Ήταν κάποτε στη Θράκη, μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς, η οποία ερωτεύτηκε το γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία. Περισσότερα
Κατηγορία -Διδακτικές ιστορίες και μύθοι
Ιστορία
Το 1890 η Ελλάδα είχε 27 μαθητές στην τελευταία τάξη της μέσης εκπαίδευσης σε κάθε χίλιους κατοίκους, ενώ η Γαλλία είχε 26, η Ρουμανία 15 και οι ΗΠΑ μόνο 11 . Το 1885 σε κάθε 10.000 κατοίκους, το Βέλγιο είχε 9,6 φοιτητές, η Νορβηγία 8,5, η Γερμανία είχε 5,6, η Μεγάλη Βρετανία 4,0, η Ιταλία 3,0 και η Ελλάδα, πρώτη, είχε 10,6 φοιτητές χωρίς να υπολογίσουμε και τους Έλληνες φοιτητές του εξωτερικού.
Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.). Παραδοσιακά ήταν γνωστός ως «κλαίων» ή «σκοτεινός» φιλόσοφος. Ο Πλούταρχος λέει ότι ταλανιζόταν από φρικτές ασθένειες.
Ο μύθος της Άγδιστης είναι μια ανατολίτικη ιστορία, που προέρχεται από την Πεσσινούντα, τη χώρα της Μεγάλης Μητέρας των θεών (της Κυβέλης)· μας την αφηγείται ο Παυσανίας.
ΕΙΔΑ ΠΟΛΛΑ σπίτια στη ζωή μου, μικρά και μεγάλα, πέτρινα και ξύλινα, παλιά και καινούρια, αλλά ένα σπίτι μου άφησε ιδιαίτερη εντύπωση. Άλλωστε, αυτό δεν ήταν σπίτι αλλά σπιτάκι. Ήτανε πολύ μικρό, μονώροφο, με τρία παράθυρα κι έμοιαζε τρομερά με μικρή καμπουριασμένη γριούλα με μια σκούφια στο κεφάλι… Περισσότερα
Το θυμότανε. Πάντα. Δυνατά. Τις μέρες και τις νύχτες. Σαν «όνειρο», σα μοσκοβολιά, κι έλεγε…—το ’λεγε όλες τις στιγμές, και το παράγγελνε με πάθος στον εαυτό του— αν γλύτωνε, αν ξανανέβαινε στο φως, να ψάξει, να. κοσκινίσει όλον τον κόσμο, ώσπου να την βρει— όποια κι αν ήταν, όπως κι αν την έλεγαν…—και να σκάψει να της φιλήσει τα χέρια, να την γεμίσει με δακρυσμένα «ευχαριστώ».
ΣΕ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ της πρώτης θέσης. Πάνω στον καναπέ, ντυμένο με βελούδο μωβ, κάθεται μισοπλαγιασμένη μια νόστιμη νεαρή κυρία. Ένα κροσσωτό ριπίδι τρίζει το χέρι της που το κρατά σφιχτά, σπασμωδικά και τα ματογυάλια της πέφτουν όλο τον καιρό από την χαριτωμένη μυτούλα της. Μια καρφίτσα στο στήθος της μι ανεβαίνει και μια κατεβαίνει, σωστή βαρκούλα μέσα στα κύματα. Είναι ταραγμένη…
Ο Ομέρ μεγαλώνει ο χειμώνας είναι στο τέλος του. Ο παπλωματάς Σελήμ, ο μαστρο-Νουρή και ο Σεΐχης Αβδουρραχμάν πίνουν καφέ στο δωμάτιο πάνω από το μαγαζί του Σελήμ.
Ίσως να ήταν η συγκλονιστική εικόνα του νεκρού παιδιού απ’ τη Συρία, που ξέβρασαν τα κύματα του Αιγαίου στην Κω, που με έκαναν να ξαναδιαβάσω τα διηγήματα της Κατίνας Παπά, που ξεχειλίζουν από αγάπη και στοργή για τα παιδιά και να ξαναδώ κάποια σκίτσα της αδελφής της, ζωγράφου Αγλαΐας Παπά.
Μία πλούσια κυρία ρώτησε: “ Πόσo κάνουν τα αυγά; ”
Ο γέρος πωλητής απάντησε: “ 30 λεπτά το ένα αυγό, κυρία ”
Ο μάστορας αποφάσισε να πάει στο καφενείο. Η εμφάνισή του στο καφενείο προκάλεσε ενθουσιασμό, οι τακτικοί πελάτες τον καλωσόρισαν σαν συγγενή τους που γύρισε από την ξενιτιά.
Περπατώ μέσα στην αμμούδα, ο ήλιος τρυπάει το κρανίο, όλη η έρημος ως πέρα αχνίζει, αστράφτει ο αέρας και σαλεύει πάνου από την άμμο. Μεσημέρι. Είναι η πανική ώρα όπου βγαίνει από τη μεγάλη πυραμίδα η πεντάμορφη θυγατέρα του Χέοπα και τριγυρίζει μέσα στη φαντασία ακόμα των φελάχων και φωνάζει τους άντρες
Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο “Διήγημα Πρωτότυπον”. Παρέμεινε ξεχασμένο έως τα Χριστούγεννα του 1941, οπότε παρουσιάσθηκε προλογισμένο και υπομνηματισμένο από τον φιλόλογο Γεώργιο Βαλέτα στο περιοδικό Νέα Εστία.
Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
Περισσότερα
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια γριά που ’χε μιαν αγελάδα. Δεν είχε τίποτε’ άλλο η καημενούλα. Το μόνο της βιός ήταν η αγελάδα· πουλούσε το γάλα της και ζούσε. Και κάθε μέρα, σαν τελείωνε το άρμεγμα, άφηνε το αγγειό με το γάλα στην αυλή της κι ύστερα έκανε τις άλλες της δουλειές.
ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΟ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ, όταν οι μέρες μίκραιναν και ο νυγμός της παγωνιάς μεταφερόταν στον αέρα, ο Ασπροδόντης είχε μια ευκαιρία να ξαναβρεί την ελευθερία του. Για κάμποσες μέρες στον καταυλισμό βασίλευε μεγάλη αναταραχή. Ο καλοκαιρινός καταυλισμός διαλυόταν και οι Ινδιάνοι, με όλα τα υπάρχοντά τους, ετοιμάζονταν να φύγουν σε άλλη περιοχή, όπου θα έβρισκαν κυνήγι. Περισσότερα
Λένε για μια γυναίκα που της πέθανε ο γιος της, πως γύρευε τρόπο να τον γυρίσει πίσω κοντά της, μέχρι που τα βήματά της την έφεραν σε κάποιον ερημίτη που ζούσε σε μια σπηλιά.
Περισσότερα