To χαμόγελο της Τζοκόντας


Ίσως πουθενά αλλού δε συνδυάστηκε με τόσο εξαίσιο τρόπο η κλασσική, η τζαζ και η ελληνική μουσική. Είναι ένα πραγματικό αριστούργημα και ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της μουσικής. Είναι το Χαμόγελο της Τζοκόντας.

Ο δίσκος κρατάει λίγο (28 λεπτά περίπου),αλλά αυτό το χρονικό διάστημα είναι αρκετό για να κάνει τον ακροατή να μη θέλει να τελειώσει ο δίσκος. Δέκα τραγούδια, λοιπόν. Δέκα μικροί ηχητικοί παράδεισοι

Ο δίσκος ξεκινά με το Όταν Ερχονται τα Σύννεφα, που είναι μάλλον το πιο γνωστό τραγούδι του δίσκου αλλά όχι απαραίτητα το καλύτερο. Εδώ ο Χατζιδάκις καταφέρνει να μας δώσει την εντύπωση πως… πραγματικά έρχονται τα σύννεφα. Όλος αυτός ο ήχος των βιολιών είναι σαν σύννεφα που όλο έρχονται και πλησιάζουν. Όταν τελειώνει το κομμάτι αυτό, έρχεται η σειρά του Κοντέσσα Εστερχάζυ. Είναι και αυτό μοναδικό, αλλά πιο υποτονικό από το προηγούμενο με υπέροχα πνευστά. Έπειτα ακούμε το εξαιρετικό Η Παρθένα της Γειτονιάς μου. Είναι ένα καθαρά λαϊκό κομμάτι με μπουζούκι ή μπαγλαμαδάκι που ταξιδεύει τον ακροατή σε νησιά του Αιγαίου. Ύστερα έρχεται η σειρά του αριστουργηματικού Βροχη, με χαμηλόφωνο μπάσο και με ένα τσέμπαλο που παίζει μια καταπληκτική μελωδία. Το τσέμπαλο συνεχίζεται και στο Προσωπογραφία της μητέρας μου, που έιναι αργό ήπιο και νανουριστικό. Απλά πανέμορφο…

Τώρα όμως είναι που ακούμε το καλύτερο- κατά τη γνώμη μου – κομμάτι του δίσκου, το αριστουργηματικό Το Κονσέρτο. Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια αυτό το κομμάτι. Είναι κάτι καταπληκτικό. Αν θέλει κάποιος να ακούσει έστω και κάτι λίγο από το δίσκο, πρέπει να ακούσει αυτό. Μετά από αυτό το θαυμάσιο κομμάτι, έρχεται ένα άλλο που κάνει μια μέγάλη αντίθεση με το προηγούμενο, αλλά είναι και αυτό υπέροχο. Πρόκειται για το Ο κ. Νολλ. Εδώ Χατζιδάκις επιστρέφει στο λαϊκό με αυτό το μελαγχολικό μέρος του δίσκου. Και αμέσως μετά μας ξαναπηγαίνει στα γρήγορα, με το καταιγιστικό Οι Δολοφόνοι και μας ξαναηρεμεί με το ήσυχο Βραδινή Επιστροφή, στο οποίο, όμως εχει βιολιά σ’ αντίθεση με το Ο κ. Νολλ. Και έτσι μετά από 25 λεπτά απόλυτης ευτυχίας, γράφεται ο επίλογος του δίσκου με το εξαιρετικό Χορος με την Σκια μου, που δίνει την εντύπωση στον ακροατή ότι ακούει την μπάντα μιας παρέλασης. Και ξαφνικά με μια σειρά -τυχαίων θαρρείς νοτών- στο πιάνο η μουσική σταματάει απότομα και ΄τότε ο ακροατής ξυπνά από το όνειρο κι επιστρέφει στην πραγματικότητα. Και μπορεί και να αναρωτηθεί: “Γιατί ο κόσμος δεν είναι τόσο ωραίος, όσο η μουσική;”

 

Πηγή έμπνευσης του Χατζιδάκι για το δίσκο, ήταν, όπως λέει μια τυχαία συνάντηση με μια γυναίκα στη Νεα Υόρκη, όπου ηχογραφήθηκε ο δίσκος. Ας τον αφήσουμε να μας την διηγηθεί:

“Σε μια παρέλαση στην Νέα Υόρκη, με μουσικές και χρώματα και με πλυμμυρισμένη από κόσμο την 5η Λεωφόρο, βρισκόμουν μια Κυριακή το απόγευμα το φθινόπωρο του 1963, όταν συνάντησα μια γυναικούλα να περπατάει μοναχή με μιαν απελπισμένη αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε γύρω της, χωρίς κανείς να την προσέχει, χωρίς κανέναν να προσέχει, μόνη έρημη μες το άγνωστο πλήθος που την σκουντούσε, την προσπερνούσε ανυποψίαστο, εχθρικό, αφήνοντας τηννα πνιγεί μες τη βαθειά πλυμμύρα της λεωφόρου, μέσα στη θάλασσα που ακολουθούσε, μέσα στο αγέρι που άρχιζε να φυσά.


Έμεινα στυλωμένος, ο μόνος που την πρόσεξε κι έκαμα να την πάρω από πίσω, να την ακολουθήσω και πλησιάζοντας την να της μιλήσω, χωρίς να ξέρω τι να της πω, μα ίσαμε ν’ αποφασίσω την έχασα από τα μάτια μου. Έτρεξα λίγο μπρος, ανασηκώθηκα στα πόδια για να την ξεχωρίσω, μα η μεγάλη μαύρη θάλασσα του κόσμου την είχε καταπιεί. Μέσα μου κάτι σκίρτησε οδυνηρά. Χωρίς να καταλάβω είχα σταθεί έξω από το βιβλιοπωλείο του Ριτζόλλι και στη βιτρίνα του απέναντι μου ακριβώς, βρισκότανε ένα βιβλίο για τον Ντα Βιντσι, με την Τζοκόντα στο εξόφυλλό του να μου χαμογελά απίθανα αινιγματική, αυτόματα μεγενθημένη, όσο η γυναίκα που χάθηκε στο δρόμο.

Δε ξέρω γιατί ολ’ αυτά μπερδεύτηκαν περίεργα μέσα μου, μαζί μ’ ένα εξαίσιο θέμα του Βιβάλντι που είχα ακούσει πριν από λίγες μέρες και που εξακολουθούσε να επανέρχεται τυρρανικά στη μνήμη μου.

Τα δέκα αυτά τραγούδια γράφτηκαν μ’ ένα συγκερασμό απελπισίας και αναμνήσεων . Το θέμα είναι η γυναίκα έρημη μες τη μεγάλη πόλη. Το κάθε τραγούδι είναι ένας μονόλογός της κι όλα μαζί συνθέτουν την ιστορία της. Μια ιστορία σύγχρονη και παλιά μαζί.”

 Είναι αυτό το άλμπουμ concept; Ο Χατζιδάκις με την περιγραφή του αυτό μας δίνει να καταλάβουμε. Το κάθε κομμάτι δείχνει ένα διαφορετικό στιγμιότυπο της ζωής της συγκεκριμένης γυναίκας. Μιας γυναίκας μυστήριας και αινιγματικής…. Σαν το Χαμόγελο της Τζοκόντας…

 Βιβλιογραφία: Μάνος Χατζιδάκις: Το χαμόγελο της Τζοκόντας

Πηγή: www.musicheaven.gr 

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

“Η δημογεροντία του μέλλοντος” – Μάνος Χατζιδάκις

Ο Μάνος Χατζιδάκις για την ελληνικότητα.

“Θα μείνουμε λιγάκι σαν νάνοι αλλοτινών καιρών” – Μάνος Χατζιδάκις

Μάνος Χατζιδάκις – Το Πάρτι

Μάνος Χατζιδάκις – συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη

Μάνος Χατζιδάκις: “Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι”

Όσο μας τρομάζει η μορφή του τέρατος… Μάνος Χατζιδάκις

Ο Κυρ-Αντώνης της Μελίνας και του Μάνου

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

6 CommentsΣχολιάστε

  • ΟΤΑΝ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
    Τα σύννεφα πυκνά πυκνά μαζεύονται κι απειλούν την ισορροπία μου
    σ’ έναν αβέβαιο κόσμο.
    Ας μπορούσα να τα σταματήσω…
    Ας μπορούσα να διαφύγω μέσα από μια στενή λουρίδα ουρανού.
    Που θα με πήγαινε και ποιον θα συναντούσα εκεί;
    Όμως τα σύννεφα έχουν μαυρίσει τον ορίζοντα,
    την πόλη, την καρδιά μου και κάθε ελπίδα έχει χαθεί.
    Τα σύννεφα είναι κατάρα κι απειλή. Τα σύννεφα με σκεπάζουν. Κι είναι σιωπή.

    ΚΟΝΤΕΣΑ ΕΣΤΕΡΧΑΖΥ
    Απ’ το ανοιχτό παράθυρο μου κοιτάζω τα σύννεφα και πέφτουν στάλες χωρίς να καταλάβω αν είναι απ’ τα μάτια μου ή από τον ουρανό στα λουλούδια που καλλιεργεί στο δικό της παράθυρο η κοντέσσα Εστερχάζυ, ακριβώς κάτω από το δικό μου δωμάτιο. Ο γιος της κοντέσσας, μαθητής που διάβαζε στο παραθύρι, είδε τις στάλες, γύρισε και με κοίταξε και μου χαμογελάει. Η κοντέσσα έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, τον πήρε μέσα και του δειξε τα σκυθρωπά πορτραίτα των προγόνων του θυμίζοντας του πως ποτέ ένας Εστερχάζυ δεν χαμογελάει στον ουρανό.

    Η ΠΑΡΘΕΝΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΜΟΥ
    Tην ίδια ώρα οι γείτονες μου, περίεργοι, έκπληκτοι και βιαστικοί, μαζευόντουσαν στην εκκλησιά να δουν το θαύμα που από στόμα σε στόμα είχε μαθευτεί. Η Παναγιά κλαίει. Τρέχω κι εγώ, μ΄ από τον κόσμο δεν μπορώ να μπω. Όλοι μιλούν με φόβο και με περιέργεια για το θαύμα. Είναι η μοναδική Παναγία της πολιτείας που κλαίει, κι είναι πολύ για τη μικρή κι ασήμαντη γειτονιά μας. Παρακαλώ για να μ αφήσουνε να μπω, θέλω να δω, με σπρώχνουν, με πατούν, πονώ, ίσαμε που άρχισα να κλαίω κι εγώ. Μα ξαφνικά σαν μ είδανε να κλαίω, όλοι τους γύρω μου φτιάξανε κύκλο και σιγά σιγά απομακρυνόντουσαν από κοντά μου ταραγμένοι αφήνοντας με μόνη στο κέντρο ενός κύκλου που ολοένα μεγάλωνε, κι εγώ να κλαίω και να γίνομαι ένα μικρό σημάδι της πολιτείας, ενώ αυτοί να φεύγουν και να χάνονται στους γύρω δρόμους ψελλίζοντας: Η Παναγία που κλαίει.

    Η ΒΡΟΧΗ
    Τότες με είδε ο ουρανός κι έκλαψε κι αυτός.
    Μια καταιγίδα ξέσπασε κραυγάζοντας κι ενώθηκε με τις κραυγές και τις δικές μου και καθενός που βρέθηκε σ΄ αυτή την πόλη μοναχός. Ίσαμε που ένα σφύριγμα σκίζει την πολιτεία στα δύο και ξεψυχάει στα πόδια μου, αφήνοντας να διαφανεί ο παλιός ήχος από ένα τσέμπαλο, που μεσ’ τη νύχτα με οδήγησε στο εσωτερικό ενός σιωπηλού σπιτιού -ενός σπιτιού που κατοικεί η μητέρα μου.

    ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ
    Η μητέρα μου είναι γλυκιά και τρυφερή και μ’ αγαπάει.
    Θα ’θελε ν ’άχε σταματήσει ο χρόνος εκείνη τη στιγμή που μ’ έχει αντίκρυ και με κοιτάζει.
    Γνωρίζω εκείνη τη στιγμή καλά, μα δεν μπορώ, ούτε μπορεί να τη σταματήσει. Κι έτσι θα μείνει πάντα στη μνήμη μας, ευγενική και τρυφερή να καρτεράει μια δυο στιγμές που πέρασαν, μια δυο στιγμές που έζησα μοναδικά για κείνη.

  • ΤΟ ΚΟΝΣΕΡΤΟ
    Βρίσκομαι σε μιαν αίθουσα συναυλιών. Παίζουν Βιβάλντι και με το πρώτο θέμα βλέπω το κάθισμα πλάι μου αδειανό. Αρχίζω να σε φτιάχνω με την φαντασία μου και να σε βλέπω πλάι μου ν’ακούς μαζί μου μουσική. ‘Ομως έρχεται πάλι το πρώτο θέμα και μου δείχνει το κάθισμά σου αδειανό.
    Σε ξαναφτιάχνω με αγωνία και για να μή μου φύγεις πιάνω το χέρι σου και στο κρατώ μες στο δικό μου, ίσαμε που ‘ρχεται ξανά το πρώτο θέμα κι αφήνει άδειο το κάθισμά σου.
    Χαϊδεύω τ’ άδειο κάθισμα που ‘ναι ζεστό από το κορμί σου, αρχίζω πάλι πλάι μου να νιώθω την αναπνοή σου, αλλά το πρώτο θέμα οριστικά, τυραννικά κι’ απελπισμένα μου φανερώνει την αλήθεια. Εγώ είμαι μόνος, το κάθισμα άδειο κι εσύ δεν υπάρχεις.

    Ο κ. ΝΟΛΛ
    Βγαίνοντας με πλησιάζει ένα ξανθό νέο παιδί. Όλοι από γύρω μας εξαφανίστηκαν και μείναμε μόνο οι δυο, κι αυτός να με κοιτάζει λίγο θλιμμένα και λίγο ειρωνικά. Μου λέγει:
    «Είμαι μια περίπτωση Νέου, που θα ‘θελε να σας γνωρίσει». Του απαντώ πως είμαι ολομόναχη και πως δεν είμαι έτοιμη να τον δεχτώ. Κι ήθελα τόσο πολύ μα δεν τολμούσα. Εκείνος μου χαμογέλασε, είπε «Κρίμα», και άφησε στα χέρια μου μια κάρτα του, μα ώσπου να δω τι έγραφε, είχε εξαφανιστεί.
    Η κάρτα είχε εξαφανιστεί.
    Η κάρτα είχε τυπωμένες δυο μόνο λέξεις: Νολλ, ο Θάνατος.

    ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
    Αυτόματα γύρω μου αστράψανε φώτα πράσινα, κόκκινα, πορτοκαλλιά, ο κόσμος πηγαινοερχόταν, μου ρίχνανε ματιές που με κορόιδευαν, μου τρύπαγαν τα σωθικά, με τις φωνές τους πρόστυχες σκίζαν τα ρούχα μου, περνούσανε βελόνες στο κορμί μου, έτρεχα να γλυτώσω, μα από παντού ξεφύτρωναν οι Δολοφόνοι.

    ΒΡΑΔΙΝΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
    Τέλος βρέθηκα στην απομακρυσμένη γειτονιά μου, σκισμένη, ματωμένη και τσακισμένη, χωρίς ζωή, να περπατώ στον έρημο μα γνώριμο μου δρόμο, μ όλα τα σπίτια σιωπηλά, να με κοιτάζουν εχθρικά να προσπερνώ, θλιμμένη αβάσταχτα, γιατί δεν εσταμάτησα τη στιγμή που θέλησε η μητέρα μου, γιατί δεν είπα «ναι» στον κ. Νολλ, γιατί δεν άφησα να μ αφανήσουν οι δολοφόνοι.Τώρα ένας έναστρος μα παγωμένος ουρανός με συνθλίβει και με κάμει να τρέχω σούρνωντας τα βήματα μου προς το σπίτι μου.

    ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΜΟΥ
    Σαν μπήκα σπίτι μου άρχισα να χορεύω.
    Ο ήχος μιας μπάντας με παρασύρει.
    Σκίζω το τοίχο, βρίσκομαι στους δρόμους, χρωματισμένους εφιαλτικά κι οι μπάντες να χτυπάνε στους ρυθμούς ξέφρενα, ενώ εγώ χάνομαι μέσα στο χρόνο, μόνος, έρημος, μέσα από εκεί που ήρθα, αφήνοντας πίσω μου ένα χαμόγελο παντοτινό στη μνήμη των ανθρώπων.
    Γιατί ποτέ κανείς δεν θα γνωρίσει αν ήρθα, αν έφυγα κι αν πράγματι υπήρξα κάποτε τυχαία ανάμεσά τους