Βαμμένο βαγόνι

trainΟ κύριος Σουντ σκυμμένος στωικά στο βιβλίο του, διπλά στην πύλη του στοιχειωμένου σταθμού, φρουρούσε ακόμη τα ξεπεσμένα τρένα. Πηγαίναμε στο Αβέρι οδικώς. Ήξερα ότι η ώρα της παύσης στη Λουβίλ είχε φτάσει. Βαδίζοντας προς τον σταθμό ο ξεβαμμένος ήλιος με ακολουθούσε σθεναρά. Αντίκρισα με γαλήνη τη βουβή εικόνα του κυρίου Σουντ.


Μετά από τριάντα χρόνια τίποτε δεν είχε αλλάξει. Στάθηκα μπροστά του, έβγαλα το καπέλο μου ευσεβώς, σήκωσε το κεφάλι του με ερωτηματικά και τα μάτια του σαν μαργαριτάρια έλαμψαν. Αγκαλιά μέσα στα αναφιλητά. Μόλις ξαλάφρωσε μου έδειξε το δρόμο και έγνεψε με στοργή. Το βαγόνι με το νούμερο 012 με περίμενε. Οι προβλήτες είχαν μεγαλώσει αλλά παρέμεναν επιβλητικές. Δικαίως. Όλος ο συμμαχικός στρατός είχε αποβιβαστεί και επιβιβαστεί με πόλεμο και ελπίδα σε αυτήν την στρατιά των βαμμένων βαγονιών.

Σαράντα βαγόνια  παράλληλα ανά δύο εικοσάδες κείτονται πληγωμένα τόσες εποχές. Σκουριασμένα, αραχνιασμένα, σαπισμένα, μαύρα από το μπαρούτι της τελευταίας επίθεσης που τα σκότωσε για πάντα. Πιάσανε φίλιες μεταξύ τους στις βροχές και στα λιοπύρια, μάθαινε τα καλά και τα κακά τους, έκαναν ακόμη και δεξιώσεις για το κοινό με τον κύριο Σουντ άριστο διοργανωτή.  Μόνο το δικό μου βαγόνι έστεκε απομονωμένο, ξεχώριζε. Ξεκουράζονταν σε μια ράγα λίγο πιο πέρα από το συφερτό.

the_trainΠάτησα το πρώτο του σκαλοπάτι με την καρδιά μου στο πάτωμα. Άκουσα τους σιδερένιους τριγμούς του. Άρχισα να τρέμω μα δεν κοκάλωσα. Προχώρησα στην τέταρτη σειρά από το βάθος. Τα καθίσματα ήταν πλέον γκρι σαν τα ποντίκια να κοιμούνται ασταμάτητα εκεί κάθε βράδυ και το χρώμα τους να έδωσαν. Μόνο αυτός ο κόκκινος λεκές ξεχώριζε στο πλήθος της σκόνης. Ακόμη εκεί.

Με κοίταξε και τραύλισε πως η πλημμύρα του δεν μας νίκησε. Έπρεπε πλέον να το αποδεχτεί. Κάθισα λίγο στο διπλά διάδρομο αντικριστά του. Του ξεστόμισα ότι εκείνο το βράδυ που έσκασε σαν φωτιά πάνω μας δίψαγε για σκοτάδι. Ο κλήρος είχε πέσει στο κύριο Σουντ εκείνη τη νύχτα στο βαγόνι 012. Σπάραζε στο αίμα του μέχρι να το βρω.

Τον έσυρα έξω και του ξεφύγαμε. Πλέον είχε απομείνει ένας κακόγουστος μπορντό πίνακα χωρίς κοινό. Αναθάρρησα. Σηκώθηκα και κοίταξα τον ουρανό κατάματα από τον κρατήρα στην οροφή του βαγονιού. Ζαλίστηκα μα δεν με τρόμαζε κάτι άλλο εκεί πια. Άρχισα να απομακρύνομαι από το βαγόνι μου. Ο κύριος Σουντ σηκώθηκε για να με χαιρετήσει στρατιωτικά όπως τότε απονέμοντας τιμή στον ανώτερο του. Το κάρφωμα της μπότας στο τσιμέντο δεν ακούστηκε. Τον έβαλα να καθίσει μαλακά στην καρέκλα του. Έσκυψα στην μπότα που δεν καρφώθηκε ποτέ. Εκεί δεν υπήρχε ζωή, δεν υπήρχε πόδι, δεν υπήρχε τίποτα. Το ήξερα ότι είχα φτάσει αργά. Δεν πρόλαβα. Προσπάθησα.

 

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

30 μαθήματα για να ΖΕΙΣ !

Leave a Reply

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -