Ε.Παπανούτσος – Η αξία της αμφιβολίας


Είναι προτιμότερο ν’ αφήσαμε αναπάντητα μερικά ερωτήματα παρά να παραβιάσουμε τους κανόνες για την αναζήτηση της αλήθειας. Jean Hamburger

Το «ίσως» (πιθανόν ναι — πιθανόν όχι), μια μικρή δισύλλαβη λέξη, είναι το αλάτι της φιλοσοφίας. Δεν λείπει, δεν μπορεί να λείψει από οποιοδήποτε παρασκεύασμά της· χωρίς αυτό οι προτάσεις του φιλοσοφικού λόγου όχι οι αναλυτικές ή «ταυτολογικές», όπως τις ονομάζουν οι ειδικοί, άλλα οι συνθετικές, οι «πραγματολογικές» — είναι καταδικασμένες στην ανεπανόρθωτη φθορά. Επομένως, ως βρώσιμη ύλη, είναι επικίνδυνες για την πνευματική μας υγεία.

Την αρχή αυτή, θεμελιώδη κανόνα ή αξίωμα του κριτικού στοχασμού, τη λησμονούν (ή όταν τη θυμούνται, την περιφρονούν) οι άνθρωποι που από αφέλεια ή μωρία είναι «βέβαιοι» για όλα. Οι δογματικοί.

Τους  αναγνωρίζετε αμέσως από την ευκολία με την οποία αποφαίνονται για κάθε ζήτημα (είτε επιστημονικό θέμα είναι είτε πρόβλημα ηθικό) και από την επιμονή τους να  μη δέχονται ή να μη προσέχουν τις αντιρρήσεις σας. Μιλούν ανεπιφύλακτα, και είναι αμετακίνητοι στη γραμμή που έχουν χαράξει. «Αυτή είναι η ορθή λύση ! ’Άλλη δεν υπάρχει» — «Δύο και δύο κάνουν τέσσερα»…

Από την ομοταξία τους στρατολογούνται οι φανατικοί και οι αδιάλλακτοι που καταδυναστεύουν τις φιλικές συντροφιές, τις πολιτικές παρατάξεις, κάποτε χώρες ολόκληρες. Η κριτική, ο αντίλογος, η βάσανος της «απόδειξης» είναι ο μεγάλος τους εχθρός. Τον φοβούνται όπως ο διάβολος το λιβάνι, και τον αποφεύγουν. Όταν υποχρεωθούν να τον αντιμετωπίσουν, ρίχνονται απάνω του σαν τα φοβητσιάρικα σκυλιά και δαγκώνουν: ο διαφωνών, ακόμη και στις λεπτομέρειες του πιστεύω τους, είναι ματαιόσπουδος σοφιστής ή αμφισβητησίας κακόπιστος. Εκείνοι μόνο κατέχουν την «αλήθεια». Και το δικαίωμα να την υπερασπίζουν απέναντι σε όσους αρνούνται να την προσκυνήσουν.

Επειδή η δράση γεννάει την αντίδραση, αδιάλλακτοι γίνονται κάποτε και οι αντίπαλοι του δογματισμού. Ύποπτη τους φαίνεται κάθε ρητή και ανεπιφύλακτη βεβαιότητα, και όσο απλοϊκότητα προβάλλεται τόσο περισσότερο προκαλεί τη δυσπιστία τους. Γνωρίζουν από οδυνηρή προσωπική πείρα ότι ο κόσμος κρύβει ζηλότυπα τα μεγάλα μυστικά του, ότι η ζωή είναι ανεξάντλητη στις παγίδες πού στήνει στους επίδοξους κατακτητές του νοήματος της, και κατά κανόνα αμφιβάλλουν αν όχι για την εντιμότητα, ορισμένους για τη φρόνηση εκείνων πού δεν αξιώθηκαν να γνωρίσουν και να τιμήσουν την «αμφιβολία». Τους θεωρούν το λιγότερο ανώριμους για επιστημονική σκέψη και προπάντων ακατάλληλους για σοβαρή συζήτηση.

Μια από τις ακριβές αναμνήσεις των φοιτητικών μου χρόνων είναι η εικόνα ενός ηλικιωμένου πανεπιστημιακού δασκάλου που αρνιόταν επίμονα να υιοθετήσει τη διδακτορική διατριβή ενός .ατυχή συναδέλφου μου, επειδή τον έβρισκε πολύ «ήσυχο», εντελώς «βέβαιο» για τις ιδέες του.


—Εκατό τόσες δακτυλογραφημένες σελίδες, έλεγε με οργή ο καθηγητής σε όσους τον παρακαλούσαν να ενδώσει από επιείκεια- και δεν υπάρχει πουθενά ένα «ίσως». Αυτός δεν κάνει για τη φιλοσοφία. Ας διαλέξει άλλο κλάδο…

Το ίδιο αίσθημα εκφράζει κ’ ένας διαπρεπής σύγχρονός μας στοχαστής και πολιτικός, ο Roger Garaiidy, όταν με ευγένεια αλλά αποφασιστικά δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να έχει στον κύκλο των αναγνωστών του ανθρώπους που δεν «αμφέβαλαν» ποτέ σε όσα πιστεύουν. Κλείνοντας τον πρόλογο του πρόσφατου βιβλίου του «L’Alternative» (Paris — Laffont 1972) γράφει: «Όποιος δεν δέχεται να θέσει υπό έλεγχο τις δικές του βεβαιότητες ας ξανακλείσει από τώρα τούτο το βιβλίο- δεν είναι γραμμένο γι’ αυτόν».

Χρειάζονται όμως κάποιες διευκρινίσεις, για να δοθεί στο «ίσως» της φιλοσοφίας το νόημα και ή άξια που του ανήκει. Δεν είναι πάντοτε και οπωσδήποτε νόμιμη, ως διάθεση και ενέργεια της νόησης, η αμφιβολία. Άλλωστε υπάρχουν περισσότερα από ένα είδη της.

Ας ονομάσομε πρώτη μιαν ακραία μορφή της που προετοιμάστηκε από την εριστική των αρχαίων (σοφιστών και σωκρατικών) και αποκορυφώθηκε με τον ριζικό αγνωστικισμό της «νέας Ακαδημίας» (των. ελληνιστικών χρόνων). Είναι το δόγμα των σκεπτικών ότι, οσοδήποτε και αν οπλιστεί ο νους μας, δεν πρόκειται ποτέ να εκπορθήσει την «αλήθεια»· εικασίες διάτρητες από την αμφιβολία είναι οι γνώσεις μας, όχι πιστές εικόνες της πραγματικότητας, και όπως γίνονται εύκολα δεκτές από τους αμύητους, έτσι μπορούν χωρίς μεγάλες δυσκολίες να αναιρεθούν με απροσμάχητα τεκμήρια και επιχειρήματα. Καλά λοιπόν θα κάνει ο σοφός να μην παίρνει «θέση» στα ζητήματα, αλλά να «επέχει», να κρατεί μετέωρη την κρίση του.

Στην άλλη άκρη βρίσκεται η λεγάμενη «μεθοδολογική» αμφιβολία», όπως διατυπώθηκε και εφαρμόστηκε στους νέους χρόνους από τον Descartes. Όταν ο Γάλλος σοφός δίνει το κλασικό παράγγελμα: de omnibus dubitandum (πρέπει για όλα να αμφιβάλλομε), θέλει την αμφιβολία όχι τέρμα και απόληξη, άλλα αφετηρία και παρόρμηση της έρευνας, του φιλοσοφικού λογισμού. Προορισμός και στόχος μας είναι η βεβαιότητα που προσφέρει με τη στερεή του θεμελίωση το οικοδόμημα των ιδεών, αλλά για να φτάσομε σ’ αυτήν ένας δρόμος υπάρχει: να αμφισβητήσομε τις δοξασίες μας και να συντάξομε από την αρχή, με λογικά κριτήρια, τον κώδικα των αληθειών μας.

Στο δικό μας πνευματικό κλίμα δεν ευδοκιμεί σήμερα ούτε η απελπισμένη αδράνεια των πυρρωνιστών (το μαύρο «θηρίο» του Pascal) ούτε των καρτεσιανών η αφελής αισιοδοξία. Οι θεωρητικές αναλύσεις και  οι πειραματικές εξερευνήσεις μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι με τις ιδιορρυθμίες του αισθητηριακού μας συστήματος και τη δομή του νου μας έχομε ενταθεί (θα μπορούσαμε να πούμε και  εγκλωβιστεί) μέσα σ’ ένα σύμπαν πού χαρακτηρίζεται από τις δικές του, τις οριστικά και ανέκκλητα «ανθρώπινες» παραμέτρους του.

«Έν αύτώ ζώμεν καί κινούμεθα και έσμέν». Με το σύμπαν τούτο βρισκόμαστε σε πολλές και ποικίλες σχέσεις (υποκείμενες σε ακατάπαυτη αναθεώρηση) χάρη στις επιστήμες, στις τέχνες, στις ηθικές και πολιτικές ιδέες μας. Οι κατατάξεις και οι αξιολογήσεις, οι έννοιες και οι εκφράσεις μας αυτές τις σχέσεις υφαίνουν — τις δοκιμάζουν, τις τροποποιούν, τις συντηρούν. Είναι ο κόσμος μας. Ένας ανθρώπινος κόσμος, όχι βέβαια αυθαίρετα πλασμένος, αλλά πάντοτε σύμμετρος με τις δικές μας διαστάσεις.

Δύσκολα καταλαβαίνει ο αμύητος αυτή τη διπλή ιδιότητα του πνευματικού μας ορίζοντα: να έχει την υπόσταση αντικειμένου και όμως να είναι συνάρτηση της υποκειμενικότητας μας — να είναι αυτός πού είναι, επειδή και ο άνθρωπος πού τον ζει με τις αισθήσεις και τη σκέψη του, είναι αυτός πού είναι. Για ένα άλλο είδος όντος, με διαφορετικών οργάνωση, άλλη πνευματική δομή από τη δική μας, η φυσική πραγματικότητα έξω και μέσα του (στη «συνείδησή» του) θα παρουσίαζε άλλην όψη και θα χρειαζόταν άλλη συμβολική διατύπωση.

Τούτο μπορούμε ίσως να το φαντασθούμε, αν σκεφτούμε λ.χ. τι συμβαίνει με την αντίληψη του χώρου και του χρόνου. Εμείς γνωρίζομε τον «ανθρώπινο» χώρο και χρόνο και με αυτόν τιμολογούμε τις εντυπώσεις μας. Έκτος όμως από τον «ανθρώπινο» υπάρχει και ένας χώρος και χρόνος του «πουλιού», ένας άλλος χώρος και χρόνος τού «ψαριού» κ.ο.κ. πού μάς είναι αδύνατο να τους αντιληφθούμε, και γι’ αυτό απορούμε πως προσανατολίζονται και μετακινούνται σε τεράστιες αποστάσεις τα πουλιά, ή πως ρυθμίζουν τη ζωή τους άνετα τα ψάρια μέσα σ’ ένα περιβάλλον με εντελώς άλλες διαστάσεις από τις δικές μας και χωρίς «φως».

Ανθρώπινος ο κόσμος μας — ανθρώπινες (κατ’ αναπόδρα στην ανάγκη) και οι αλήθειες μας, κράμα από «αντικειμενικά» και «υποκειμενικά» στοιχεία. Καθαρή γνώση, με το νόημα ότι έχει επαλειφθεί από τη σύλληψη και την έκφρασή της κάθε ίχνος υποκειμενισμού, θα μπορούσε ίσως να έχει ένας απέραντος νους, όχι ή πεπερασμένη διάνοια τού ανθρώπου. Φυσικά αγωνιζόμαστε με όλα τα μέσα να σπάσομε το φράγμα, να απαλύνομε τούς περιορισμούς της πνευματικής μας όρασης· γυμνάζομε τη σκέψη μας (οι μαθηματικές έννοιες και οι υποθέσεις της Φυσικής είναι οι τολμηρότερες και πιο αποδοτικές ασκήσεις της) να δοκιμάζει διαρκώς νέους τύπους, να κατασκευάζει όλο και νέα «πρότυπα», για να μπορέσει να περισφίξει στενότερα τα θέματα πού γεννούν τις απορίες γης.

Και κάποτε κατορθώνει να πλησιάσει πολύ, παραπολύ το «αντικείμενο» — απόδειξη οι τεχνολογικές επιτυχίες της επιστήμης, τα «θαύματα» του αιώνα μας. Όσο και να τελειοποιήσομε όμως τις διόπτρες μας, ποτέ δεν μπορεί να λείψει από το παρατηρητήριο ο παρατηρητής. Και για τούτο η πρόοδος στην εκπόρθηση της αλήθειας άλλο δεν είναι παρά μια ατελεύτητη σειρά από διαδοχικές προσεγγίσεις, βήματα αλλεπάλληλα προς ένα τέρμα πού όσο πάμε πιο κοντά του τόσο φαίνεται πιο μακρινό.

Με τέτοιους όρους επιτρέπεται σ’ ένα φρόνιμο άνθρωπο να μιλεί ανεπιφύλακτα, με απόλυτη βεβαιότητα, για τις υποτιθέμενες γνώσεις του; «Αύτη», λέγουν μερικοί, είναι η «τελευταία λέξη της επιστήμης». Η επιστήμη όμως ούτε είπε ούτε μπορεί ποτέ να πει την τελευταία της λέξη. Ότι κάθε τόσο αποφαίνεται υπόκειται κατά κανόνα σε αναθεώρηση και μόνο διαρκώς ελεγχόμενο και αναπροσαρμοζόμενο σε νέα «δεδομένα» μπορεί να αποτελέσει μεγαλύτερη προσέγγιση στην αλήθεια, επομένως και να αποκτήσει γνωσιολογικήν αξία. Το «ίσως» λοιπόν, ακόμη και αν δεν λέγεται ρητά, υπάρχει πάντοτε μέσα στο νόημα των αυστηρά επιστημονικών αποφάνσεων. Και σημαίνει: «μέχρι Αποδείξεως του εναντίου», πού ποτέ δεν αποκλείεται, αφού η πεπερασμένη μας διάνοια με τα περιορισμένης κλίμακας όργανά της δεν έχει την ικανότητα να συλλαμβάνει και με τη γλώσσα να διατυπώνει το «ον» ολόκληρο και γυμνό, κατά την αντικειμενική του υπόσταση. Τμήματα μόνο του «όντος» γίνονται προσιτά στο πνεύμα μας, όσα χωρούν μέσα στο ανθρώπινο σύμπαν, και αυτά όχι οριστικά και τελεσίδικα, άλλα με διαδοχικές και ατελεύτητες προσεγγίσεις πού χαρακτηρίζονται από διάφορους βαθμούς πιθανότητας.

Ώστε, εάν θέλει (και οφείλει να θέλει) ν’ ακριβολογήσει ό θεωρητικός, πρέπει να έχει στα χείλη του διαρκώς το πιθανολογικό σήμα «ίσως» με τις δύο παραλλαγές του, την ασθενέστερη: ενδέχεται να, και την ισχυρότερη: δεν αποκλείεται να. Και να αφήσει τη βεβαιότητα στους ανύποπτους. Καθώς και στους ανθρώπους της πράξης πού αναγκάζονται ν’ αποφασίζουν γρήγορα και χωρίς ενδοιασμούς, επειδή ξέρουν ότι πολύ συχνά η αναβολή κοστίζει ακριβότερα από το λάθος.

Μαζί με τούτο και ένα άλλο, νομίζω, συμπέρασμα προκύπτει από τη μικρή μας ανάλυση. Λύση (προσωρινήν έστω) δεν επιδέχονται όλα τα προβλήματα πού μπορεί να γεννήσει ο νους του ανθρώπου, παρά μόνο εκείνα που το αντικείμενό τους βρίσκεται μέσα στην εμβέλεια της ανθρώπινης νόησης. Και πληρούν τις προϋποθέσεις της σωστής λειτουργίας της, τηρούν δηλαδή τούς κανόνες του παιχνιδιού της επιστημονικά έγκυρης γνώσης. Σε ερωτήματα λ.χ. σαν αυτά εδώ: «αφού ή γέννηση του κόσμου συμπίπτει με την αρχή του χρόνου, τί υπήρχε πριν από τη δημιουργία;»

— «εάν φτάσει η παρατήρηση ή ο λογισμός στην άκρη του σύμπαντος (ως γεμάτου χώρου), τί έχει να βρει παραπέρα;» και τα παρόμοια, δεν είναι δυνατόν να δοθεί απάντηση.

— Μα έτσι, θα αντιτείνετε, καταργείται η μεταφυσική.

Πείτε καλύτερα: καταδικάζεται η ανευθυνολογία.

***

Ε. Π.Παπανούτσος, «Το δίκαιο της πυγμής», εκδόσεις Δωδώνη, (1975)

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -