Διήγημα χωρίς Άλφα

alfaΜέσα σε αυτή την απλή πρόταση το γράμμα άλφα χρησιμοποιήθηκε, εντελώς ασχεδίαστα, 11 φορές σε 7 λέξεις. Σε οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο στα ελληνικά, σύμφωνα με στατιστικές μελέτες το 12% των γραμμάτων του θα είναι άλφα. Λέξεις όπως «και», «από», «αλλά», «ένα», «να», αλλά και οι καταλήξεις «-α» και «-αι» καθιστούν το άλφα ένα γράμμα που πολύ δύσκολα αποφεύγεται, ακόμα και σε μικρές προτάσεις. Πως θα έμοιαζε, λοιπόν, ένα διήγημα χωρίς καθόλου άλφα; Αυτή η πρόκληση τέθηκε σε έναν άτυπο λογοτεχνικό διαγωνισμό μεταξύ φίλων, και είχε ως αποτέλεσμα κάποια διασκεδαστικά – και αλλόκοτα – κείμενα, εκ των οποίων μπορώ να παραθέσω το δικό μου. Αν θέλετε δοκιμάστε το και εσείς – δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται.


alpha2

Στο τέλος ήρθε το σκότος. Ο θεουργός δεν περίμενε τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Η τελετή είχε ξεκινήσει δύο ώρες πιο πριν. Είχε έρθει μόνος του με τη προσμονή ορισμένων εκπλήξεων, το μέγεθος των οποίων όμως δεν είχε συνειδητοποιήσει. Μπρος στο σκότος, θυμήθηκε πως είχε νομίσει ότι όλο το σκηνικό βρομούσε θείο. Δεν βρομούσε το σκηνικό, μύριζε τον έξω χώρο, που γυρνούσε, γερνούσε γύρω του κόσμου των θνητών, με μυστικές οντότητες, πλέον όχι τόσο μυστικές. Όχι, η εποχή των μυστικών τελείωνε.

Ο Εχερεβέμ, με κυνόδοντες μεγέθους  δέντρου, ύψος βουνού, όψη ολέθρου, σύρθηκε εν μέσω βροντών στο νέο του κόσμο. Γύρω του πετούσε σμήνος εχιδνόπτερων, φριχτές φτερωτές επικολλήσεις όρνεων με όφεις. Το ζενίθ σκούρηνε μέχρι που στήλη σκότους το τρύπησε. Η Σελήνη έγινε μπλε, ενώ σκόνη γέμιζε τον χώρο μέχρι το ύψος των πιο ψηλών νεφών.

surreal-1

Με τρομερούς βρυχηθμούς ο Εχερεβέμ υψώθηκε προς τη δύση, προς τον ήλιο που έδυε, το θεό ενός εχθρικού του κόσμου. Έκρουξε τη νίκη του εφόσον ο ήλιος έπεσε πρώτος, λόγω ενός ψηλού βουνού, πνιγμένος στη σκόνη.

Εσύ τότε είπες ότι δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, όμως εγώ δεν ήμουν τόσο πεπεισμένος. Ο Εχερεβέμ έσερνε το εξωτικό του κορμί στη νωπή γη, με το σκότος πίσω του, τις εχιδνόπτερες τριγύρω. Πέντε μέρες έσπερνε τον όλεθρο, όμως δεν έβρισκε τροφή του κόσμου του, δεν έβρισκε τις σωστές πρωτεΐνες. Ώσπου έπεσε στη κοντινή λίμνη, ξεθεωμένος, νεκρός.

Οι πόλεις επιβιώνουν. Η σκόνη έπεσε, η σελήνη κιτρίνισε, ο ήλιος φέγγει όπως πριν. Ο θεουργός, στο ερείπιο του σημείου μηδέν, σημειώνει στο βιβλίο του τις τελικές εμπειρίες της τελετής. «Περισσότερο κύμινο στην επόμενη επίκληση, λίγη επιπλέον εμμονή στις σωστές εκφορές. Υποσχόμενο πεδίο, θέλει επιπλέον έρευνες.»

Σταύρος Δημητρακούδης

https://antikleidi.com/author/seleukos/

Μπορείτε να μας στείλετε τη δική σας μικρή ιστορία “χωρίς άλφα “,   στο email του site [email protected]  ή γράψτε την σαν σχόλιο . Όλες οι ιστορίες θα δημοσιευτούν ΕΔΩ

by Αντικλείδι ,https://antikleidi.com

Συναφές:

Η τελευταία μέρα της γης (Και το τι Επακολούθησε)

Το Παράξενο Ξύπνημα του Κυρίου Τέπες

Ο Τρισένδοξος Αγώνας της Νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Λαϊκού Διαστήματος

Ο όνος του Μπουριντάν

Το Εσχατολογικό Αίνιγμα Της Κατσαρίδας Και Ο Χίτλερ

Οι συμβουλές του Πίτερ Κάρεϊ * προς επίδοξους συγγραφείς

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

10 CommentsΣχολιάστε

  • ΜιΑ κοκκινοσκουφίτσΑ χωρίς ΑλφΑ

    Με συνεπήρε το γεγονός που συνέβη χθες στο σούρουπο. Η σκηνή στο χρόνο ξετυλίχτηκε στη σκέψη, στο νου μου
    Την είχε δει . Το περίεργο κόκκινο σκουφί της , σημείο ευκόλως ιδωμένο. Ποτέ δεν περνούσε χωρίς προσοχή. Επίτηδες…
    Ο λύκος έτρεξε προς το μέρος της . Το δόντι του πονούσε πολύ . Υπέφερε ο δυστυχής. Μόνο εκείνη μπορούσε… Την είχε εμπιστευτεί. Τον είχε σώσει . Έκτοτε δεν είχε σχέση.

    Εκείνη δίχως οίκτο χρησιμοποίησε το μόνο σύνεργο που είχε συνεχώς στο κοφίνι της . Του έδωσε το λιγοστό κίτρινο λουλούδι που συνέλεξε τούτο το πρωί. Φτωχική η συγκομιδή. Ευελπιστούσε βλέπετε στο διώξιμο της ενεργοποίησης του κέντρου του πόνου. Εκείνος κοιμήθηκε χωρίς όνειρο.

    Το οστό του πλήγωνε το ούλο. Κόκκινο υγρό της λέρωσε το χέρι. Η κυρτή του μύτη τη δυσκόλευε πολύ στις χειρουργικές κινήσεις της. Χωρίς μεγάλη ισχύ, όμως με περισσή τεχνική εξωθεί το οστό που είχε σφηνωθεί στο μυτερό του δόντι.
    Ωχ!
    κουνέλι!
    Του κυνηγού! Του είχε πει χίλιες φορές ότι δεν πρέπει.

    Τυχερός ο κυνηγός.
    Περνούσε στο σημείο . Τον κυνηγούσε έτη κι έτη.

    Σκόπευσε. Ο πυροβολισμός ξεσήκωσε όλο το ζωικό πληθυσμό .

    Το κορίτσι με το κόκκινο σκουφί έπεσε λιπόθυμο…
    .
    .

    Το ρολόι χτύπησε οκτώ. Ξύπνησε ιδρωμένη, όνειρο, ευτυχώς!

    Η γνώριμη φωνή της είπε «Σήκω μικρή μου, σήκω επιτέλους, έτοιμο στο κοφίνι το πρωινό της, την ξέρεις… περιμένει… όλες οι γριές περίεργες βλέπεις»

  • Το ψητοπωλείο του Σωτήρη
    Το ψητοπωλείο του Σωτήρη μάζευε δυό γερόντους όλους κι όλους, σε λίγο όμως έγινε στέκι όλων.
    Τότε στον μικρό Γιώργο (εγώ) άρεσε πολύ το μπιφτέκι, όμως με συγκεκριμένο τρόπο ψημένο, το μπιφτέκι του Σωτήρη στο χωριό μου
    Ο Σωτήρης λοιπόν πριν γίνει έτοιμο το μπιφτέκι επέλεγε επιμελώς το σωστό μέρος του ζώου που είχε σκοτωθεί : λίγο χοιρινό ,πολύ βοδινό, ώστε τούτη η εκλεκτή τροφή υιοθετούσε εκείνη την όμορφη γεύση. Τότε πριν το πολτοποιήσει προσέθετε ΤΟ ΜΥΡΩΔΙΚΟ, τότε η γεύση τούτου του εκπληκτικού μπιφτεκιού διέφερε σε σχέση με τους υπόλοιπους κοινούς κεφτέδες…
    Η γεύση τούτου του κεφτέ είχε κυριεύσει όλους τους χωρικούς της γύρω περιοχής. Η φήμη του κεφτέ πήγε στη πόλη, τότε το ψητοπωλείο του Σωτήρη έγινε στέκι όλων.
    Όμως είχε συνέπειες . Το ποσοστό βοδινού /χοιρινού έπεσε, το μυρωδικό έφυγε, ομού κι η γεύση.
    Ο Σωτήρης έμεινε με τους δύο γερόντους

  • Εξαίσια αρχή! Αλλά και στις δύο ιστορίες έξουν ξεφύγει κάποια άλφα – στη λέξη “μεγάλη” στη πρώτη, και στις λέξεις “μάζευε” και “άρεσε” στη δεύτερη. Όταν ψάχνει κανείς μέσω προγράμματος για “α” δεν εμφανίζει τα “ά”, λόγω του τόνου…

  • Τόσες φορές ειπώθηκε στο εντευκτήριο η λέξη τούτη.. Τόσες, που η γνώση της εθεωρείτο δεδομένη εντός των προσκεκλημένων. Κι όμως, ο ψηλός εκείνος μορφωμένος κύριος, επέμενε πως δεν ισχύει, πως δεν «στέκει». Έδειχνε πιστός στις δικές του τοποθετήσεις, στις δικές του γλωσσικές εμπειρίες. Δεκτό. Μέχρι ενός σημείου. Η πολυετής γλωσσολογική μελέτη που διενήργησε, τον είχε οδηγήσει πλέον σε εμμονή ως προς τη γνώμη/γνώση που με κόπο έκτισε. Υπερβολικός ώρες-ώρες ο κύριος Νίκου, εμμονικός ενίοτε. Εξηγήσιμο. Εφόσον η μελέτη του υπήρξε πολυετής κι ενδελεχής, όλοι εμπρός του ωχριούν!! Χόμπι κι ετούτο! Μελέτη λέξεων !! Με σκοπό την επίδειξη των τόσων γνώσεων! Ούτε γλωσσολόγος τόση εμμονή! Εύγε. Συγκρινόμενο με χόμπι που δεν προσφέρουν τίποτε τόσο χρήσιμο – δημιουργικό… το προτιμώ χίλιες φορές! Ετοιμόλογος, εύστροφος, εύστοχος στις κουβέντες του όλες ο κύριος Νίκου. Τόσος κόπος, τόση μελέτη χρήζουν επίδειξης! Ο Θεός στο πλευρό σου, κύριε Νίκου.

  • ο κύριος Κωστής Α. Μακρής μας έστειλε χτες το δικό του διήγημα. Απολαύστε το:

    Η έξοδος – Μικρό αφήγημα χωρίς άλφα.

    «Εδώ!» μούγκρισε. «Εδώ!»
    Εκείνος χλιμίντρισε. Σχεδόν εντός του. Σχεδόν ερώτηση: «Εδώ… Πού εδώ;»
    «Εδώ!»
    Εκείνος δεν είχε δρόμο ή επιλογή.
    «Πλησίον ο έτερος, ή έτερος ο πλησίον;» σκέφτηκε με ερώτηση.
    Νέος ήχος.
    Γουργουριστός, φιλικός, ζητούσε συμπόνεση, οίκτο.
    Ο ιππότης επέμεινε οργίλος.
    «Εδώ! Σκύψε!»
    Δεν υπήρχε διέξοδος, δεν υπήρχε εντός του ισχύς, θέληση, όνειρο, υπομονή.
    Σιωπηλός προς τον πλησίον.
    Το “εδώ” του ετέρου, οξύ σε πληγές.
    «Ετεροπροσδιορισμένος μέχρι τέλους» σκέφτηκε.
    Οι οπλές πληγωμένες, οι εκδορές των πολλών δρόμων, η ξέφρενη υποχώρηση.
    Οι δρόμοι της φυγής. Ο μοχθηρός εντέλλων.
    Ο πνιγηρός δεσμός, το οξύ σπιρούνι.
    Ίχνος συμμετοχής στον πόνο. Πόνος κοντινός, όχι ξένος.
    Δεν του έπρεπε η όψη του ηττημένου. Είχε όμως επιλογή;
    «Εδώ!» νέος βρυχηθμός του δίποδου θηρίου.
    «Ιππότης; Ποτέ…»
    Πόνος στις οπλές, πόνος στους μυώνες. Πόνος επίμονος.
    Το «εδώ» του ηγέτη, έγινε η θέλησή του. Ή μήπως όχι;
    «Εις ουδέν ελπίζω», η θλιβερή κι εσώτερη βουβή του νέμεση.
    Το μίσος θέριεψε. Έγινε οργή. Ξεχείλισε ο θυμός.
    Το «εδώ» του ιππότη έγινε τριγμός των οδόντων.
    Οι πληγωμένες οπλές του έγιναν φονικές. Πληγών πηγές.
    Θύτης έγινε, όχι τροφής ένεκεν. Φόνος εξόδου το ζητούμενο, φόνος οργής.
    Η έξοδος το κίνητρο, όχι η εκδίκηση.
    Χωρίς προμελέτη.
    Ο δρόμος περνούσε τον πυρετό του στις πονεμένες του οπλές.
    Πυρετικός δρόμος η έξοδος. Χλιμίντρισε ελεύθερος.
    Ο νεκρός ιππότης δεν εμπόδιζε πλέον την έξοδό του προς την ελεύθερη ζωή.

    ΚΩΣΤΗΣ Α. ΜΑΚΡΗΣ
    06 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

  • Μία ακόμη ιστορία που μας έστειλαν σήμερα

    Το σερνικό τζιτζίκι
    της
    Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

    Ο Σπύρος, ο πρωτότοκος γιός του Γιώργου του Στεργούλη, δεν είχε δει ποτέ τις Ορσίδες, που διχοτομούν τον πέτρινο όγκο του Τζουμέρκου, ούτε διέσχισε ποτέ τον μετέωρο στον φοβερό γκρεμό δρόμο, που οδηγεί στην πόλη .
    Ο Σπύρος γεννήθηκε στο περιορισμένο Πετρούλι με τους πέτρινους βωβούς τοίχους των λιγοστών σπιτιών, με τις βουτηγμένες στο πορτοκαλί φως του δύοντος ηλίου ψηλές πεζούλες που οριοθετούν το σμίξιμο της φτενής γης με το σύννεφο.
    Μέχρι τους έξη χρόνους του έβλεπε στο κέντρο του χωριού το σχολείο στον ίσκιο του Οσίου Ερμογένη του Πολυούχου τους, όπου περνούσε ώρες πολλές ως πιστός συνοδός της νεωκόρου ευσεβούς μητρός του, δίχως την επίγνωση πως η ζωηρή χωρίς περιορισμούς ζωή νηπίου που διήγε, έληγε με την είσοδό του στην πρώτη δημοτικού.
    Όμως κι ο κυρ-Πίντιος ο εκτοπισμένος ως επικίνδυνος κομμουνιστής γέρο- φιλόλογος, που ξέμεινε στο χωριό ως βοηθός της διευθυντού του Μονοθέσιου Δημοτικού Σχολείου Πετρουλίου Νίκης Λεμονοπούλου, δυσκολεύτηκε πολύ με τούτο το περίεργο ερίφιο.
    Η Λεμονοπούλου έλλειπε λόγω δύσκολης εγκυμοσύνης εκείνο τον Σεπτέμβρη, που ο Νίκος ο Στεργούλης σύστησε στον κυρ-Πίντιο τον γιό του με την εξής συμβουλή: «Τούτον τον λένε Σπύρο Στεργούλη όπως τον γέρο μου, που εκτελέστηκε στο βουνό πριν δυο χρόνους, ως επικίνδυνος εχθρός της κυβερνήσεως. Οι μυώνες δικοί σου, ο σκελετός δικός μου. Μην τον λυπηθείς δείρτον, όμως τον θέλω πίσω πολίτη λεύτερο, διεκδικητή του δίκιου του σογιού του». Είπε όπως πήρε τον δρόμο που οδηγούσε προς το κέντρο.
    Με τις εμπλουτισμένες με ξυλιές φωνές του κυρίου Πίντιου, που ο Σπύρος ξεπλήρωνε με ενέδρες, όπου τρείς φορές γλύτωσε το πόδι του ο γεροφιλόλογος, δύσκολο κύλησε το σχολικό έτος προς το τέλος του, ώσπου εκείνο το μεσημέρι του Ιούνη όπως ο Νίκος της Πινιώς ο μπροστινός του Σπύρου έλεγε το πέντε, σηκώθηκε σούσουρο στην πρώτη. Επειδή ο κυρ-Πίντιος δεν βρήκε φυσιολογικό τον θόρυβο, ούτε την συνοδευμένη με γέλιο πονηρό έλλειψη προσοχής του επιμελή γιου της Πινιώς, που πήδηξε το πέντε επί πέντε είκοσι πέντε, προχώρησε προς στη θέση του ζωηρού Στεργούλη κι είδε το κινούμενο σπιρτόκουτο.
    Ενώ ο Ιησούς Χριστός, ο Μονογενής γιος της Θεομήτορος, κολλημένος στον τοίχο εμπρός του τον επισκοπούσε με επίπληξη, ο Σπύρος με πρόθεση πονηρή έσπρωξε το κουτί προς την τσέπη του. Ο κυρ-Πίντιος όμως, προτού ο άλλος εκπληρώσει την πονηρή του πρόθεση, πήρε το ύποπτο κουτί, το τοποθέτησε εμπρός του, έσπρωξε με προσοχή το εσωτερικό μέρος του έτσι που ελευθερώθηκε το φτωχικό περιεχόμενό του, το τζιτζίκι που είχε εγκλωβιστεί στο λευκό σκότος ποιος ξέρει πόσες ώρες πριν.
    Το δυστυχές τζιτζίκι βρέθηκε στο έλεος του Σπύρου την προηγουμένη, που θυμωμένος κλείδωσε στο δρόμο την Στεργούλω, τιμωρημένη που δεν γνώριζε το σερνικό τζιτζίκι που της γύρευε, μέχρι που της το είπε η Κική η κουτσή γεροντοκόρη, πως σερνικό λεν οι γριές το μουγκό τζιτζίκι. Έτσι έμεινε έξω η Νίκη Στεργούλη μέχρι την εκτέλεση της εντολής του μικρού ληστή, την σύλληψη του ποθητού εντόμου στο πεύκο του Κοκόρη. Με εισιτήριο το τζιτζίκι έγινε δεκτή στο σπίτι της λίγο πριν μπεί ο νοικοκύρης, που στην περίπτωση που είχε πληροφορηθεί τι είχε συμβεί, δεν γλύτωνε ο Σπύρος τον θυμό του .
    Το σερνικό τζιτζίκι περιορισμένο ώρες πολλές στους τέσσερις του τοίχους νηστικό, ξεδίπλωσε τις λεπτές του φτερούγες, ζυγίστηκε λίγο μπρός πίσω, τέντωσε το δεξιό μπρός πόδι του έξω. Στο τέλος σίγουρο πως ελευθερώθηκε, χύθηκε χωρίς επιστροφή στην έξοδο, προς το φως που ορμούσε γιορτινό του ήλιου.
    Ο κύριος Πίντιος τον τιμώρησε τον Σπύρο με το γνωστό κουτσό των Πέτρινων Χρόνων, που διήρκεσε ως τις δυο το μεσημέρι, μέχρι που με το πρώτο κουδούνι χύθηκε με όλους τους συνομήλικούς του στην εξοχή, με μόνο σκοπό τη σύλληψη όλων των σερνικών τζιτζίκων. Η εξόντωση των δύστυχων εντόμων ξέπλυνε την σπιλωμένη με το κουτσό στον τοίχο τιμή του Σπύρου.
    Το θέρος εκείνο έμεινε βουβό το χωριό με όλες τις τζιτζικίνες χήρες.

    • ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!!!ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!!!
      Υ.Γ. ΤΕΛΙΚΑ, Ο ΣΠΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ‘Η ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΟΥΛΗ;;

  • **************************
    Οι Μυστικοί Έψιλον
    **************************

    Σε βένθη ερεβώδη, σε υποχθόνιες κρυψώνες, στο μυστικό λημέρι τους, οι Έψιλον δολοπλοκούν δίχως τέλος…

    Ποιος ποτέ υποπτεύθηκε, ποιος γνωρίζει το επόμενο σχέδιό τους; Κρυμμένοι στο πυριγενές βουνό τους, εποπτεύουν συνεχώς τον κόσμο με γεωσύγχρονους δορυφόρους, κοριούς με ηλεκτρονικούς σένσορες κι ειδικώς γενοσυγκολλημένες νυχτερίδες που βλέπουν στο υπέρυθρο.

    Ο προσεκτικός κι οξύνους περίοικος της Μυστηριώδους Νήσου, ωστόσο, ίσως εντόπιζε τη σκυφτή μορφή, με πρόσωπο Ίγκορ, πυκνή, λιγδερή κόμη κι ολοσκότεινο ρούχο, που είχε στηθεί εκείνο το σούρουπο εμπρός στη μυστική είσοδο του κρησφύγετου, δυσπρόσιτη στον μη-μυημένο.

    Πίεσε το κουδούνι, περίμενε· η φωνή βγήκε στριγκή κι ενοχλημένη:

    -Τις ει;

    -Φέρνω τις πίτσες, ω μέγιστε Έψιλον!

    Σιωπή.

    Ο «Ίγκορ» κόλλησε στο θυροτηλέφωνο, όλος εγρήγορση, κι ιδού τι βγήκε, ισχνός μόλις ψίθυρος:

    «Όντως, δεν έχουμε βοηθούς; Φρουρούς; Κλητήρες, προσωπικό; Εγώ λοιπόν, ο μέγιστος Έψιλον, πυλωρός; Έλεος, επιτέλους! Πώς;; Η κρίση; Εξωφρενικό!»

    Σιωπή.

    -«Κωδικός;» επέστρεψε θυμωμένη η φωνή.

    -Εεε, εδώ τον έχω, μισό λεπτό… πού πήγε…

    -Ξοδεύεις το χρόνο μου, ω ηλίθιε; Μετρώ ως το πέντε, κι είτε λες τον κωδικό είτε σε γεμίζω μολύβι, χμ, όχι, προτιμώ το λέηζερ, πιο οικονομικό! Έν, δύο, …

    -Όχι! Έλεος, Μέγιστε Έψιλον! Μού ‘ρθε!

    -Λέγε, βρε κρετίνε!

    -«Λίθος λευκός, ολόλευκος, του Ηλίου πολύ λευκότερος»!

    Το σκούξιμο των ηλεκτρονικών μεντεσέδων σε κρυφές κόγχες συνόδεψε τον ονειροπόλο Ίγκορ στο σκοτεινό τούνελ. Προχώρησε μέχρι που βρέθηκε στο φως του κεντρικού επιτελείου. Εκεί, μπρος στις κονσόλες των υπερυπολογιστών, έστεκε ο Μέγιστος Έψιλον.

    -Επιτέλους, ήρθες! Τόσες ώρες έχεις που έφυγες, πού κωλυσιεργούσες; Νηστικός Έψιλον δεν δολοπλοκεί, ως γνωστόν.

    -Είχε φοβερή κίνηση, κι ουρές ολόκληρες στο φέρι μποτ. Επίσης, μη θυμώσετε, δεν είχε πεπερόνι…

    -Πώς; Δεν είχε πεπερόνι; Εννοείς πως, τούτες εδώ οι πίτσες…

    Το χείλος του έτρεμε.

    -Εγώ οσονούπω ξεκινώ το πρώτο μέρος του Σχεδίου, που τόσους μήνες μελετώ, έχω τελειοποιήσει όλες τις λεπτομέρειες, κι εσύ μου λες… ότι… δεν έχουν… πεπερόνι;

    -Τρισμέγιστε, έχω ρωτήσει σε όλες τις…

    -Σιωπή! Ω, με περιστοιχίζουν ηλίθιοι!

    -Περιστοιχίζω; Μόνος μου; είπε ενώ οπισθοχωρούσε με τρόπο.

    -Δεν ζητώ χιουμορίστες, βδελυρό μηδενικό! Υπηρέτες ζητώ! Στοπ! Ούτε πόντο πιο πίσω!

    Το τρελό γέλιο του γέμισε τους σκοτεινούς τοίχους, ενώ έφερνε κρυφίως το δείκτη του στο μικροσκοπικό Μοχλό Κρημνίσεως Περιττού Προσωπικού, κι ο δύσμοιρος, δύσμορφος Ίγκορ έπεσε ευθύς στην οπή που βρέθηκε στο σημείο που πριν έστεκε.

    -Τις ευχές μου στους κροκόδειλους! Ορίστε κι οι βρωμο-πίτσες σου χωρίς πεπερόνι! είπε ο Μέγιστος Έψιλον, τις έριξε πίσω του, κι έκλεισε την οπή.

    Νηστικός, φουρκισμένος, έδωσε λίγη τροφή στο ποντίκι του, τον Μπρέην, έσβησε το φως κι έπεσε στην κλίνη του. Το Σχέδιο μπήκε προσωρινώς στο ψυγείο.

    Ο κόσμος τη γλίτωσε… μέχρι το επόμενο σούρουπο.