Έντγκαρ Άλαν Πόε – Η Σφιγξ


Τον καιρό που η Νέα Υόρκη βρισκόταν υπό το φοβερό κράτος της Χολέρας, είχα δεχτεί την πρόσκληση ενός συγγενή μου να περάσω μαζί του ένα δεκαπενθήμερο στο μικρό του εξοχικό, στις όχθες του ποταμού Χάντσον.

Εκεί είχαμε στη διάθεσή μας όλα τα συνήθη μέσα της θερινής αναψυχής· με το σεργιάνι στα δάση, τη ζωγραφική, τη βαρκάδα, το ψάρεμα, το κολύμπι, τη μουσική και τα βιβλία θα περνούσαμε κανονικά πολύ ευχάριστα, αν δε μαθαίναμε κάθε πρωί τα φοβερά νέα απ’ την πολυπληθή πόλη. Ούτε μια μέρα δεν περνούσε δίχως να μας φέρει την είδηση για το θάνατο κάποιου γνωστού.

Έπειτα, καθώς πλήθαιναν οι απώλειες, μάθαμε να περιμένουμε καθημερινά το χαμό κάποιου φίλου. Φτάσαμε να τρέμουμε κάθε φορά που πλησίαζε αγγελιαφόρος. Ακόμα κι ο νοτιάς μας φαινόταν μολυσμένος από θάνατο. Αυτή η τρομακτική σκέψη κυριολεκτικά κυρίευσε την ψυχή μου. Μου ήταν αδύνατο να μιλήσω, να σκεφτώ ή να ονειρευτώ οτιδήποτε άλλο. Ο οικοδεσπότης μου είχε πιο προσγειωμένο χαρακτήρα από μένα και, παρά την κακή του διάθεση, κατέβαλλε προσπάθειες για να φτιάξει τη δική μου. Το πλούσιο, φιλοσοφικό πνεύμα του δεν είχε επηρεαστεί καθόλου από φαντασιοπληξίες. Συνειδητοποιούσε πλήρως την τρομακτική αλήθεια, αλλά δεν ασχολούνταν με τις σκιές της.

Οι προσπάθειες του να με βγάλει απ’ την αφύσικη μελαγχολία στην οποία είχα πέσει αποτύχαιναν, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας κάποιων βιβλίων που είχα ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του. Η φύση αυτών των βιβλίων ήταν τέτοια, που έκανε να βλαστήσουν οι όποιοι σπόροι κληρονομικής τάσης για δεισιδαιμονία υπήρχε μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση. Διάβαζα αυτά τα βιβλία εν αγνοία του κι έτσι, αρκετές φορές, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τις δυνατές επιρροές που ασκούσαν στη φαντασία μου.

Ένα από τα προσφιλή μου θέματα ήταν η λαϊκή πίστη στις προφητείες —μια πίστη που, σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής μου, υπερασπιζόμουν με κάθε σοβαρότητα. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα κάναμε μεγάλες και ζωηρές συζητήσεις εκείνος υποστήριζε ότι πίστη σε τέτοια θέματα ήταν εντελώς αβάσιμη, ενώ εγώ διατεινόμουν ότι ένα λαϊκό αίσθημα, που πηγάζει εντελώς αυθόρμητα —δηλαδή, χωρίς εμφανή ίχνη υποβολής— εμπεριέχει τα αδιάψευστα δείγματα της αλήθειας και αξίζει το σεβασμό.

Γεγονός είναι ότι λίγο μετά την άφιξή μου στο εξοχικό μου είχε συμβεί ένα περιστατικό τόσο ανεξήγητο και με τόσο δυσοίωνο χαρακτήρα, που νομίζω πως δικαιολογημένα το είχα εκλάβει ως οιωνό. Με τρόμαξε και ταυτόχρονα μου προκάλεσε τέτοια σύγχυση και αναστάτωση, που χρειάστηκε να περάσουν πολλές μέρες πριν μπορέσω να πω στο φίλο μου τι ακριβώς είχε συμβεί.


Προς το τέλος μιας πολύ ζεστής μέρας καθόμουν με το βιβλίο στο χέρι μπροστά σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο, που έβλεπε ως πέρα απ’ τις όχθες του ποταμού, σ’ ένα μακρινό λόφο. Η αντικρινή —σε μένα— πλαγιά του λόφου είχε αποψιλωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της, εξαιτίας των λεγομένων πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αν και είχα ανοιχτό το βιβλίο μπροστά μου, ο λογισμός μου πλανιόταν για κάμποση ώρα στη θλίψη και την απόγνωση της γειτονικής πόλης. Σηκώνοντας τα μάτια απ’ τη σελίδα, το βλέμμα μου έπεσε στη γυμνή πλαγιά του λόφου και πάνω σ’ ένα αντικείμενο —σ’ ένα ζωντανό ον με απαίσια, τερατώδη μορφή, που κατέβηκε με ταχύτητα απ’ την κορυφή στα ριζά του λόφου και χάθηκε, τελικά, μες στο πυκνό δάσος.

Όταν πρωτοφάνηκε τούτο το πλάσμα, άρχισα ν’ αμφιβάλλω για τη διανοητική μου κατάσταση ή, το λιγότερο, δεν πίστευα στα μάτια μου, πέρασαν πολλά λεπτά για να πείσω τον εαυτό μου πως ούτε τρελός ήμουν ούτε όνειρα έβλεπα. Μα όταν περιγράφω το τέρας (που το είδα ολοκάθαρα και το παρατήρησα με ηρεμία όση ώρα προχωρούσε), φοβούμαι πως οι αναγνώστες μου θα δυσκολευτούν πιο πολύ κι από μένα να πειστούν για τα χαρακτηριστικά του.

Υπολογίζοντας το μέγεθος του πλάσματος σε σύγκριση με τη διάμετρο των μεγάλων δέντρων, δίπλα απ’ τα οποία περνούσε —των λιγοστών γιγαντιαίων δέντρων του δάσους που γλίτωσαν απ’ τη μανία της αποψίλωσης — , συμπέρανα πως ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όλα τα υπάρχοντα πλοία της γραμμής. Λέω «πλοίο της γραμμής», γιατί ένα τέτοιο σκαρί θύμιζε το σουλούπι του τέρατος. Το στόμα του ζώου βρισκόταν στο άκρο μιας προβοσκίδας, που το μήκος της έφτανε τα είκοσι μέτρα περίπου και το πάχος της ήταν όσο το σώμα ενός κανονικού ελέφαντα.

Από τη ρίζα της προβοσκίδας ξεκινούσε ένα πυκνό, μαύρο, μπερδεμένο τρίχωμα —περισσότερο απ’ όσο θα έβγαινε απ’ τις γούνες μιας αγέλης βουβαλιών. Μέσα απ’ αυτό το τρίχωμα έβγαιναν, προς τα κάτω και πλάγια, δυο γυαλιστεροί χαυλιόδοντες, όμοιοι με του αγριογούρουνου, μα ασύγκριτα μεγαλύτεροι. Παράλληλα με την προβοσκίδα, κι από τις δυο πλευρές της, εκτεινόταν ένα πελώριο «ραβδί», μήκους δέκα περίπου μέτρων, φτιαγμένο θαρρείς από ατόφιο κρύσταλλο και σε σχήμα τέλειου πρίσματος, που αντανακλούσε με τον πιο εκπληκτικό-τρόπο τις αχτίνες του δύοντος ήλιου.

Η προβοσκίδα είχε σχήμα σφήνας, με την αιχμή στραμμένη στη γη. Απ τα πλαϊνά της απλώνονταν δυο ζευγάρια φτερά κάθε φτερό είχε μήκος κάπου εκατό μέτρα —, το ένα ζευγάρι πάνω απ’ άλλο   και ολόκληρα τα φτερά καλυμμένα με πυκνά μεταλλικά λέπια κάθε λέπι θα ’χε και τρία μέτρα διάμετρο. Παρατήρησα ότι το πάνω ζευγάρι ενωνόταν με το κάτω με μια γερή αλυσίδα. Το πιο παράξενο πράγμα, όμως, πάνω ο αυτό το φριχτό πλάσμα ήταν η απεικόνιση μιας νεκροκεφαλής, που κάλυπτε σχεδόν όλη την επιφάνεια του στήθους του, αστραφτερά λευκή πάνω στο σκούρο φόντο του σώματος και σχηματισμένη με τέτοια ακρίβεια, σαν να την είχε σχεδιάσει προσεκτικά κάποιος ζωγράφος.

Καθώς κοιτούσα το τρομερό αυτό ζώο και ιδιαίτερα το στήθος του, μ’ ένα αίσθημα δέσει, και τρόμου μ ένα κακό προαίσθημα, που μου ήταν αδύνατο να υποτάξω η λογική — , είδα ν’ ανοίγουν ξαφνικά τα πελώρια σαγόνια στην άκρη της προβοσκίδας και να βγαίνει ένας ήχος τόσο δυνατός και τόσο σπαρακτικός, που χτύπησε τα νεύρα μου σαν πένθιμη καμπάνα καθώς το τέρας χανόταν στους πρόποδες του λόφου, σωριάστηκα λιπόθυμος στο πάτωμα.

Όταν συνήλθα, η πρώτη μου αντίδραση, φυσικά, ήταν να ενημερώσω το φίλο μου για ότι είχα δει και ακούσει —και δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς ποιο αίσθημα αποστροφής μ’ εμπόδισε στο τέλος να το κάνω.

Τελικά, κάποιο απόγευμα, τρεις τέσσερις μέρες μετά το επεισόδιο, καθόμασταν μαζί στο δωμάτιο απ’ όπου είχα δει το τρομερό εκείνο θέαμα* εγώ καθόμουν στο ίδιο κάθισμα, μπροστά στο ίδιο παράθυρο κι εκείνος αναπαυόταν σ’ έναν καναπέ λίγο πιο πέρα. Ο συσχετισμός του τόπου και του χρόνου με ώθησε να του διηγηθώ το φαινόμενο. Με άκουσε ως το τέλος. Στην αρχή γέλασε με την καρδιά του, έπειτα, όμως, πήρε ένα υπερβολικά σοβαρό ύφος, σαν να ήταν απόλυτα σίγουρος πλέον για την τρέλα μου. Εκείνη τη στιγμή, αντίκρισα ξανά το τέρας πεντακάθαρα και, βγάζοντας μια κραυγή τρόμου, του υπέδειξα που να κοιτάξει. Κοίταζε επίμονα, αλλά ισχυριζόταν ότι δεν έβλεπε τίποτα —μολονότι του υποδείκνυα με ακρίβεια την πορεία του πλάσματος, καθώς κατηφόριζε τη γυμνή πλαγιά του λόφου.

Άρχισα ν’ ανησυχώ τρομερά, θεωρώντας το όραμα είτε ως οιωνό για το θάνατό μου είτε, ακόμα χειρότερα, ως προάγγελο μιας κρίσης παράνοιας. Σωριάστηκα ταραγμένος στην πολυθρόνα μου κι έκρυψα για μερικά λεπτά το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια μου. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια, το φάντασμα δε φαινόταν πια.

Ο οικοδεσπότης μου, ωστόσο, είχε ανακτήσει, ως ένα βαθμό, την ηρεμία του κι άρχισε να με ρωτά, με ενδιαφέρον, για τη μορφή του φανταστικού πλάσματος. Όταν τον ικανοποίησα πλήρως πάνω σ’ αυτό το θέμα, αναστέναξε βαθιά, σαν ν’ ανακουφίστηκε από κάποιο αβάσταχτο βάρος, και συνέχισε να μιλάει με μια απάνθρωπη, όπως μου φάνηκε, ηρεμία για διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα, για τα οποία συζητούσαμε νωρίτερα. Θυμάμαι πως επέμεινε ιδιαίτερα (μεταξύ άλλων) στην ιδέα ότι η κυρία πηγή λαθών σε όλες τις ανθρώπινες έρευνες έγκειται στην τάση της νόησης να υποτιμά ή να υπερεκτιμά τη σπουδαιότητα ενός αντικειμένου, από εσφαλμένο υπολογισμό της εγγύτητας του.

«Για παράδειγμα», είπε, «για να υπολογίσουμε σωστά την επίδραση που μπορεί να ασκήσει στην ανθρωπότητα η γενική εξάπλωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν πρέπει να παραλείψουμε να συνυπολογίσουμε τη χρονική απόσταση της εποχής κατά την οποία μπορεί, ενδεχομένως, να επιτευχθεί μια τέτοια εξάπλωση. Ωστόσο, μπορείς να μου ονομάσεις έστω κι ένα συγγραφέα πολιτικών θεμάτων που  να σκάφτηκε ποτέ όχι αυτή η συγκεκριμένη πλευρά του ζητήματος αξίζει ν’ αποτελέσει έστω και θέμα συζήτησης.

Σ αυτό το σημείο έκανε μια μικρή παύση, πήγε σε μια βιβλιοθήκη κι έφερε ένα  συνηθισμένο εγχειρίδιο Φυσικής Ιστορίας .Αφού μου ζήτησε θέσεις, έτσι ώστε να μπορεί να διακρίνει ευκολότερα τα μικρά γράμματα του βιβλίου, κάθισε στην πολυθρόνα μου πλάι στο παράθυρο και ανοίγοντας το ,συνέχισε να μιλά στον τόνο με πριν.

”Αν δεν περιέγραψες το τέρας με τόση λεπτομέρεια” ,είπε, ίσως να μου ήταν αδύνατο να σου εξηγήσω τι ήταν. Κατ αρχάς ,θα σου διαβάσω πως περιγράφει ένας  μαθητής το γένος Σψιγξ, της οικογένειας των Βεσπιδών, της τάξεως των Λεπιδοπτερων, της συνομοταξίας των Εντόμων. Η περιγραφή έχει ως εξής:

“Τέσσερα μεμβρανοειδή πτερύγια, καλυμμένα με μικρές, χρωματιστές φολίδες μεταλλικής εμφάνισης· το στόμα σχηματίζει μία προβοσκίδα που τυλίγεται και αποτελεί προέκταση των σιαγόνων, στα πλευρά των οποίων βρίσκονται οι ρίζες των γνάθων και των κατωφερών κεραιών τα κάτω πτερύγια είναι συνδεδεμένα με τα πάνω με μια σκληρή τρίχα οι κεραίες έχουν μορφή πρισματικής ράβδου το υπογάστριο καταλήγει σε αιχμή. Η Σφίγκα με τη Νεκροκεφαλή σπείρει, κατά  καιρούς, τον τρόμο στους χωρικούς, με τη μελαγχολική της κραυγή και το έμβλημα του θανάτου που φέρει στο στήθος της”.

Σ’ αυτό το σημείο έκλεισε το βιβλίο κι έγειρε μπροστά στην πολυθρόνα, παίρνοντας ακριβώς την ίδια στάση που είχα εγώ όταν αντίκρισα «το τέρας».

«Α, εδώ είναι!» αναφώνησε. «Σκαρφαλώνει πάλι στην πλαγιά του λόφου ομολογώ πως είναι ένα πλάσμα με εξαιρετική εμφάνιση. Παρ’ όλ’ αυτά, σε καμιά περίπτωση δεν είναι τόσο μεγάλο ούτε βρίσκεται τόσο μακριά όσο φαντάστηκες η αλήθεια είναι ότι καθώς σκαρφαλώνει πάνω σ’ αυτή την κλωστή, που ύφανε κάποια αράχνη στο παράθυρο, υπολογίζω πως το μήκος της δεν ξεπερνά τα δεκαπέντε χιλιοστά του μέτρου, ενώ η απόστασή της από την κόρη του ματιού μου είναι επίσης δεκαπέντε χιλιοστά».

***

Έντγκαρ Άλαν Πόε (Edgar Allan Poe) – Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -