Ποια γενιά περνάει χειρότερα στην κρίση;


Η κουβέντα ακούγεται σε οικογενειακά τραπέζια, μεταφέρεται σε θλιμμένες παρέες, ενίοτε καταλήγει και μονόλογος. Το ερώτημα είναι ποια γενιά πληρώνει τα σπασμένα. Οι 50άρηδες; Οι μεσήλικοι; Οι πιτσιρικάδες;

Μια καλλιτεχνική απεικόνιση του καβγά των γενεών από τον εικονογράφο Γιώργο Γούση.

Ο 20άρης: Οταν και αν υπάρξει ανάπτυξη, θα έχει ήδη εργασιακή εμπειρία./ Παρατείνεται η εξάρτησή του από το σπίτι και την οικογένεια. Η ανεργία στους κάτω των 24 ετών άγγιξε το 43,5%.

Ο 30άρης: Λόγω εμπειρίας θα εξακολουθεί να βρίσκει δουλειές, αλλά όχι αυτές που θα ήθελε και με τον μισθό που θα ήθελε./ Οι προτεραιότητές του γίνονται επιβίωσης και όχι προόδου. Η ανεργία στους κάτω των 34 ετών έφτασε το 24,9%.

Ο 40άρης: Εχει περισσότερες πιθανότητες από τους υπόλοιπους να διατηρήσει τη θέση που είχε πριν από την κρίση./ Οι απολαβές του, όμως, ίσως να μην είναι αυτές που απαιτεί το μεγάλωμα των παιδιών.

Ο 50άρης: Διαθέτει εμπειρία, γνωριμίες και ίσως αποταμιεύσεις που μπορεί να τον συντηρήσουν./ Αν βρεθεί χωρίς δουλειά έχει λίγες πιθανότητες να βρει. Ενας στους 10 μακροχρόνια ανέργους είναι πάνω από 55 ετών.

Ο 60άρης: Είναι μέλος της γενιάς που έζησε και εργάστηκε στην ελληνική ανάπτυξη από το 1970 και μετά./ Η σύνταξή του δεν είναι αυτή που περίμενε, όσο για το εφάπαξ τρέχα γύρευε


Μένω σε ένα διαμέρισμα που μου νοικιάζει μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερη από τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου, όταν ήταν μικρότερος από εμένα, έμενε και αυτός σε ένα διαμέρισμα στον ίδιο δρόμο. Το σπίτι μου είναι ήσυχο και όταν κλείνεις τα παράθυρα μπορείς να ακούσεις μόνο την τάση του ρεύματος όπως περνάει από τα καλώδια. Τα σημάδια της ζωής στην πολυκατοικία έρχονται μόνο μέσα από τον φωταγωγό. Από πάνω μου μένει ένα ζευγάρι συνταξιούχων που πρέπει να είναι πάνω-κάτω στην ηλικία του πατέρα μου. Οταν ανοίγω το παράθυρο του φωταγωγού, έρχεται η οσμή του φαγητού που μαγειρεύουν. Δίπλα, μένει ένα ζευγάρι μετά τα 40 – περίπου στην ηλικία του θείου μου. Πρέπει να έχουν δύο παιδιά· το καταλαβαίνω από τις φωνές τους μέσα από τον φωταγωγό. Μερικές φορές ακούω έναν άνδρα, που υποθέτω ότι είναι στο μπάνιο, να τραγουδάει Ξυλούρη με όλη τη δύναμη της φωνής του. Εχω την εντύπωση ότι είναι γύρω στα 55, στην ηλικία της μάνας μου. Οταν φεύγω από το σπίτι, πετυχαίνω πολλές φορές στο ασανσέρ έναν άνδρα, μάλλον συνομήλικό μου, συνήθως μαζί με την κοπέλα του, που μπορεί να είναι και η γυναίκα του. Δεν ξέρω από ποιον όροφο έρχονται, αλλά δεν θα ήθελα να είναι αυτοί που ακούγονται να τσακώνονται. Δεν ξέρω τίποτε για τους ανθρώπους της πολυκατοικίας μου εκτός από ό,τι μαθαίνω από τον φωταγωγό. Ζούμε όλες οι γενιές μαζί, στα σπίτια που έφτιαξαν οι πατεράδες μας, επάνω στους δρόμους που χάραξαν οι παππούδες μας, και οι ζωές μας στις πολυκατοικίες αυτής της πόλης ενώνονται μέσω των φωταγωγών. Δεν μπορείς να βγάλεις τον εαυτό σου απέξω.

Οι ιστορίες των ανθρώπων της πολυκατοικίας μου δεν αποτελούν ειδήσεις, είναι προσωπικές αφηγήσεις σε πρώτο ενικό. Τις φαντάζομαι να αρχίζουν στις κουζίνες των οικογενειών, όταν δεν ακούν τα παιδιά, χαμηλόφωνα επάνω στους καναπέδες και φωναχτά στα τηλέφωνα, το γρήγορο περπάτημα να ακούγεται και στον κάτω όροφο. Ξεκινάμε από τον εαυτό μας: «Ξέρεις υπέγραψα μείωση στη δουλειά», η αφήγηση σταματάει και γίνεται διάλογος και άλλα πρόσωπα βρίσκουν τον δρόμο τους στην ιστορία, «είναι και ο αδελφός μου που δεν βρίσκει καν δουλειά» και «ο φίλος μου που απολύθηκε» και «ο πατέρας μου που θα πάρει τη μισή σύνταξη». Οι ιστορίες της πολυκατοικίας είναι μπλεγμένες μεταξύ τους, όπως είμαστε και εμείς μπλεγμένοι σε παρέες, οικογένειες και γενιές, και είναι όλες αυτές που λέμε μεταξύ μας αυτόν τον καιρό, όλα τα πρώτα πρόσωπα ενικού μαζεμένα.

Ξέρω την ιστορία του Γιώργου Λέγκερη που είναι 26 και έχει πιάσει την πρώτη του δουλειά. Του Κώστα Αλεξανδρή που απολύθηκε από την εταιρεία του στα 38. Του Παύλου Ζαχαρή που απολύθηκε στα 42 του. Του Δημήτρη Κανταλή που είναι 55 και ήταν πέντε μήνες άνεργος.

Ο Γιώργος κάθεται απέναντί μου ένα απόγευμα που μόλις έχει τελειώσει από τη δουλειά και είναι πολύ κουρασμένος για να δώσει σημασία στο κασετοφωνάκι. Ξεκινάει την ιστορία του πριν από δέκα χρόνια, όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι τους.

Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, είχε ανοιχτεί πολύ οικονομικά και είχε χάσει και αρκετά χρήματα στο Χρηματιστήριο. Πριν από τρία χρόνια ο πατέρας του Γιώργου πέθανε και η μητέρα του με τη σύνταξή της στήριξε ουσιαστικά τις σπουδές του ίδιου και του μεγαλύτερου αδελφού του. Τελείωσε το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής το 2009 και έφυγε κατευθείαν για τον στρατό. Απολύθηκε πέρυσι το καλοκαίρι και δούλεψε σε μπαρ στον Λαγανά της Ζακύνθου, επειδή ήξερε ότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να πάει σε νησί. Γυρνώντας στην Αθήνα «το πλάνο ήταν ένα μεταπτυχιακό που είχα δει στην ΑΣΟΕΕ, αλλά κόστιζε 5.000 ευρώ. Τα Χριστούγεννα δούλεψα σε ένα παγοδρόμιο για το χαρτζιλίκι και τον Μάρτιο σε μια εταιρεία τηλεφωνικών πωλήσεων. Με έδιωξαν σε τρεις ημέρες και είπαν ότι δεν ήμουν παραγωγικός».

Ξεκίνησε την προετοιμασία για να δώσει εξετάσεις στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και συνέχισε μέχρι το καλοκαίρι. Εκανε αιτήσεις για δουλειά στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τις έστελνε σε αγγελίες που δημοσιεύονταν σε ελληνικά σάιτ. Τον πήραν τελικά σε ένα δικηγορικό γραφείο. «Νιώθω πολύ καλά που έχω μια δουλειά και είναι αξιοπρεπής. Ας παίρνω έναν μισθό για τρία-τέσσερα χρόνια και μετά βλέπουμε». Μένει ακόμη με τη μητέρα του, όπως έκανε και ο αδελφός του μέχρι πέρυσι προτού μπορέσει να βρει δουλειά μετά το διδακτορικό του. «Δεν θέλω να βιαστώ να φύγω. Η οικονομική μου κατάσταση έχει αλλάξει τις προτεραιότητές μου. Το μηχανάκι μου, ας πούμε, είναι χαλασμένο εδώ και έναν χρόνο και δεν έχω λεφτά να το φτιάξω». Θεωρεί ότι βρίσκεται στη χειρότερη ηλικία στη χειρότερη περίοδο, επειδή αισθάνεται ότι τώρα είναι η ηλικία που χτίζεις για το μέλλον. «Πιστεύω ότι η γενιά του Πολυτεχνείου φταίει, διότι αυτοί είναι τώρα στα πράγματα και στην πολιτική. Υπήρχε δυναμική στην Ελλάδα που δεν αξιοποιήθηκε. Βέβαια, ένας 55άρης που χάνει τη δουλειά του και έχει παιδιά είναι σε χειρότερη θέση. Εμείς τουλάχιστον έχουμε ακόμη την ψευδαίσθηση της ελπίδας».

Ο Δημήτρης Κανταλής είναι ένας 55άρης καθηγητής αγγλικών και έχει μία κόρη περίπου στην ηλικία του Γιώργου, στα 28. Μου λέει ότι «δεν είναι θέμα γενεών. Ολοι το βιώνουμε πολύ άσχημα. Το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια δεν μπαίνει ανάλογα με την ηλικία. Κάθε γενιά έχει τους δωσίλογους και τους προδότες, και είναι ο αφρός, διότι είναι άνθρωποι που ανεβαίνουν γλείφοντας. Υπήρξαν άνθρωποι που μάτωσαν στο Πολυτεχνείο και δεν ήθελαν να το βγάλουν στον πλειστηριασμό. Στη γενιά μου έχω δει να παίζονται παιχνίδια μπροστά μου, να γίνονται μεταγραφές από ανθρώπους που ήταν πρώτα ονόματα στην πίστα. Κάποια από αυτά είναι γνωστά, κάποια όχι, διότι, ας πούμε, όταν δουλεύεις σε ένα πολιτικό γραφείο δεν σε ξέρει ο κόσμος. Και μου λένε τώρα τα κάνουμε όλα για το καλό σου. Θα ήθελα αυτά που κάνουν σε εμένα για το καλό μου να τα κάνουν στα παιδιά τους για το καλό τους. Το θεωρώ πολιτική αλητεία να έρχονται οι βιαστές μου και να μου λένε σε βιάζω για το καλό σου». Μιλάει δυνατά και θυμωμένα και είναι το βράδυ της ημέρας που έμαθε ότι τελικά θα δουλέψει και εφέτος ως αναπληρωτής σε ένα σχολείο. Καθόμαστε στον καναπέ του, σε ένα σπίτι σαν και αυτά στα οποία έχω μεγαλώσει, σε μια γειτονιά σαν και αυτές στις οποίες έχουν μεγαλώσει οι φίλοι μου από τα προάστια της Αθήνας. Πέρυσι δούλευε σε δύο σχολεία στο Μενίδι, πολύ μακριά από εκεί που μένει. Επαιρνε 1.300 ευρώ. Εφέτος θα είναι κάτω από 1.000. «Η σύμβασή μου είχε λήξει μέσα Ιουνίου. Μέχρι σήμερα ήμουν στο ταμείο ανεργίας. Εκανα χοντρές περικοπές. Δεν πηγαίνω πια πουθενά. Σε κάλεσα σπίτι, επειδή, αν βγαίναμε έξω, θα ένιωθα άβολα να σου πω να με κεράσεις τον καφέ. Μπόρεσα και μείωσα το νοίκι στα 500 από 700 ευρώ, επειδή είχαν κατανόηση οι ιδιοκτήτες. Η γυναίκα μου δουλεύει σε έξι φροντιστήρια, από Χαλάνδρι μέχρι Μαραθώνα, για έναν μισθό. Αλλάξαμε πάλι πάροχο Internet, για να δίνουμε 15 από 25 ευρώ. Τα φώτα τα άναψα τώρα που ήρθες. Το σουπερμάρκετ είναι πάντα με λίστα και μερικές φορές έχω αναγκαστεί να επιστρέψω και πράγματα. Διακοπές δεν υπήρξαν. Εκανα ένα μπάνιο».

Περίπου τις ίδιες περικοπές έκανε και ο Παύλος Ζαχαρής, μόνο που δεν έχει βάλει τηλέφωνο και δεν κατάφερε να μειώσει το νοίκι του. «Μένω στου Παπάγου και τα σπίτια είναι κυρίως των στρατιωτικών που τους έκοψαν τις συντάξεις και δεν ήθελαν να χάσουν το εισόδημα του ενοικίου». Ο Παύλος, που είναι λίγο μετά τα 40, έχει μεγαλώσει σε αυτή την περιοχή. Δεν θέλει να πάρει τα παιδιά του από τους φίλους τους και τη ζωή στην οποία έχουν συνηθίσει. Απολύθηκε από τη δουλειά του τον Φεβρουάριο. Του είχαν ήδη γίνει δύο μειώσεις. «Δούλευα στο διαφημιστικό τμήμα εκδοτικής εταιρείας. Είχα προσληφθεί με 1.500 ευρώ, με ένα παιδί. Εφυγα ύστερα από οκτώ χρόνια με 1.600 ευρώ, με δύο παιδιά, αλλά δεν τα έπαιρνα κιόλας, επειδή δεν μας πλήρωναν κάθε μήνα. Η γυναίκα μου έχει σχολή χορού. Με το ζόρι βγαίνουν από εκεί 200 ευρώ τον μήνα». Ο Παύλος χρωστάει πάνω από 100.000 ευρώ στις τράπεζες. Προτού ξεκινήσει να δουλεύει τραβούσε λεφτά από την πιστωτική, μετά ήρθαν τα δάνεια αποπληρωμής, μετά και άλλα δάνεια την εποχή που οι τράπεζες του έστελναν προεγκεκριμένες κάρτες στο γραφείο. «Δεν ασχολούμαι πια. Δεν ανοίγω λογαριασμούς. Τους είπα δεν έχω τίποτε. Δεν βλέπω φως πουθενά. Η δικιά μου γενιά πλήττεται περισσότερο από όλες. Ο 55άρης έχει συμπληρώσει κάποια ένσημα και ψάχνει να πάρει μια σύνταξη. Ο 25άρης θα δυσκολευτεί για δέκα χρόνια και αν ανέβει η οικονομία, στα 35 θα μπει στην αγορά έμπειρος. Στα 42 μου, να κάνω τι;».

O Θάνος Οικονομίδης που είναι τώρα στα 63 του, ήταν δημόσιος υπάλληλος, επιθεωρητής εργασίας του ΣΕΠΕ. Εδώ και δύο χρόνια είναι συνταξιούχος. Παρά το ότι έχει υποστεί μείωση στη σύνταξή του δεν θεωρεί ότι έχει φτάσει σε σημείο που να τον φέρνει σε απόγνωση. Δεν κάνει πια τα έξοδα που έκανε πριν από μερικά χρόνια, αλλά αυτό δεν τον στενοχωρεί. Το θεωρεί απαραίτητο νοικοκύρεμα: «Είχαμε φτάσει σε σημείο υπερκαταναλωτισμού και τώρα η συγκυρία έκανε επιτακτική την ανάγκη των λελογισμένων αγορών. Αν υπήρχε προοπτική ώστε αυτό το οικονομικό συμμάζεμα να γινόταν ισομερώς και ανάλογα με την οικονομική δύναμη του καθενός, τότε πιστεύω ότι οι Ελληνες, επειδή έχουμε και ένα επίπεδο, δεν θα διαμαρτυρόμασταν».

O Θάνος Οικονομίδης δεν ήταν ο άνθρωπος που έκανε αποταμίευση. Του άρεσαν πάντα τα ταξίδια και όταν ερχόταν το καλοκαίρι προτιμούσε να γυρίζει την Ευρώπη. «Αυτά που έχω κάνει τα θεωρώ επένδυση, το να πάω δηλαδή έξω, να γνωρίσω κι άλλον κόσμο, να μαζέψω εμπειρίες. Για μένα αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση». Την γενιά των παιδιών του θεωρεί περισσότερο εκτεθειμένη στην κρίση και όχι τη δικιά του. «Τα σημερινά παιδιά περνάνε πολύ δύσκολα γιατί έχουν αβέβαιο μέλλον. Η αγορά έχει γίνει αδηφάγα. Τα προσόντα που απαιτούνταν όταν βγήκα εγώ να δουλέψω ήταν λιγότερα. Τώρα έχουν περισσότερα προσόντα αλλά λιγότερη αμοιβή. Εμείς είμαστε υπεύθυνοι. Είμαστε υπεύθυνοι για αυτά που δίνουμε στη νεότερη γενιά».

Ο Κώστας Αλεξανδρής αναγκάστηκε να απαντήσει σε άλλη μία ερώτηση σχετική με την κρίση. «Τι θα κάνω όλη μέρα τώρα που δεν δουλεύω;». Μέχρι τον Φεβρουάριο ήταν art director σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρεία. Από τότε που τον απέλυσαν ξυπνάει περίπου στις 10.00 το πρωί. Φτιάχνει τον καφέ του και βάζει αμέσως ραδιόφωνο, επειδή δεν θέλει να χάνει τον Τζούμα στον Εν Λευκώ. Θα διαβάσει λίγο ένα βιβλίο, θα κάνει ένα μπάνιο και μετά θα πάρει τους δρόμους. Το μεσημέρι που θα επιστρέψει στο σπίτι, του αρέσει να πίνει ένα ποτήρι κρασί και να κοιμάται. Λέει τη λέξη σιέστα τραβώντας το «α» και όταν τα περιγράφει όλα αυτά, τη μικρή ρουτίνα των τελευταίων μηνών, η φωνή του αλλάζει όπως κάνουμε όταν μιλάμε για τα πράγματα που αγαπάμε. «Εγώ ήμουν και τυχερός, επειδή πάντα δούλευα νύχτα και τώρα που δεν έχω δουλειά με συντηρούν αυτά τα χρήματα». Ο Κώστας, ο οποίος τα βράδια, όταν παίζει μουσική στα μπαρ της Αθήνας, είναι ο Κουεντίν, αγόρασε για πρώτη φορά ρολόι όταν έμεινε άνεργος. Τότε ένιωσε ότι υπήρχε χρόνος για να μετρήσει. Μου λέει ότι αυτή είναι στην ουσία μια κρίση συνείδησης: «Ταυτιζόμαστε με δουλειά, λεφτά, καριέρα και εξαρτιόμαστε. Τώρα, όμως, που έχεις απογυμνωθεί από τις υλικές ανάγκες σου, από τα δάνεια, τις πιστωτικές, μένεις χρεωμένος χωρίς λεφτά εσύ και ο εαυτός σου. Τώρα, λοιπόν, που δεν έχεις να μου δείξεις φωτογραφίες από τις διακοπές, τι έχεις να μου πεις ως άνθρωπος; Για πες; Ελα να καθήσουμε μαζί».

Καθόμαστε μαζί στους καναπέδες των σπιτιών μας και μιλάμε με τους φίλους μας – ανθρώπους από κοντινές γενιές. Η πρώτη μας αντίδραση είναι να λυπηθούμε εαυτόν, να θυμώσουμε επειδή όλα αυτά συμβαίνουν σε εμάς, στις παρέες μας και στη γενιά μας. Οταν η ώρα περνάει, λέμε και άλλες ιστορίες. Αυτή μιας κοπέλας που δεν είχε 0,20 ευρώ για να πάρει το τραμ, κάποιου μεγαλύτερου που είχε να πληρωθεί δύο μήνες και προτίμησε να παραιτηθεί για να πάρει λεφτά στο χέρι και ενός μικρότερου που τελείωσε τη Νομική και είπε καλύτερα να δουλεύω πωλητής στο Παρίσι. Καταλήγουμε να μιλάμε για τον εαυτό μας μιλώντας για τους άλλους. Και έτσι η ένταση των προσωπικών συναισθημάτων καταλαγιάζει σαν τους θορύβους της ζωής που μπαίνουν εξασθενημένοι από τον φωταγωγό.

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 20 Νοεμβρίου 2011.

____________

by Αντικλείδι , http://antikleidi.wordpress.com

Συναφές: Πως βιώνουν την κρίση οι Έλληνες

Συναφές: Πώς οι Έλληνες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα χωριά τους

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

3 CommentsΣχολιάστε

  • Φίλε μου δεν έκανα κανένα μπάνιο. Δεν ξέρω πως είναι Σάββατο να βγαίνεις έξω. Δε γίνεται να ερωτευθώ, γιατί ούτε λεφτά έχω για ένα καφέ έξω, ούτε διάθεση, ούτε θέλω κάποια κοπέλα να αχρηστευθεί δίπλα μου, γιατί απλά είμαι κατεστραμένος… Με κατέστρεψαν αυτοί που με κυβερνούν και μου λένε να κάνω θυσία τον εαυτό μου. Οι γονείς μου με θεωρούν άνθρωπο χωρίς πρωτοβουλίες. Χωρίς λεφτά πως να κάνεις μια επένδυση; Με δάνειο από τις τράπεζες; Να δανειστώ τι; Με τι εγγυήσεις; Και αν δανειστώ και κάνω κατι, σε ποια καταναλωτική αγορά να απευθυνθώ, όταν έχουμε συρρίκνωση, σε απελπιστικό βαθμό, της οικονομίας; Θα μου πεις, όλοι τα ίδια τραβάμε… Ναι, τα ίδια! Τι κάνουμε όμως για αυτό; Απλά κλαίμε τη μοίρα μας. Κλαίμε, όπως κάνω και εγώ μέσω αυτού του μηνύματος. Καληνύχτα “Ελλαδίτσα”…

  • Οι ηλικίες 36-50 αντιµετωπίζουν αυξηµένη πίεση και υφίστανται τη µεγαλύτερη ψυχολογική επιβάρυνση

    «Το παιδί µου το φέρνει πολύ βαριά που είναι άνεργος. Εχει σπουδάσει Κοινωνιολογία και εδώ και µήνες προσπαθεί να βρει δουλειά αλλά µάταια. Εχει κλειστεί στον εαυτό του και δεν µιλάει σε κανέναν. Δεν θέλει να έχει προσωπική ζωή, σχεδόν δεν βγαίνει από το σπίτι. Τι να κάνει κιόλας χωρίς λεφτά; Φοβάµαι µήπως βάζει µε το µυαλό του άσχηµες σκέψεις». Το ιδιότυπο SOS εκπέµπεται από µητέρα που καλεί στην τηλεφωνική γραµµή του Ερευνητικού Πανεπιστηµιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (στον αριθµό 1034) για τον 26χρονο γιο της.

    Η απόγνωση έρχεται να προστεθεί στα οικονοµικά και κοινωνικά προβλήµατα, η αίσθηση του σηµερινού αδιεξόδου πνίγει την όποια ελπίδα για το µέλλον. Τα στοιχεία αποτυπώνουν µια πραγµατικότητα ζοφερή: έρευνα του ΕΠΙΨΥ ως προς τις κλήσεις στην τηλεφωνική γραµµή για την κατάθλιψη – στην οποία συγκρίνεται το πρώτο εξάµηνο του 2010 µε αυτό του 2011 – διαπιστώνει εντυπωσιακή έξαρση αρνητικών συµπτωµάτων. Οι Ελληνες που τηλεφωνούν για βοήθεια διακατέχονται από «πεσµένη διάθεση – λύπη» (79,6%), καθώς και από έλλειψη ενδιαφέροντος για τις καθηµερινές δραστηριότητές τους (45,3%), στερούνται δύναµης και ενέργειας (41,2%), δυσκολεύονται να χαλαρώσουν (40,4%), ακόµη και να κοιµηθούν οµαλά (29,6%). Τα ποσοστά χτυπούν κόκκινο στις κλίµακες κατάθλιψης υποδηλώνοντας σοβαρές διαταραχές, οι οποίες ενίοτε αποκτούν σάρκα και οστά µέσα από ψυχοσωµατικά συµπτώµατα – αυξηµένα κατά 52,1% σε σχέση µε πέρυσι!

    |||||||| Εμπιστευτικές συνομιλίες

    Οι τηλεφωνικές κλήσεις στο ΕΠΙΨΥ δεν µαγνητοφωνούνται. Οι συνοµιλίες είναι απόρρητες και εµπιστευτικές. Οι ανθρώπινες ιστορίες που βγαίνουν στην επιφάνεια είναι αποτέλεσµα της εκ των υστέρων καταγραφής που γίνεται από τους κλινικούς ψυχολόγους – συνοµιλητές των αιτούντων βοήθεια και τους ψυχιάτρους που εποπτεύουν την όλη διαδικασία στο πλαίσιο αξιολόγησης της γραµµής. Είναι όµως ικανές να σκιαγραφήσουν µέσα από προσωπικές πτυχές τη γενικευµένη αγωνία για το αύριο.

    «Τα στοιχεία της γραµµής βοήθειας για την κατάθλιψη εµφανίζουν την ψυχολογική επιβάρυνση από την οικονοµική κρίση να πλήττει κυρίως την κατ’ εξοχήν παραγωγική ηλικιακή οµάδα (36-50 ετών), άτοµα δηλαδή που κατά κανόνα έχουν να αντιµετωπίσουν πολλαπλές υποχρεώσεις, οικογενειακές και άλλες» τονίζει η κυρία Μαρίνα ΟικονόµουΛαλιώτη , επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής, η οποία και έχει την επιστηµονική ευθύνη της γραµµής του ΕΠΙΨΥ. «Ωστόσο, και τα άτοµα νεότερης ηλικίας (21-35 ετών) συχνά αναφέρουν έντονο άγχος για την έλλειψη επαγγελµατικών προοπτικών αλλά και τους όρους που προδιαγράφουν το εργασιακό µέλλον τους». Σε πολλές περιπτώσεις η οικονοµική επισφάλεια φαίνεται να σχετίζεται µε την εκδήλωση ή την επιδείνωση καταστάσεων συνδεόµενων µε υψηλά επίπεδα άγχους, όπως κρίσεις πανικού, προβλήµατα ύπνου και φοβίες. Αρκετές είναι παράλληλα οι περιπτώσεις στις οποίες η ανεργία αναφέρεται ως παράγοντας που επιδεινώνει και διαιωνίζει µια καταθλιπτική συµπτωµατολογία δηµιουργώντας έναν φαύλο κύκλο καθώς τα συµπτώµατα της κατάθλιψης εµποδίζουν µε τη σειρά τους το άτοµο να αναζητήσει µε επιτυχία µια νέα θέση εργασίας και να ανταποκριθεί σε εργασιακές υποχρεώσεις. Ο αντίκτυπος δε της οικονοµικής δυσπραγίας στην αυτοκτονικότητα είναι σηµαντικός, ιδίως στον ανδρικό πληθυσµό.

    Οι κλήσεις εξυπηρετούν πολλές φορές το «επείγον» του πράγµατος, αµβλύνουν προσωρινά τον πόνο, αποτρέπουν αυτοκτονίες, παραπέµπουν σε, ασφαλώς δηµόσιες, ψυχιατρικές υπηρεσίες. Τι γίνεται όµως όταν και αυτές οι δοµές δοκιµάζονται από την κρίση; Οταν συρρικνώνονται σταδιακά αδυνατώντας να παράσχουν βοήθεια τη στιγµή που πρέπει; «Ο χρόνος αναµονής µπορεί να φθάσει ως και τα δύο χρόνια» σηµειώνει η κυρία Ειρήνη Μπαρδάνη , παιδοψυχίατρος, διευθύντρια του Ιατροπαιδαγωγικού Κέντρου Παλλήνης, που λειτουργεί ως εξωνοσοκοµειακή µονάδα του Σισµανόγλειου Γενικού Νοσοκοµείου Αττικής. Η κυρία Μπαρδάνη µιλάει για την έλλειψη προσωπικού σε αντιδιαστολή µε την υπερπληθώρα περιστατικών. Η ίδια είναι εξάλλου στέλεχος κατά το… ήµισυ του Κέντρου, αφού ∆ευτέρα και Παρασκευή είναι υποχρεωµένη να το εγκαταλείπει για να επισκεφθεί ξενώνες.

    «Είναι αρκετές οι περιπτώσεις στις οποίες βλέπουµε περιστατικά, και µάλιστα σοβαρά, που ζήτησαν αρχικώς ραντεβού το 2009. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν άλλη επιλογή, δεν µπορούν να αντεπεξέλθουν στις οικονοµικές απαιτήσεις της ιδιωτικής βοήθειας, δεν έχουν βρει άκρη ούτε µε άλλες δηµόσιες υπηρεσίες. Μας πιέζουν, θυµώνουν, δεν έχουµε και εµείς τρόπο να ικανοποιήσουµε τα αιτήµατά τους…».

    |||||||| Επιπτώσεις και στα παιδιά

    Η ίδια επισηµαίνει ότι οι συνέπειες της οικονοµικής κρίσης δεν αφήνουν ανέγγιχτα τα παιδιά. «Παρατηρούµε όξυνση στις αγχώδεις διαταραχές και στις φοβίες. Πολλά παιδιά “αποσύρονται”, κάποια δεν αφήνουν τους γονείς να βγουν από το σπίτι, άλλα παρουσιάζουν εκνευρισµό και πτώση στη σχολική επίδοση».

    «Τον Σεπτέµβριο του 2010 ο χρόνος αναµονής για ένα καινούργιο περιστατικό που ζητούσε ραντεβού ήταν µία εβδοµάδα. Σήµερα είναι δυόµισι µήνες» σχολιάζει από την πλευρά του ο διευθυντής του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Βύρωνα – Καισαριανής και αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστηµίου Αθηνών κ. Δηµήτρης Πλουµπίδης.

    «Περίπου το 1/3 του συνόλου αυτών που ζητούν βοήθεια επισκέπτονταν στο παρελθόν ιδιώτες γιατρούς αλλά πλέον δεν µπορούν να αντεπεξέλθουν στο έξοδο. Και πριν από την εποχή του µνηµονίου είχαµε περιστατικά που αντανακλούν το κοινωνικό µπάχαλο της τελευταίας δεκαετίας, ανθρώπους που χρωστούν δόσεις δανείων ή πιστωτικές κάρτες, τώρα όµως η κατάσταση έχει οξυνθεί. Οσοι απευθύνονται το τελευταίο διάστηµα στο Κέντρο εµφανίζουν στην πλειονότητά τους κρίσεις πανικού και σηµάδια κατάθλιψης, συµπτώµατα που µπορούν να συνδεθούν άµεσα µε τη συγκυρία. Σε πρώτη φάση χορηγούµε φαρµακευτική αγωγή για τη µείωση του άγχους καθώς αυτό στρεβλώνει την ούτως ή άλλως δύσκολη καθηµερινότητά τους».

    ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

    Αγωνίες πίσω από το ακουστικό

    Προσωπικές ιστορίες µε βάση κλήσεις που έγιναν στη γραµµή 1034 του ΕΠΙΨΥ, του Ερευνητικού Πανεπιστηµιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής.

    «Δεν αντέχω, κλαίω, δεν βλέπω φως»

    «Κάθε µέρα ξυπνάω µε τον φόβο ότι οι τράπεζες θα µας τα κατασχέσουν όλα, ακόµη και το σπίτι που µένουµε. Ο άντρας µου είναι πιο ψύχραιµος από µένα ή τουλάχιστον έτσι δείχνει. Αλλά εγώ δεν αντέχω, κλαίω συνέχεια, δεν βλέπω κανένα φως. Εχω άγχος, µελαγχολία, όλα τα βλέπω µαύρα. Πρέπει να αλλάξω σχολείο στα παιδιά, δεν µπορούµε πια να πληρώνουµε τα ιδιωτικά. Πιο πολύ γι’ αυτά κλαίω, είναι κρίµα κι άδικο να γκρεµίζονται όλα όσα θεωρούσαν δεδοµένα».

    Γυναίκα, 48 ετών

    «Ολα αυτά µε κάνουν να νιώθω άχρηστος»

    «∆ουλεύω από µικρό παιδί και τώρα ξαφνικά στην ανεργία… Με απέλυσαν. Σε αυτή την ηλικία κανείς δεν σε παίρνει στη δουλειά. ∆εν είναι µόνο το οικονοµικό, οι υποχρεώσεις, το πώς θα ταΐσεις την οικογένειά σου, είναι ότι η κατάσταση µε έχει κάνει να νιώθω άχρηστος.

    ∆εν µπορώ να κοιτάξω τη γυναίκα µου στα µάτια, δεν µου λέει τίποτα αλλά ξέρω τι σκέφτεται. Ντρέποµαι για τον εαυτό µου, δεν θέλω να βγαίνω από το σπίτι».

    Ανδρας, 46 ετών

    «Φοβάµαι τι άλλο θα µας βρει»

    «∆εν µπορώ να κοιµηθώ, να φάω τις τελευταίες µέρες. Το άγχος µε παραλύει. Φοβάµαι τι άλλο θα µας βρει. Με έχει επηρεάσει η κρίση και ο τρόπος που φέρονται στους συνταξιούχους. Αλλιώς τα υπολόγιζα, πίστευα ότι είχα εξασφαλισµένα τα γεράµατά µου, ότι θα ζήσω αξιοπρεπώς το υπόλοιπο της ζωής µου. Πάει πια… ∆εν έχω κανέναν να µε κοιτάξει άµα συµβεί κάτι, παιδιά δεν έχω. Είναι και η πικρία για τους κόπους µιας ζωής που σε πνίγει, για το τίποτα δούλευα τόσα χρόνια; Κάθοµαι και τις στριφογυρίζω στο µυαλό µου αυτές τις σκέψεις και αρρωσταίνω, δεν ξέρω πού να αποταθώ».

    Ανδρας, 68 ετών

    “Δεν µπορούν να καλύψουν ούτε τα φάρµακά τους”

    Τα εξωτερικά ιατρεία του ψυχιατρικού τοµέα του Νοσοκοµείου Ευαγγελισµός δουλεύουν σε… φουλ ρυθµούς. «Σε σχέση µε το πρώτο εξάµηνο του 2009, το πρώτο εξάµηνο του 2011 δεχθήκαµε 102% περισσότερες επισκέψεις» τονίζει ο διευθυντής του ψυχιατρικού τοµέα του νοσοκοµείου κ. Κώστας Αλεξανδρόπουλος. «Συµβάλλει βεβαίως το γεγονός ότι την τελευταία πενταετία η επίσκεψη σε έναν ψυχίατρο ή ψυχολόγο έχει αποστιγµατιστεί, συµβάλλει και η συγκυρία. Δεν θα αλλάξει ωστόσο κάτι αν δεν µεταβληθεί η οικονοµική και πολιτική κατάσταση στη χώρα µας. Και αυτό δεν µπορούν να το κάνουν οι ψυχίατροι. Η βοήθεια των ειδικών µπορεί να επιδράσει θετικά και να φανεί σηµαντικά όταν η χώρα πάρει ξανά τον δρόµο της οικονοµικής ανάπτυξης». Δεν είναι λίγες οι φορές που η υποχρηµατοδότηση, και η ανεπάρκεια, πολλών δοµών ψυχικής υγείας επιβαρύνει άλλες, γειτονικές. «Το 2010 είχαµε 4.150 ατοµικές συνεδρίες – περίπου 250 περισσότερες από πέρυσι» παρατηρεί ο κ. Βασίλης Φωτόπουλος, διευθυντής του Κέντρου Ψυχικής Υγείας Κορυδαλλού, το οποίο ανήκει στο Δροµοκαΐτειο Νοσοκοµείο. «Εφέτος έχουµε ήδη ξεπεράσει αυτόν τον αριθµό. Στο φαινόµενο έχει συντελέσει και η ουσιαστική υπολειτουργία πολλών άλλων κοινωνικών υπηρεσιών που ανήκουν στους γύρω δήµους. Σε εποχές περικοπών οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας θεωρούνται άλλωστε… πολυτέλεια, είναι οι πρώτες που περικόπτονται». Η κυρία Κατερίνα Πίκουλη, επισκέπτρια Υγείας στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Βύρωνα – Καισαριανής, υποδέχεται κατά κύριο λόγο νέα περιστατικά. «Υπάρχει διάχυτος εκνευρισµός, πολλές φορές οι ίδιοι οι αιτούντες βοήθεια δεν µπορούν να εξηγήσουν το “γιατί”. Κάποιοι καταφεύγουν στην ενδοοικογενειακή βία. Βλέπουµε ανασφάλιστους που δεν είναι σε θέση να καλύψουν ούτε τη φαρµακευτική αγωγή που χρειάζονται, ακόµη και τα πέντε ευρώ µιας ενδεχόµενης νοσοκοµειακής εξέτασης».

    Καταφύγιο στα αντικαταθλιπτικά

    Αγχος, ανασφάλεια και αίσθηµα µελαγχολίας βρίσκουν «λύση» όταν το ντουλάπι είναι γεµάτο µε χάπια της «ευτυχίας». Στη µελέτη του ΕΠΙΨΥ, τα αντικαταθλιπτικά συνοδεύονται (την εφετινή χρονιά) από το συντριπτικό ποσοστό του 81,6% σε σχέση µε το, ήδη υψηλό, περυσινό 62,1%.

    Παράλληλα, και σύµφωνα µε έρευνα που διεξάγεται για λογαριασµό του κλάδου της φαρµακοβιοµηχανίας, περίπου 12.500 άνθρωποι περισσότεροι από πέρυσι λαµβάνουν αντικαταθλιπτική φαρµακευτική αγωγή. Αριθµός πάντως που µάλλον µετριοπαθής µοιάζει σε σχέση µε τις εκτιµήσεις ανθρώπων του χώρου. «Εµπειρική µου εντύπωση είναι ότι τα ποσοστά της αύξησης είναι ακόµη µεγαλύτερα» παρατηρεί ο κ. Ορέστης Γιωτάκος, διευθυντής της Ψυχιατρικής Κλινικής του 414 Στρατιωτικού Νοσοκοµείου Αθηνών.

    http://www.tovima.gr/society/article/?aid=433155&h1=true