Ύμνος στον έρωτα – Η Σελήνη κι ο Ενδυμίωνας


Υμνος στον έρωτα ( εις Σελήνην και Ενδυμίωνα )

Φώτισε δικέρατη , φιλεύωχη , νυχτερινή Σελήνη,
φώτισε γλιστρώντας μεσ΄απ΄των παραθυριών τις γρίλλιες,
λούσε με το φώς σου το γυμνό κορμί της ξανθής Καλλίστιον

Κανείς δεν σε φθονεί αθάνατη εσένα
εσένα που θωρείς από ψηλά τα έργα των εραστών

Το ξέρω Σελήνη πως μακαρίζεις και εκείνη και εμένα.
Αλλωστε και την δική σου ψυχή πυρπόλησε κάποτε
ο έρωτας του Ενδυμίωνος

Φιλοδήμου Επιγράμματα 

Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος
Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι

πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ’ αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών – θυσίας και σπονδάς – τω Ενδυμίωνι,
από την Αλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.-
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ’ ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.

Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Καβάφης  – 1916

___

Ενδυμίων 

Στο βουνό του Λάτμου, σ’ ένα μυστικό σπήλαιο, κοιμάται ακόμα, από τα πανάρχαια χρόνια, ο ξανθός Ενδυμίων έναν ύπνο αξύπνητο.
Απόβραδο, γύριζε από τα χλοερά βοσκοτόπια με το κοπάδι του. Διαβαίνοντας τη βουνοπλαγιά, έγειρε στο έμπα της σπηλιάς να ξεκουραστεί.
Τότε, πρόβαλε ανάμεσα από μια σκοτεινή φυλλωσιά η θεά Σελήνη. Χαμογέλασε όταν τον είδε και θέλησε να παίξει μαζί του. Τον πλησίασε κι έριξε με δύναμη στα μάτια του μικρού βοσκού το χρυσό φως της.
Ο Ενδυμίων ένιωσε μια ζάλη από τη μαγική εκείνη λάμψη. Αποκοιμήθηκε ακούγοντας, σαν σε όνειρο, τα κουδούνια των αρνιών του, που ξεμάκραιναν ακολουθώντας το γνώριμο δρόμο. Αυτή ήταν η αρχή ενός ύπνου που δεν είχε τέλος.
Η Σελήνη κάθισε πλάι στον ωραίο βοσκό και τον κοίταξε με αγάπη. Ακούμπησε τα ασημένια της δάχτυλα στα κλειστά του βλέφαρα. Τίναξε στα μαλλιά του, από τα μαλλιά της, ένα κύμα δροσιάς.
― Δε θα ξυπνήσεις, ψιθύρισε.
Ήρθε πάλι την άλλη νύχτα η Σελήνη, τον ξανακοίταξε χαμογελώντας.
― Ωραία κοιμάσαι, είπε. Φυλάω για σένα μια θαυμαστή μοίρα. Αθάνατος θα υπάρχεις, σ’ ένα αιώνιο, ατελείωτο όνειρο. Είναι και τ’ όνειρο μια αλλιώτικη ζωή. Δε θα πεθάνεις ποτέ και ποτέ δε θα ξυπνήσεις.
Έφυγε αλαφροπατώντας η θεά.
Όθε διαβεί, μαγεύει τα πάντα με το χρυσό φέγγος: τους κάμπους, τις ακροθαλασσιές, τις στέγες των σπιτιών που προστατεύουν τον ειρηνικό ύπνο των ανθρώπων. Μα όταν αποτραβιέται, για ν’ ανέβει στον ουρανό η αδερφή της η Αυγή, λύνονται τα μάγια. Η πλάση ξυπνά ξαναπαίρνοντας, στο φως της μέρας, την αληθινή της μορφή.
Μονάχα ο Ενδυμίων δε θα ξυπνήσει ποτέ απ’ το μαγικό ύπνο. Κυλάει πάντα το αίμα στις φλέβες του, μα απομένει ασάλευτος, σαν να ’χει φύγει απ’ τον κόσμο. Ένα χαμόγελο αχνό έχει ζωγραφιστεί στα μισάνοιχτα χείλη του. Ίσως ονειρεύεται μια αθώα χαρά: ένα κοπάδι ασπρόμαλλα πρόβατα.

– Γιώργος Γεραλής

___

 * Ο Ενδυμίων ήταν ο δεύτερος μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Ήλιδας.

Σύμφωνα με τον Παυσανία γιος του Αέλθιου και εγγονός της Πρωτογένειας και του Δία απόγονος του Δευκαλίωνα. Παντρεύτηκε την Αστεροδία ή την Υπερίππη ή την Χρομία, γιου του ήταν ο Επειός, ο Παίονας και ο Αιτωλός , όλοι επώνυμοι λαών και κόρη του η Ευρυκήδα μητέρα του Ηλείου. Κάποτε ο Ενδυμίων διοργάνωσε αγώνα δρόμου δρόμου στην Ολυμπία ανάμεσα στους γιους του για σκοπό όποιος βγει νικητής να τον διαδεχτεί. Νικητής ήταν ο Επειός όπου και τον διαδέχτηκε αλλά και έδωσε το όνομα του στον λαό.

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, γιος του Αέλθιου και της Καλύκης ο Ενδυμίων ήταν αρχηγός των Αιολών τους πήρε από την Θεσσαλία και εποίκησαν την Ήλιδα. Τον ερωτεύτηκε η Σελήνη και τον πήρε ο Δίας στον ουρανό όπου μετά τον έριξε στον Άδη. Ο Δίας όμως του έδωσε το προνόμιο όσο κοιμάται να ένει αγέραστος και αθάνατος.

Σύμφωνα με μία μεταγενέστερη παραλλαγή του μύθου που μεταφέρεται από τον Ρωμαίο ποιητή Οβίδιο και από μεταγενέστερους ποιητές, ο Ενδυμίων ήταν βοσκός από την Καρία με απαράμιλλη ομορφιά. Η Σελήνη τον είδε σε μία σπηλιά του Λάτμου και τον ερωτεύτηκε. Τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ την ώρα που κοιμόταν, όμως ανησυχώντας πως σαν θνητός θα γεράσει και θα πεθάνει παρακάλεσε τον Δία να τον αφήσει να κοιμάται για πάντα τον αγέραστο ύπνο ώστε να μην τον χάσει ποτέ.

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

…το παραμύθι για το κρασί

Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας από την πλευρά του λύκου

Περί όνου σκιάς.

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -