθεια είναι ότι δεν του έλειπε τίποτα. Ίσα ίσα, για να το κρατήσει στη ζωή, η διεύθυνση δεν τσιγκουνευόταν τα μεζεδάκια και τις κάθε είδους ανέσεις. Αλλά το γεγονός ότι το κοπανούσαν με τόσο βάρβαρο τρόπο έκανε όλα τ’ άλλα να περνούν σε δεύτερη μοίρα. Κάθε μέρα έλεγε: «Ας ελπίσουμε ότι σήμερα θα τελειώνουμε». Αλλ’ όταν, μετά από τις σκληρές του δοκιμασίες, ένιωθε να το ξαναρίχνουν στο νερό, αντί για το κατσαρόλι, ανατρίχιαζε όταν σκεφτόταν: «Άντε πάλι αύριο από την αρχή». Μερικές φορές, μετά από το κοπάνημα, παρίστανε το αδιάφορο και προχωρούσε κλεφτά για την κουζίνα. Ο ψαράς, όμως, πάντα προλάβαινε να το αρπάξει για να το ρίξει στις θαλασσινές αβύσσους.
~ Καμπανίλε Ακίλε – το υπέροχο απόσπασμα του χταποδιού από το Αύγουστος -γυναίκα, δεν σε ξέρω
Aπό το βιβλίου του ΕΚΟ «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας»
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές: