Της ξενιτιάς η θάλασσα

immigration_163995 Agim Sulaj'sΤης ψυχής μου τα όνειρα τα ξέβρασε η αρμύρα
σαν είπα πως τον κόσμο μου καλύτερα τον είδα.
Κι ας πήρα τ’ άγνωστο στην πλάτη μου,
τον φόβο μου στην τσέπη,
μια εικόνα είχα μοναχά, της νιότης μου τη σκέπη.


Είχα στην ψύχα μου βαθειά τους κρότους των βαρβάρων
που σφάζαν δίχως στεναγμό πολιτισμών ζωές.
Και με το θρήνο αγκαλιά, προσπάθησα να φύγω, μου παν η ζωή είν’ όμορφη σα μύρτιλο και μύρο .
Γι’ αυτήν λοιπόν ξεκίνησα με το μακό μου μόνο,
κρατώντας στην παλάμη μου το χέρι τ’ αδερφού.
Ποτέ δεν ένιωσα τη γη να ναι τόσο μεγάλη,
σα περπατούσα ατέλειωτες ημέρες της ζωής.
Ποτέ δεν ένιωσα τα μάτια μου να ικετεύουν μόνο,
σα σήκωνα την κεφαλή στον ένοπλο φρουρό.
-Δε θέλω τη συμπόνια σου, την αρετή σου μόνο,
πώς έχω όρεξη να δω το δάσος της ζωής.
Και σαν η μάνα μού το στέρησε και μ’ έδιωξε να φύγω,
τα σύνορά σου άνοιξε σα να ναι αγκαλιά.
Οι νύχτες που περάσανε ολόγιομα φεγγάρια,
μα φως δεν είχε πουθενά στης λησμονιάς τα χνάρια.
THE-IMMIGRANTΜια θάλασσα απόσταση το όνειρό μου όλο,
τα κύματα σα βάλσαμο στους κρότους της ντροπής.
Δε σου ζητάω τίποτα, την αγκαλιά σου μόνο
λίγο νερό για την αρχή να διώξω αυτόν τον πόνο.
Κι ύστερα άσε με μόνο μου, δε θα σου φέρω βάρος,
οι δυσκολίες της ζωής δε με τρομάζουν άλλο.
Μα η ανθρωπιά με σάστισε, σαν είδα ευθύς μπροστά μου,
πως κάθε όνειρο από εμάς κοστίζει δυό φλουριά.
Μήτε ο πόνος σ’ άγγιξε, μήτ’ η μορφή μου όλη;
Μία ζωή ολάκερη δύο ζεστά φλουριά;
Αντίρρηση δεν έφερα, μου είχε πει η μάνα- στην κάλτσα μέσα σου βαλα του Αχέροντα φλουριά.
Κι αφού όλοι τα δώσαμε τα δίφραγκα της κάλτσας,
σε μιά βάρκα στοιβάξαμε τις άσωτες ψυχές.
Ποτέ δεν ένιωσα τη θάλασσα να ναι τόσο μεγάλη,
καθώς ήσυχα πάφλαζε στης νύχτας τη σιωπή.
Ποτέ δεν ένιωσα τη θάλασσα να μ’ αγκαλιάζει όλη,
και να με πνίγει με φιλιά φουρτουνιασμένη κόρη.
Ολονυχτίς παλεύαμε με της ψυχής μου τ’ άστρα, σαν ένιωθα το δάσος της ζωής μακριά μου πια να βαίνει.
Τον αδερφό μου έχασα και πάλευα πια μόνος, ώσπου η θάλασσα μ’ αγκάλιασε και έφυγε ο πόνος.
Και της ψυχής μου τα όνειρα εγίναν πια αρμύρα,
που ξέβρασε η θάλασσα με όλη την ντροπή.
Μόνο μία παράκληση καλέ μου ανθρωπάκο, σα δεις αυτά τα όνειρα και τ’ άψυχο μακό μου
με σεβασμό αντέδρασε στην μοίρα και στον πόνο.
Είν’ η ελπίδα μου πια άψυχη και το κορμί μου μόνο,
στο δάσος τ’ ουρανού σα περπατώ, μη βλέπω άλλο πόνο.

Παπαζαχαρίου Βασιλική


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -