Οικονομική ανάλυση της διαφθοράς στην πολιτική


Εάν η διαφθορά στη χώρα μας είχε πρόσωπο, θα απολάμβανε σίγουρα την υψηλότερη αναγνωρισιμότητα.

Πρόκειται, όπως πια όλοι ομολογούν, για μια ενδημική κατάσταση στην ελληνική καθημερινότητα. Οι έλληνες πολίτες, οι ψηφοφόροι ή οι εντολείς, όπως οι οικονομολόγοι τους αποκαλούν, ως άτομα δυσαρεστούνται από την κατάσταση αυτή και τις πιο πολλές φορές ενοχοποιούν τα κόμματα ή την κυβέρνηση ως μηχανισμό επώασης και υπόθαλψης της διαφθοράς. Αυτό δεν είναι τυχαίο.

Δεν είναι λίγες οι μελέτες και οι εισηγήσεις, όπως αυτή του καθηγητή Ν. Μουζέλη (1), ότι η λαφυραγώγηση των πόρων του δημοσίου είχε και έχει κομματικά χαρακτηριστικά, δηλαδή δίπλα στη δυσκίνητη και αντιπαραγωγική διοίκηση των Υπουργείων και των δημοσίων οργανισμών εγκαθιδρύθηκαν και εγκαθιδρύονται σύμβουλοι και γραμματείς προερχόμενοι κυρίως από το κομματικό βαθύ κατεστημένο, πραγματοποιώντας πράγματι μια επέλαση στο δημόσιο τομέα, διασπαθίζοντας το δημόσιο χρήμα. Όπως και σε προηγούμενα κείμενα μας (2), επιχειρούμε να διερευνήσουμε και στο παρόν κείμενο αιτίες που δεν εδράζονται ή δεν εδράζονται μόνο στη συμβατική κάπως σοφία που υποστηρίζει την ενοχή του κόμματος και της κυβέρνησης για το φαινόμενο τούτο.

Τα άτομα μετέχουν σε ομάδες για την καλύτερη επιδίωξη και προαγωγή των δικών τους ατομικών συμφερόντων. Στη συλλογική τους δράση, σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του ατομικού τους συμφέροντος, πιέζοντας για μια καλύτερη θέση από εισοδηματικής κυρίως πλευράς, στο οικονομικό σύστημα. Βέβαια, όσο οι πιέσεις αποδίδουν, αναλόγως νέοι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί δημιουργούνται από τους πολιτικούς-νομοθέτες-εντολοδόχους και ξανά παίζεται ένα παιχνίδι στο πλαίσιο των νέων θεσμών με εκ νέου πιέσεις για ευνοϊκότερες μεταχειρίσεις επιμέρους συμφερόντων και αλλαγές πάλι των θεσμών κ.ο.κ. Επιμένουμε στην προσέγγισή μας στον καταλυτικό ρόλο της ‘οικονομικής βάσης’, όπως θα έλεγε ο Μάρξ, ή όπως θα υποστήριζαν οι φιλελεύθεροι της σχολής του Σικάγο, στην μεθοδολογική αφετηριακή προτεραιότητα του ατομικού (οικονομικού εννοείται) συμφέροντος και του μεθοδολογικού ατομικισμού.

Έτσι, συνοπτικώς, ψηφοφόροι-εντολείς, ομάδες επιμέρους συμφερόντων, πολιτικοί-εντολοδόχοι, με τη διαμεσολάβηση της γραφειοκρατίας η οποία υλοποιεί (αν και σχετικώς αδύναμη στην Ελλάδα) τις δημόσιες πολιτικές για τις οποίες νομοθετούν και ψηφίζουν οι εντολοδόχοι ως μέλη των κομμάτων τους πολλές φορές ύστερα και από τις πιέσεις των ομάδων (ισχυρών και ανίσχυρων ομάδων-τάξεων, μικρών ή μεγάλων), και ΜΜΕ που πληροφορούν ή παραπληροφορούν τους ψηφοφόρους σχετικά με τις πολιτικές που επιλέγησαν, αποτελούν τους παίκτες του παιγνίου.

150448_348266811946331_1112833408_nΟι ροές ψήφων (για τους πολιτικούς) και οικονομικών πόρων (για τις ομάδες) σε αυτή την κυκλική ροή του μοντέλου που συνοπτικά και αφαιρετικά περιιγράφουμε, ενώνει και δύο διαφορετικές αγορές στο σύστημα. Την κανονική, ‘οικονομική αγορά’ πόρων-συντελεστών παραγωγής (που κάνει και την πρώτη, την αρχική κατανομή του εισοδήματος) και την ‘πολιτική αγορά’ (που επηρεάζει την πρώτη αλλά και ανακατανέμει τον πλούτο της). Σ’ αυτήν, την πολιτική αγορά, τα κόμματα όταν κυβερνούν προσπαθούν να συνδυάσουν το στόχο της ικανοποίησης των αιτημάτων της πλειοψηφίας –που μπορεί να αποτελείται από σχετικά ετερόκλητες ταξικές ή θεματικού τύπου ομάδες- με το στόχο της επανεκλογής, σ’ένα πλαίσιο βέβαια περιορισμών (restrictions), θεσμικών περιορισμών (προϋπολογισμός, εκλογικό σύστημα, συνταγματικές επιλογές κ.ο.κ.). Στη βιβλιογραφία, μια κυβέρνηση που φυσιολογικά πάντως επιθυμεί την επανεκλογή της ονομάζεται αναλόγως των δημόσιων πολιτικών που ασκεί «οπορτουνιστική» (opportunistic) ή «ιδεολογική» (partisan). Έντονα ‘οπορτουνίστικη’ είναι μια κυβέρνηση όταν, εκμεταλλευόμενη και τη λεγόμενη ‘μυωπία των ψηφοφόρων’ (voters are myopic), δηλαδή ότι οι τελευταίοι ξεχνούν, λίγο πριν τις εκλογές, και επίσης είναι και ‘ορθολογικά αδαείς’ (rationally ignorant), χρησιμοποιεί την πρόσοδο και τη διαφθορά ενδεχομένως για να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα ενισχύοντας τις ισχυρές ομάδες με συσπείρωση και επιρροή, προκαλώντας παράλληλα εξαιρετικά αρνητικές επιδράσεις στην οικονομική επίδοση. Δημοσιονομικά ελλείμματα, χρέος, και πληθωρισμός, συνοδεύουν συνήθως τον ‘εκλογικό κύκλο’.

Θα αναφερθούμε λοιπόν παρακάτω, στο ρόλο της διαφθοράς στην πολιτική αυτή αγορά, όπου φυσικά κυριαρχεί ο συλλογικός παίκτης κόμμα-κυβέρνηση. Η πολιτική αγορά διαθέτει, έναν κεντρικό παίκτη-κόμβο-εκτελεστή, κι αυτός είναι η κυβέρνηση και οι εντολοδόχοι-πολιτικοί γενικότερα, οι οποίοι χειρίζονται μια ροή, ένα καύσιμο για την επανεκλογή και τον προσπορισμό των ψήφων: την πρόσοδο, εκδοχή της οποίας είναι η διαφθορά. Άλλο η πρόσοδος, άλλο η διαφθορά, όμως και τα δύο είναι στοιχεία, καύσιμα μιας εκτεταμένης ‘οπορτουνίστικης’ πολιτικής συμπεριφοράς, απαραίτητα για την επανεκλογή, ιδίως σ’ ένα καθεστώς αναιμικών, αδύναμων θεσμών.




Ορισμοί: Οπορτουνισμός, Διαφθορά και Πρόσοδος στην Πολιτική

Η λήψη μιας κυβερνητικής επιδότησης από μια ομάδα επιμέρους συμφέροντος ύστερα από πίεση δεν είναι ακριβώς διαφθορά, καθώς είναι νόμιμη διαδικασία. Ο αγώνας των ομάδων για τη λήψη της επιδότησης αυτής λέγεται προσοδοθηρία και η σπατάλη βρίσκεται συνολικά στους αγώνες που κάνουν όλοι για να πετύχουν στο κυνήγι τους το «χοιρινό λίπος» (pork-barrel politics). Η φορολόγηση της ομάδας αυτής από την κυβέρνηση είναι άλλη μια μεταφορά εισοδήματος, αλλά φυσικά δεν είναι διαφθορά.

Στην οικονομική βιβλιογραφία, διαφθορά είναι η πώληση κρατικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων για προσωπικό όμως όφελος (όπως άδειες, νομοθετικοί περιορισμοί που περιορίζουν τις ανταγωνιστικές αγορές, κ.α). Ο κανόνας του δικαίου τότε (rule of law) παρακάμπτεται υπέρ του ‘προσωπικού κανόνα’ (personal rule). Πρόκειται για χρέωση –μια μορφή φορολογίας- που επιβάλλεται στον ιδιώτη και που προέρχεται από την παράνομη, συνήθως αδιόρατη ιδιοποίηση/εκμετάλλευση της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Σε οικονομικούς όρους είναι η διαφορά ανάμεσα στην ‘πραγματική’ (actual) και στην ‘ιδιωτικά ιδιοποιούμενη’ (privately appropriated) οριακή απόδοση του κεφαλαίου (3). Μπορεί να είναι δύο ή και περισσότεροι παίκτες σε ‘συμπαιγνία’ (collusion) εις βάρος τρίτου Οργανισμού ή ατόμων ή ομάδων. Πληρωμές σε είδος (in-kind), χάρες (favors) ή δωράκια (bribes) συγκρίνονται στην οικονομική ανάλυση της διαφθοράς με το κόστος σε χρήμα και φήμη (status) και κυρίως την πιθανότητα, το ρίσκο σύλληψης. Συνάγεται, επομένως, ότι η διαφθορά είναι αποτέλεσμα μιας απλής οικονομικής πράξης: κόστος μείον όφελος σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό περιβάλλον και οπωσδήποτε λιγότερο κάποιας ηθικής στάσης των ατόμων. Η πράξη είναι ορθολογική και η διαφθορά είναι εκτεταμένη όταν οι κανόνες, το πολιτικό και οικονομικό θεσμικό πλαίσιο που καθορίζει τα κίνητρα, τις δράσεις και τις συμπεριφορές των ατόμων, ευνοεί δραστηριότητες που την συμπεριλαμβάνουν. Η διαφθορά διέπεται επίσης από ‘μυστικότητα’ (secrecy), κάτι που επίσης την διακρίνει από την προσοδοθηρία (4). Η μυστικότητα αυτή λογίζεται ως κόστος, έχει μια τιμή και ορίζεται ως κομμάτι του ‘κόστους συναλλαγών’ (transaction cost). Στο κόστος αυτό πρέπει να προστεθούν όλες οι αρνητικές εξωτερικότητες (negative externalities) που δημιουργούνται από τις δραστηριότητες αυτές στην κύρια παραγωγική διαδικασία (noise).

Τέλος, ο εκτεταμένος οπορτουνισμός μιας κυβέρνησης, δηλαδή η ακολουθία του ‘πολιτικού κύκλου’ φυσικά αυξάνει την πρόσοδο που διανέμεται από την οπορτουνιστική, σ’αυτήν την περίπτωση, κυβέρνηση για ν’ (εξαγ)αγοραστούν ψήφοι. Αναφερθήκαμε πριν στα δυσδιάκριτα όρια προσόδου και διαφθοράς. Στην αρχή της θητείας της ή και προεκλογικά, η κυβέρνηση απευθύνεται στον μέσο ψηφοφόρο (‘median voter’), και στο τέλος, στον ‘πολιτικό κύκλο’, η περίπτωση των ex ante ‘αλτρουϊστών’ υπουργών καταλήγει στον ex post ‘προσοδοπαροχέα’ υπουργό και στην χειρότερη περίπτωση στην εκκόλαψη διεφθαρμένων ‘εντολοδόχων’. Αν η δυνατότητα της προσοδοπαροχής είναι ένα ‘φυσιολογικό’ χαρακτηριστικό της δημοκρατίας και της Πολιτικής, τότε πού βρίσκεται το όριο φυσιολογικής και καταστροφικής προσοδοπαροχής ή πού βρίσκεται το όριο γενικότερα ανάμεσα στην προσοδοπαροχή και στη διαφθορά; Η απάντηση που δίνουμε στο κείμενο αυτό είναι ότι όταν η προσοδοπαροχή δεν δημιουργεί το λεγόμενο ‘πρόβλημα της αντιπροσώπευσης’ (agency problem), ή δεν το διευρύνει προκλητικά, δηλαδή όταν υπάρχει συνέπεια προεκλογικών υποσχέσεων και έργων με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί η ‘λογική’ του πολιτικού κύκλου, τότε μπορεί να είναι ευκταία και δημοκρατικά δίκαιη μια εκταμίευση προσόδου είτε προς το μέσο ψηφοφόρο για το ευρύτερο συμφέρον, είτε προς τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις που κατά τεκμήριο δεν διαθέτουν ισχύ. Το ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω είναι λοιπόν να βρούμε δικλείδες περιορισμού του ‘οπορτουνιστικού φαινομένου’.



Τα κόμματα, η οικονομική ελίτ και η διαφθορά

Τι είναι τα κόμματα; Κατά μία εκδοχή της οικονομικής βιβλιογραφίας, είναι βασικές πολιτικές οργανώσεις ατόμων που διεκδικούν τη ψήφο των ψηφοφόρων-εντολέων με σκοπό τη λύση του προβλήματος συλλογικής δράσης των –μεγάλων κυρίως- κοινωνικών ομάδων. Στην κυβέρνηση ή και με τη συμμετοχή τους στην κοινοβουλευτική και γενικότερα στην πολιτική ζωή, τα κόμματα διαμορφώνουν -σύμφωνα με την εντολή των ψηφοφόρων, τις πιέσεις των επιμέρους συμφερόντων, τους θεσμικούς περιορισμούς και το στόχο της (επαν)εκλογής-, τους οικονομικούς θεσμούς. Στο πλαίσιο των θεσμών αυτών, μια συγκεκριμένη μορφή οικονομικής οργάνωσης λαμβάνει χώρα, σύμφωνα με την οποία κατανέμονται οι πόροι, διανέμεται και αναδιανέμεται το εισόδημα.

Οι πολιτικοί θεσμοί από την άλλη (συνταγματικές επιλογές, εκλογικό σύστημα κ.α), οπωσδήποτε διαμορφώνουν τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, και σε ανεπτυγμένες, δημοκρατικές κοινωνίες με ισχυρούς θεσμούς, τα πολιτικά κόμματα βοηθούν στη λύση των προβλημάτων συλλογικής δράσης εξυπηρετώντας κυρίως τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των εντολέων-ψηφοφόρων, με τους περιορισμούς φυσικά που τα θεσμικά αντίβαρα επιβάλλουν ώστε να προστατεύονται κατά το δυνατόν τα οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα της μειοψηφίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η νόμιμη, θεσμοθετημένη προσοδοθηρία και η παροχή ‘οικονομικού οφέλους σε συγκεκριμένες ομάδες’ (‘pork-barreling’) αντιμετωπίζεται στη βιβλιογραφία γενικότερα ως μια φυσική και ενδημική δραστηριότητα της δημοκρατίας με πρωταγωνιστές φυσικά τα κόμματα και την κυβέρνηση. Στις χώρες, όμως, με αδύναμους θεσμούς, η κατάσταση αυτή κακοφορμίζει καταλήγοντας σε εκτεταμένη, μαζική διασπάθιση δημοσίου χρήματος με προσοδοθηρία και διαφθορά. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι de-facto ισχυρές ομάδες επιμέρους συμφερόντων (‘κατεστημένο’, προνομιούχοι), είτε πιέζουν και προσπαθούν να καθορίσουν τη μορφή των πολιτικών θεσμών προς όφελός τους επηρεάζοντας τους πολιτικούς-εντολοδόχους με θεμιτά και αθέμιτα μέσα (διαφθορά) ή ακόμη και όταν αντιμετωπίζουν de jure ένα ‘δημοκρατικό πολιτικό περιβάλλον’ ισχυρών θεσμών, εκμεταλλευόμενοι την ισχυρή οργάνωσή τους και την διαθεσιμότητα των πόρων που διαθέτουν, χρησιμοποιούν την πολιτική τους ισχύ για να ακυρώσουν στην πράξη τούς περιορισμούς στη δράση τους που τους επιβάλλουν ενδεχομένως de jure οι πολιτικοί θεσμοί (5). Στην περίπτωση αυτή έχουμε δύο παίκτες, την κυβέρνηση και τα επιμέρους συμφέροντα, που συναντώνται στην ‘πολιτική αγορά’ με διαφορετικά κίνητρα άλλα ίδιο σκοπό. Τα επιμέρους ισχυρά συμφέροντα διαθέτουν χρήμα για να εξαγοράσουν ευνοϊκή νομοθεσία και μεταρρυθμισμένους πολιτικούς θεσμούς. Η κυβέρνηση μπορεί να επιθυμεί να ενδώσει για ψηφοθηρικούς, οπορτουνίστικους λόγους επανεκλογής. Μπορεί επίσης η ίδια να θέλει να ‘ρίξει’ χρήμα από την πολιτική στην οικονομική αγορά για ψηφοθηρικούς λόγους. Εδώ αρχίζει να γίνεται δυσδιάκριτη η διαφορά προσόδου και διαφθοράς, αλλά και μονομερούς ενέργειας ή πίεσης και «συμπαιγνίας» των δύο παικτών. Πού σταματά το νομιμοποιημένο από τη λειτουργία της δημοκρατίας πολιτικό όφελος (με την κάποια πρόσοδο που πρέπει να ‘ριχτεί’ με επιδοτήσεις ή φοροαπαλλαγές κ.ο.κ. υπέρ κάποιων ομάδων) και γενικότερα τον πολιτικό οπορτουνισμό, και πού ξεκινά η διαφθορά;

Σε κάθε περίπτωση σημασία έχει να γίνει κατανοητό ότι πρέπει να βρεθούν περιορισμοί στους παίκτες ώστε: τα επιμέρους ισχυρά συμφέροντα να μην ‘τρυπάνε’ τους θεσμούς και τα κόμματα σαν κόσκικο με την τεχνολογία της συλλογικής δράσης που διαθέτουν, ενώ όσον αφορά την πολιτική αγορά, πρέπει αυτή να διαθέτει περιορισμούς στην οπορτουνιστική δράση των κυβερνήσεων. Περιορισμούς ήπιου χαρακτήρα που να μην απαγορεύουν την πολιτική δράση αλλά αντιθέτως να κάνουν πιο αποδοτική τη λειτουργία της. Αλλιώς, όλο και περισότερο το μέσο που θα χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί η πολιτική επιβίωση και η εκλογική νίκη θα είναι η διαφθορά.

Η διαφθορά, λοιπόν, εξαπλώνεται και μέσα στο κόμμα ιδίως όταν αυτό είναι στην κυβέρνηση, το οποίο ‘καταλαμβάνεται’ από ισχυρές ομάδες, άλλοτε με φανερό και άλλοτε με μη-φανερό τρόπο. Εκδηλώνεται, σαν αποτέλεσμα, έτσι μιαν αναντιστοιχία ανάμεσα στις εντολές των απλών ψηφοφόρων-εντολέων και στις πράξεις/δημόσιες πολιτικές των εντολοδόχων πολιτικών (‘agency problem’). H κατάσταση αυτή επιδεινώνεται τόσο από τη σχέση των κυβερνήσεων-κομμάτων με τη γραφειοκρατία (μπορεί και εκεί να υπάρχει το ίδιο πρόβλημα) η οποία αναλαμβάνει να εκτελέσει τις εντολές των πολιτικών, όσο και με τον Τύπο, ο οποίος αντί να διορθώνει τη διάσταση εντολέα-εντολοδόχου με τη διάδοση των πληροφοριών για το περιεχόμενο των δημόσιων πολιτικών που προάγουν οι εντολοδόχοι, χειρίζεται την πληροφορία με μια διάθεση αυτονόμησης, -σ’ ένα χαλαρό περιβάλλον αδύναμων θεσμών- ως εμπόρευμα και επιδεινώνει την ήδη χαμηλή διαφάνεια όσον αφορά τις δημόσιες πολιτικές.

Ο Τύπος, δύναται κι αυτός να καταληφθεί από τις ίδιες ομάδες και άτομα, ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα με απεδεδειγμένα προβλήματα είτε στην κατασκευή των θεσμών είτε στην τήρηση των κανόνων δικαίου. Είναι ένας ακόμη αδύναμος θεσμός στο στρεβλό παιχνίδι που παίζεται στις πολιτικές και στις οικονομικές αγορές, με καύσιμο τη διαφθορά και κεντρικό σημείο τις περισσότερες φορές, την κυβέρνηση, η οποία ως κέντρο αποφάσεων και παραγωγής δημόσιας και νομοθετικής παραγωγής βρίσκεται πάντα στον πυρήνα της κατάστασης. Η δημοκρατία βρίσκεται έτσι σε ‘ομηρία’ (captured democracy).

Έλεγχος της διαφθοράς

4.1 Χαρακτηριστικά που συνάδουν

Υπάρχουν κάποια παράπλευρα χαρακτηριστικά στις κοινωνίες που να σχετίζονται με τον όγκο και την εξάπλωση της διαφθοράς; Γενικώς, από τις έως τώρα έρευνες, η διαφθορά φαίνεται να σχετίζεται αρνητικά με το ύψος του εθνικού εισοδήματος, του ανθρωπίνου κεφαλαίου, του κατακεφαλήν εισοδήματος, την ελευθερία και ανεξαρτησία του Tύπου, το άνοιγμα της οικονομίας αλλά και την προτεσταντική θρησκεία (6). Αντιθέτως, περισσότερος όγκος νομοθετικών ρυθμίσεων (regulation) όπως και υψηλή ανεπίσημη, ‘μαύρη’ οικονομία φαίνεται να σχετίζονται θετικά με τη διαφθορά (7). Στη βιβλιογραφία υπάρχουν αντιφατικές εκτιμήσεις σχετικά με τη συσχέτιση διαφθοράς και φεντεραλισμού, δηλαδή πολιτικής και διοικητικής αποκέντρωσης. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι τοπικές πολιτικές δυνάμεις στα επιμέρους κρατίδια επιτίθονται στο κεντρικό κοινοβούλιο ή περιπτώσεις όπου η τοπική διακυβέρνηση ευνοεί τη σχέση ομάδων συμφερόντων και τοπικών κυβερνητικών-κομματικών αξιωματούχων, με αποτέλεσμα την υψηλή διακίνηση ποσών διαφθοράς στις πολιτικές και οικονομικές αγορές (8). Άλλοτε, η αδύναμη εκ των πραγμάτων κεντρική κυβέρνηση ‘προσφέρει’ λίγες ευκαιρίες στην αγορά της διαφθοράς, οπότε και η διαφθορά είναι λιγότερη.

Όλα αυτά πάντως έχουν μια δυσκολία στις τεχνικές έρευνες. Στην οικονομετρία ένας παράγοντας μπορεί να είναι ενδογενής και να επηρεάζει τη συμπεριφορά των άλλων. Μπορεί η ίδια η διαφθορά να προκαλεί έναν παράγοντα είτε αυτός την επηρεάζει είτε όχι. Επομένως, όλα τα παραπάνω μας δίνουν μια γενική μόνο ιδέα για την κατεύθυνση των δημόσιων πολιτικών μας εναντίον της διαφθοράς.

4.2 Μέτρα

Μέτρα ώστε να γίνει ανορθολογική η συμπεριφορά διαφθοράς για τον γραφειοκράτη και για τον πολιτικό, να γίνει πολύ κοστοβόρα η επιδίωξη προσόδου-διαφθοράς στις ομάδες επιμέρους συμφέροντος.

1. Διαφάνεια, η οποία εντείνει το κόστος της αποκάλυψης αποτρέποντας τη διαφθορά. Είναι σαν το επιτόκιο. Υψηλό επιτόκιο, λίγες επενδύσεις. Υψηλή διαφάνεια, λίγη διαφθορά. Ένα απλό μέτρο διαφάνειας είναι για παράδειγμα όλες οι επιδοτήσεις των Υπουργείων καταγράφονται στο διαδίκτυο, όπως και όλες οι προσλήψεις, οι προκηρύξεις, τα προσόντα των υποψηφίων κτλ., αλλά και τα νομοσχέδια που έχουν περάσει. Σημαντικό, επίσης, είναι να υπάρχει ‘μελέτη επιπτώσεων’ (impact regulation) των νόμων και η οποία να τίθεται στη διάθεση των βουλευτών πριν τις ψηφοφορίες.

2. Περιορισμοί (constraints) στον πολιτικό οπορτουνισμό (opportunism) που ενθαρρύνει την προσοδοθηρία και εκθρέφει τη διαφθορά. ή/και που δημιουργεί απόκλιση μεταξύ της αρχικής προεκλογικής προγραμματικής εξαγγελίας και του τελικού απολογισμού μιας κυβέρνησης στο τέλος της θητείας της. Θέλουμε μια καλύτερη ισορροπία οπορτουνισμού και ιδεολογίας (partisan) στα κόμματα. Την ισορροπία την εξασφαλίζει η δημοκρατία μέσα στο κόμμα. Γιατί αυτό; Γιατί από τη μια ένα ιδεολογικό κόμμα (δηλαδή ένα κόμμα με σαφές πολιτικό στίγμα) εξυπηρετεί πράγματι την αυθεντική εκπροσώπηση κι έτσι πρέπει να συμβαίνει στη λειτουργία της δημοκρατίας. Εάν υπάρχει πραγματική δημοκρατία μέσα στο κόμμα, το μεγάλο κόμμα, τότε η εξισορρόπηση των επιμέρους απαιτήσεων, των επιμέρους ιδεολογικών (partisan) τάσεων, μπορεί να εξυπηρετεί πραγματικά τον ‘μέσο ψηφοφόρο’, δηλαδή κατά μία έννοια το ευρύτερο συμφέρον.

3. Έλεγχοι και εξισορροπήσεις για την πολιτκή σφαίρα. Χρειάζονται δημιουργικοί περιορισμοί στη δράση των πολιτικών, όχι όμως απαγορεύσεις. Οι περιορισμοί να θέτουν τουλάχιστον σε πλαίσια την οπορτουνίστικη συμπεριφορά, η οποία γεννά την διαφθορά. Εκλογικό σύστημα, Σύνταγμα με σχετικές δικλίδες ασφαλείας, επαγγελματικό ασυμβίβαστο, μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, αποκλειστικά δημόσια χρηματοδότηση για να αποφευχθεί το κόστος διλήμματος φυλακισμένου (9) και κυρίως δημοκρατία στα κόμματα για να εκφράζονται οι διαφωνίες περιφερειών και κοινωνικών μειοψηφιών, είναι τα μέσα, όχι τα μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό, μπορώ να πω κάτι πάνω σε αυτά περαιτέρω στη συζήτηση. Άλλωστε είναι εξαιρετικά επίκαιρα θέματα.

4. Αποκέντρωση των πολιτικών αποφάσεων μόνον στην περίπτωση ήδη ανεπτυγμένων κρατών με ήδη χαμηλή διαφθορά και στην περίπτωση που μπορεί να λειτουργήσει, μέσω της κινητικότητας, ο φεντεραλιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα επιμέρους κρατίδια ή περιφέρειες (10). Γιατί αλλιώς θα καταλήξουμε σε περισσότερους ‘ανεξάρτητους μονοπωλητές’ (independent monopolists). Πρέπει, πάντως, να γνωρίζουμε ότι από την βιβλιογραφία, οι πολιτικές κατά της διαφθοράς είτε φέρνουν πολύ αργά αποτέλεσμα (δεκαετίες) είτε είναι αναποτελεσματικές σχετικά. Κι αυτό ίσως γιατί είναι ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, εννοώ για κάθε χώρα. Στην Ελλάδα, πρέπει επιτακτικά ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα τού πώς θα περιορίσουμε τον ομφάλιο λώρο κοινωνίας-ψηφοφόρων-επιμέρους συμφερόντων με το κράτος και την πολιτική. Και επίσης, πώς θα κάνουμε το κράτος πιο οχυρωμένο από την κομματική επιδρομή η οποία εντείνεται όταν αναλαμβάνει την εξουσία μια καινούργια κυβέρνηση. Τα παραπάνω βοηθούν αλλά οπωσδήποτε δεν φτάνουν.

των Θοδωρή Πελαγίδη* και Μιχάλη Μητσόπουλου**

Σημειώσεις:

1 Βλ. Ν. Μουζέλη (2005), «Το Κράτος και το Κομματικό Φουτμπώλ», στο Θ. Πελαγίδης (επιμ.), Η Εμπλοκή των Μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, Παπαζήσης.
2 Βλ. Θ. Πελαγίδη και Μ. Μητσόπουλου (2006), Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας. Η Προσοδοθηρία και οι Μεταρρυθμίσεις, Παπαζήσης.
3 Βλ. Svensson, J. (2005), “Eight Questions about Corruption”, Jouranl of Economics Perspectives, Vol.19, No. 3, pp.19-42.
4 Συγγραφείς όπως οι Shleifer. A. and Vishny, R. [(1993) “Corruption, Quarterly Journal of Economics, Vol. 108, CIX, pp.588-617], τονίζουν ότι η ‘μυστικότητα’ που τη συνοδεύει αυξάνει τα κόστη συναλλαγών κι έτσι λαμβάνει χώρα τελικώς μια σπατάλη πόρων στην αγορά της διαφθοράς. Έτσι, η διαφορά από τη φορολογία για παράδειγμα είναι ότι η ‘μυστικότητα’ και το υψηλότερο ρίσκο που συνοδεύει την παράνομη δραστηριότητα αναγκαστικά, αυξάνει το κόστος συναλλαγών και πλήττει την ανάπτυξη.
5 Acemoglou, D. and J. Robinson (2006, february), “Persistence ofPower, Elites and Institutions”, MIT paper.
Acemoglou, D. and J. Robinson (2006), “De Facto Political Power and Institutional Persistence”, AEA papers and Proceedings, May.
6 Βλ. Treisman, D. (2000), “The Causes of Corruption. A Cross-national Study”, Journal of Public Economics, 76, pp.399-457.
7 Βλ. Svensson, J. (2005), “Eight Questions about Corruption”, Jouranl of Economics Perspectives, Vol.19, No. 3, pp.19-42.
8 Βλ. Treisman, D. (2000), “The Causes of Corruption. A Cross-national Study”, Journal of Public Economics, 76, pp.399-457.
9 Η ισορροπία Nash στην περίπτωση ιδιωτικής χρηματοδότησης (2, 2) είναι χαμηλότερη από την ισορροπία στην περίπτωση αποκλειστικά δημόσιας χρηματοδότησης (3, 3). Βλ. Hillman, A. (2003), Public Finance and Public Policy, Cambridge.
10 Treisman, D. (2000), “The Causes of Corruption. A Cross-national Study”, Journal of Public Economics, 76, pp.399-457.

——————————————————————————–

*Ο Θοδωρής Πελαγίδης είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
**Ο Μιχάλης Μητσόπουλος, (Ph.D) είναι Διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Πηγήhttp://e-rooster.gr/

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Θεσμοί και νοοτροπίες στην ελληνική οικονομία

Το δίλημμα του φυλακισμένου

Γιατί δεν αποκλιμακώνονται οι τιμές στα σούπερ μάρκετ 

Θεωρία παιγνίων: Aπό τον τζόγο ώς την πυρηνική απειλή

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

1 σχόλιοΣχολιάστε