Ο αλχημιστής κατέβηκε από το άλογό του κι έκανε νόημα στο αγόρι να τον ακολουθήσει μέσα στη σκηνή. Ηταν μια σκηνή σαν όλες τις άλλες που είχε γνωρίσει στην έρημο, με εξαίρεση τη μεγάλη κεντρική σκηνή, που είχε την πολυτέλεια των παραμυθιών. Κοίταξε για εργαλεία και φούρνους αλχημείας, δεν είδε όμως τίποτε τέτοιο. Υπήρχε μόνο ένας σωρός από βιβλία, μια εστία και χαλιά με παράξενα σχέδια.
-Κάθισε, Θα ετοιμάσω τσάϊ, είπε ο αλχημιστής. Και θα φάμε μαζί αντά τα γεράκια.
Το αγόρι υποψιάστηκε ότι επρόκειτο για τα ίδια πουλιά που είχε δει την προηγούμενη μέρα, δεν είπε όμως τίποτε. Ο αλχημιστής άναψε τη φωτιά και σε λίγο μια ευχάριστη μυρωδιά κρέατος είχε γεμίσει τη σκηνή. Ηταν καλύτερη κι από τη μυρωδιά των ναργιλέδων.
-Γιατί Θέλατε να με δείτε? είπε το αγόρι.
Εξαιτίας των σημαδιών, απάντησε ο αλχημιστής. Ο άνεμος μου εκμυστηρεύτηκε πότε Θα’ρχόσουν. Και ότι Θα είχες ανάγκη από βοήθεια.
-Δεν πρόκειται για μένα. Πρόκειται για τον άλλο ξένο, τον Αγγλο. Εκείνος σας έψαχνε.
-Εκείνος πρέπει να βρει άλλα πράγματα πριν βρει εμένα. Είναι όμως στο σωστό δρόμο. Αρχισε να αγναντεύει την έρημο.
-Κι εσείς Θα μου τον μάθετε?
-Οχι. Ηδη ξέρεις ό,τι χρειάζεσαι. Απλώς θα σε ωΘήσω προς το Θησαυρό σου.
-Υπάρχει πόλεμος μεταξύ των φυλών, επέμεινε το αγόρι.
– Την ξέρω την έρημο.
-Ηδη βρήκα το Θησαυρό μου. Εχω μια καμήλα, τα λεφτά από το μαγαζί των κρυστάλλων και πενήντα χρυσά νομίσματα. Στη χώρα μου Θα είμαι πλούσιος.
-Κι όμως, τίποτε απ’αυτά δεν είναι κοντά στις πυραμίδες, είπε ο αλχημιστής.
-Εχω τη Φατιμά. Είναι ένας Θησαυρός μεγαλύτερος από αυτόν που κατάφερα να μαζέψω.
-Ούτε κι αυτή είναι κοντά στις πυραμίδες. Εφαγαν τα γεράκια σιωπηλά. Ο αλχημιστής άνοιξε ένα μπουκάλι και γέμισε το ποτήρι του αγοριού μ’ένα κόκκινο υγρό. Ηταν κρασί, και μάλιστα ένα από τα καλύτερα κρασιά που το αγόρι είχε πιει ποτέ. Το κρασί όμως απαγορευόταν από το νόμο.
–Το κακό δεν περιέχεται σ’αυτό που μπαίνει από το στόμα του ανθρώπου, είπε ο αλχημιστής. Το κακό περιέχεται σ’αυτό που βγαίνει από κει. Το αγόρι αισθανόταν όλο και πιο χαρούμενο εξαιτίας του κρασιού? αν και φοβόταν τον αλχημιστή. ΚάΘισαν έξω από τη σκηνή, κοιτάζοντας το φεγγαρόφωτο που Θάμπωνε τ’αστέρια. –
Πιες και διασκέδασε λιγάκι, είπε ο αλχημιστής, διαπιστώνοντας ότι το αγόρι γινόταν όλο και πιο χαρούμενο. Ν’αναπαυτείς, όπως συνήθως αναπαύεται ο πολεμιστής πριν από τη μάχη. Μην ξεχάσεις όμως ότι όπου είναι η καρδιά σου, εκεί και ο θησαυρός σου. Και πρέπει οπωσδήποτε να βρεις το Θησαυρό σου, για να έχουν νόημα όσα έχεις ανακαλύψει στο δρόμο σου
by Αντικλείδι , https://antikleidi.com
Συναφές:
Πάουλο Κοέλο, Απόσπασμα από τον “Αλχημιστή”
Το σύννεφο και ο αμμόλοφος (του Paulo Coehlio)
Και ο Θεός έπλασε τη μητέρα – Paulo Coelho
Ποιος θέλει ακόμα αυτό το χαρτονόμισμα;
Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι ενώ συνθέτει μια ηγεμονική κουλτούρα,…
Από όλες τις προφητικές γνώσεις που μπορεί να βρει κανείς στο κλασικό μυθιστόρημα του Όργουελ,…
Το 1784, σε ένα δοκίμιό του με τίτλο αυτή την ερώτηση: "Was ist Aufidarung?", ο…
Υπάρχουν δύο απαραίτητα στοιχεία για τη γνώση: το υποκείμενο της γνώσης (ο γνωρίζων, ή ο…
Ένα μικρό αφιέρωμα στον συγγραφέα και ψυχολόγο Daniel Kahneman που διακρίθηκε για το έργο του…
Για κάποιους είναι τόσο εύκολο να ερωτευτούν με μια ιδέα όσο και έναν άνθρωπο. Οι…