Μαξ Νορντάου – Τα κατά συνθήκη ψεύδη


Ο Νορντάου σπούδασε ιατρική και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1880, όπου άσκησε το επάγγελμά του, αφού είχε για λίγο εργαστεί ως ανταποκριτής εφημερίδας στη Βιέννη. Αργότερα ονομάστηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έγινε παγκοσμίως γνωστός ως αμφιλεγόμενος κοινωνικός κριτικός.

Με το βιβλίο του αυτό*, που έχει μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, επιτέθηκε με σφοδρότητα στην αστική υποκρισία, στους επαγγελματίες πολιτικούς, στα κόμματα και στον κοινοβουλευτισμό και γενικότερα στους πολιτιστικούς θεσμούς της δυτικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.

Το κατηγορώ του συγγραφέα, όπως εκφράζεται συνολικά στο βιβλίο του, παρά τις εύλογες διαφωνίες που μπορεί να εγείρει, παραμένει επίκαιρο και μπορεί να γίνει αφορμή για αναστοχασμό.

Σαν τον Φάουστ του Γκαίτε η ανθρωπότητα αναζητά την Επιστήμη και την Ευτυχία. Ίσως όμως ποτέ να μην βρέθηκε σε τόση απόσταση από αυτήν όσο σήμερα. Είναι αλήθεια πως κανείς δεν μπορεί να πει στο παρόνΩ! Είσαι ωραίο, θέλω να μείνεις. […] Ο πλούσιος φοβάται, ο φτωχός προσπαθεί και ελπίζει μια βελτίωση στις οικονομικές συνθήκες για των οποίων τη διάρκεια κανείς δεν πιστεύει, ακόμη ούτε και εκείνοι που δεν έχουν το σθένος να ομολογήσουν την αγωνία και το φόβο τους.

Απ’ όλα τα ιστορικά δεδομένα μόνες οι επαναστάσεις είναι εκείνες που με την σφοδρότητά τους καθώς και τα αποτελέσματά τους μας βοηθούν να κρίνουμε με βεβαιότητα, για το ύψος και τα αίτια της δυσαρέσκειας των ανθρώπων που υπήρξαν οι υποκινητές. Έχουμε τις διάφορες επαναστάσεις, της Ρώμης, του Σπάρτακου, της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που κινήθηκαν από κάποιο ηθικό νόημα. Κι ακόμη τα μεγάλα κινήματα του Μεσαίωνα που έχουν μια υπόσταση ηθική βαθύτερη. Συνεπώς η ανθρωπότητα του Μεσαίωνα ήταν και αυτή δυσαρεστημένη και ερεθισμένη. Όμως εύρισκε κάποια ξεκούραση στην πίστη. Εκείνος που προσδοκά με πεποίθηση μια μελλοντική ευτυχία, παραβλέπει ένα παροδικό κακό και μόλις που το προσέχει.

Ακολουθώντας όμως η ανθρωπότητα τον δρόμο της ανάπτυξης έχασε βαθμηδόν την παρηγοριά της πίστεως. Ήρθε κάποτε η στιγμή που η θρησκεία δεν ήταν ένας αλάθητος φραγμός ενάντια στο επαναστατικό πνεύμα των δυσαρεστημένων. Τότε ήταν μια κρίσιμη στιγμή. Παρ’ ολίγον η διστακτικότατα και ο πεσιμισμός που είναι γνωρίσματα της εποχής μας, να κυριεύσει τα πνεύματα τετρακόσια χρόνια νωρίτερα. Εντούτοις οι άνθρωποι δεν άφησαν να τους αφαιρέσουν χωρίς καμιά αντίσταση τις προσφιλείς τους αυταπάτες, και με υπεράνθρωπη προσ­πάθεια θέλησαν να τις συγκρατήσουν. Ο αγώνας τους για ένα ιδανικό παρηγοριάς έμεινε στην ιστορία ως Κίνημα της Μεταρρύθμισης, και το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να διατηρήσει για αιώνες το νανούρισμα των ανθρώπων και τα ευχάριστα όνειρά τους. Παρ ‘όλα αυτά, και από τότε έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα σημάδια του πεσιμισμού που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει η πίστη για ένα κόσμο ανώτερο.

Η φιλολογία, η τέχνη, η πολιτική, η φιλοσοφία, η οικονομία, οι διάφορες μορφές της ατομικής ζωής φανερώνουν ένα βασικό χαρακτηριστικό μοναδικό και κοινό: την δυσαρέσκεια για την κατάσταση της ανθρωπότητας. Από όλες αυτές τις πνευματικές εκδηλώσεις του ανθρώπου μια μοναδική κραυγή φθάνει στ’ αυτιά μας, μόνον αυτή, και πάντα η ίδια κραυγή οδύνης που εξηγείται στη χυδαία γλώσσα με την παρακάτω αναφώνηση: «Ας βγούμε, ας βγούμε απ’ την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων».


[…] Όλοι, είτε αντιδραστικοί, είτε φιλελεύθεροι απεχθάνονται το παρόν.

Από πού έχει την προέλευσή της η αβάσταχτη αυτή κατάσταση της Ανθρωπότητας; Από πού προέρχεται το ύφος αυτό το θλιμμένο των στοχαστών, και η πικρία τους που δεν είχαμε ξαναδεί ως τα τώρα, σε τόση ανάπτυξη και βάθος; Παρ’ όλα αυτά η σημερινή εποχή δίνει με απλοχεριά και στις φτωχότερες τάξεις υλικές και πνευματι­κές ικανοποιήσεις που άλλοτε μόνον ένας Βασιλιάς θα ήταν δυνατόν να απολαύσει.

Η προέλευση όλων αυτών είναι από τους ίδιους λόγους που ενέπνευσαν στους διανοούμενους Ρωμαίους της παρακμής την σιχασιά εμπρός στο κενό της ζωής, φθάνοντας να πιστεύουν ότι η μόνη σωτη­ρία τους ήταν η αυτοκτονία. Αυτή η αιτία είναι η αντίδραση, μεταξύ της δικής μας αντιλήψεως εν σχέση με τη ζωή, καθώς και για όλες τις μορφές της διανοητικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής μας. Όλες οι ενέργειές μας βρίσκονται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις μας διαψεύ­δοντάς τες. Μια άβυσσος διάπλατη βρίσκεται, μεταξύ της αντιλήψεώς μας, μεταξύ εκείνου που αισθανόμαστε πιστεύοντάς το να είναι αληθινό και ανάμεσα στις πατροπαράδοτες καταστάσεις σύμφωνα με τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να διαβιούμε.

Η σημερινή αντίληψη για τον κόσμο είναι καθαρώς επιστημονική. Με το «Κόσμος ή Σύμπαν» εννοούμε μια ουσία που η ιδιότητά της είναι η κίνηση, και που, δύναμη μοναδική στην πραγματικότητα, υπο­πίπτει στην αντίληψή μας υπό την μορφή διαφόρων δυνάμεων. Γνω­ρίζουμε ότι η κίνηση κατευθύνεται από τους νόμους που μερικώς κι ’αυτοί μας είναι γνωστοί, το δε υπονοούμενο μέρος το διαβλέπουμε. Αυτούς τους νόμους τους παραδεχόμαστε ως αναλλοίωτους, χωρίς εξαιρέσεις.

Όσον αφορά το ζήτημα της πρωταρχικής αιτίας των όντων και πραγμάτων το έχουμε σχεδόν εγκαταλείψει σαν άλυτο για την κρίση μας. Σαν συμπέρασμα, λοιπόν, μιας σειράς ιδεών και σύμφωνα με τον ορθολογισμό αρνούμεθα, καθ’ υπόδειξη, μια αιωνιότητα που δεν θα μπορούσαμε να την αποδείξουμε. Η λύση αυτή μας είναι απολύτως αρκετή για να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με τις γνώσεις μας που διέπουν τους φυσικούς νόμους. Καθιστά τελείως περιττή την υπόθεση, που άλλωστε είναι αναπόδειχτη, για μια ανώτερη θέληση ή σκέψη, για ένα Θεό επί τέλους. Αν κάναμε μια τέτοια υπόθεση, θα είχε ως δυσάρεστο επακόλουθο, πως θα μας οδηγούσε σε μια νέα σειρά υποθέσεων, της Θείας Προνοίας, της ψυχής, της αθανασίας κλπ., υποθέσεις παράλογες και απαράδεκτες, ως ερχόμενες σε αντίφαση με όλους τους φυσικούς νόμους που έχουν ήδη γίνει δεκτοί ως ακαταμάχητοι.

Αν από την εξέταση του συνόλου του κόσμου, κατεβούμε να εξε­τάσουμε την ανθρωπότητα η αντίληψή μας η επιστημονική θα μας οδηγήσει αναγκαστικώς να δούμε στον άνθρωπο ένα ον που είναι προσ­κολλημένο συνεχώς στην σειρά των οργανισμών, και που διέπεται γε­νικώς από τους νόμους του ενόργανου κόσμου. Είναι απολύτως αδύνατο να αναγνωρίσουμε στον άνθρωπο ξεχωριστά προνόμια ή χαρί­σματα, τα οποία να μην αναγνωρίσουμε ως ανήκοντα και σε κάθε άλλο ζώο ή φυτό.

Η ανάπτυξη του ανθρωπίνου είδους, όπως και αυτή όλων των άλλων όντων δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά παρά μόνο με τη βοήθεια της επιλογής κι ακόμη πιστεύουμε απόλυτα πως, υπό την πλατιά του έννοια, ο αγώνας για την ύπαρξη αποτελεί όλη την Ιστο­ρία της ανθρωπότητας, ακριβώς όπως και τη ζωή του πιο άσημου όντος. Ο ίδιος αυτός αγώνας αποτελεί τη βάση όλων των κοινωνι­κών και πολιτικών γεγονότων.

Αυτή είναι η αντίληψή μας περί του κόσμου· σε αυτή αναφέρουμε όλες τις αρχές του τρόπου της ζωής μας, καθώς και την γνώμη μας για το δίκαιο και την ηθική. Έχει γίνει η αντίληψη αυτή μια από τις βάσεις του σημερινού πολιτισμού, μαζί με τον αέρα που εισπνέουμε εισχωρεί και αυτή μέσα μας, είναι αδύνατο εις το έξης να την αποβάλλουμε. Κι ο Πάπας που σε μια εγκύκλιό του την καταδίκασε, και ο ίδιος βρισκόταν υπό την επιρροή της.

Του κάκου προσπαθούν να απομονώσουν τον μαθητή των Ιησου­ιτών μ’ ένα τείχος θεολογικό, και σχολαστικισμούς του Μεσαίωνα, γιατί κι’ αυτός ακόμη ο μαθητής των Ιησουιτών έχει ήδη παραδεχτεί τις σύγχρονες ιδέες μας. Άσχετα από την θέλησή του έχει κι’ αυτός τις μοντέρνες ιδέες και συναισθήματα που ούτε καν είχε σκεφτεί ο άνθρωπος του ενδέκατου αιώνος. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι το αδύνατο. Κι’ αυτός δεν μπορεί να αποκλείσει τον εαυτό του από το να είναι τέκνο της σύγχρονης εποχής και του πολιτισμού της.

Με αυτή την αντίληψη του κόσμου, υποχρεωτικά ζούμε σ ’ένα πολιτισμό που ευχαρίστως έχει αναγνωρίσει, ώστε ένας άνθρωπος από τη στιγμή της γεννήσεώς του να κατέχει τα ευρύτερα δικαιώματα επάνω σε εκατομμύρια συνανθρώπους του, οργανωμένους κατά τον ίδιο τρόπο με αυτόν, πολλάκις δε και τελειότερα από αυτόν. Κι ακόμη έναν άνθρωπο που αραδιάζει λόγια χωρίς κανένα νόημα και χειρονομεί χωρίς κανένα λόγο, να τον τιμούν σαν την προσωποποίηση υπερφυσικού, ώστε μια κοπέλα από μια κοινωνική τάξη, να παντρευτεί, όχι έναν άνδρα ωραίο και δυνατό, άλλα έναν άνδρα, κακοφτιαγμένο, αδύνατο, ζαρωμένο, και τούτο γιατί η κόρη είναι από μια κοινωνική τάξη που την ονομάζουμε κατώτερη, ενώ ο άνδρας είναι στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Κι’ ακόμη ένας εργάτης γερός και δυνατός, να δυστυχεί υποφέροντας από την πείνα, ενώ, ένας ασθενικός κι’ ανίκανος χωρίς καν να εργάζεται, να πλέει μέσα στα πλούτη και την πολυτέλεια, που δεν μπορεί ούτε να τ ‘απολαύσει.

Εμείς που τώρα πλέον γνωρίζουμε πως η ανθρωπότητα προήλθε από είδη ζωντανά κατώτερα, και που γνωρίζουμε πως όλα ανεξαιρέτως τα όντα, γεννιούνται, ζουν, και πεθαί­νουν, υποκύπτοντας στους ίδιους φυσικούς νόμους, εμείς, είμαστε αναγ­κασμένοι να κάνουμε υποκλίσεις μπροστά σ’ ένα βασιλιά, στο πρόσω­πό του να τιμάμε ένα ον του οποίου η ύπαρξη διέπεται από ξεχωριστούς νόμους, χωρίς να μας συγχωρείται να χαμογελάσουμε διαβάζοντας πάνω στα νομίσματα και τα κυβερνητικά έγγραφα, πως όλα υπάρχουν με ένα ανεξήγητο «ελέω Θεού».

Εμείς που εκ πεποιθήσεως γνωρίζουμε, ότι όλα τα γεγονότα του κόσμου αυτού διέπονται από φυσικούς αναλλοίωτους νόμους, που δεν επιδέχονται εξαίρεση, να είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε το Κράτος να πληρώνει τους παπάδες, που ο άξιος προορισμός τους είναι να εκτελούν τελετές και πανηγύρια, με τα οποία όπως λένε, θα καταφέρουν υποδουλώνοντας τους φυσικούς νόμους, να επιτύχουν ορισμένες αλλαγές σε αυτούς. Να παριστάμεθα σε ιεροτελε­στίες επίσημες, κατά τις οποίες εκλιπαρούν κάποια υπερκόσμια δύναμη, απαράδεκτη για την επιστήμη, ζητώντας προς χάριν μας την ειδική και μυστηριώδη εύνοιά της. Δίνουμε, μάλιστα, στους πρωταγωνιστές αυτής της κωμωδίας τιμές και υψηλά Κρατικά αξιώματα!!

Πιστεύ­ουμε στο σοβαρό και ευεργετικό αποτέλεσμα της επιλογής των ειδών, αλλά δεν απαγορεύουμε ούτε τον θεσμό και την σύμβαση του γάμου, αφού αποκλείει την διαλογή του είδους, κατά τον τρόπο που γίνεται αυ­τός σήμερα. Μέσα στον αγώνα για την διατήρηση της υπάρξεως αναγνωρίζουμε το θεμέλιο κάθε δικαίου και κάθε ηθικής, εντούτοις κάθε μέρα κάνουμε νόμους και ενισχύουμε συστήματα, που απαγορεύουν τε­λείως την ελεύθερη εξάσκηση των δυνάμεων.

Η ζωή μας, συνεπώς, ολόκληρη, βασίζεται επάνω σε υποθέσεις που τις πήραμε από άλλες εποχές και που είναι ασύμφωνες με τις ση­μερινές μας αντιλήψεις σε όλα τα σημεία. Το σχήμα και το βάθος της πολιτικής μας ζωής βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση, ο επίσημος πολι­τισμός φαίνεται να επιδιώκει τη λύση του εξής προβλήματος: να βάλει μέσα σε μια σφαίρα έναν κύβο της αυτής χωρητικότητας. Καθετί που λέμε καθετί που κάνουμε, είναι ένα μεγάλο ψεύδος απέναντι σ’ εκείνο που αναγνωρίζουμε μεσ’ το βάθος της ψυχής μας ως αλήθεια.

Η τέχνη των αρχαίων νοιώθει χαρά για το θέμα που πραγματεύεται, η νεώτερη τέχνη εκδηλώνει χολή και περιφρόνηση απέναντι στη φύση.

Ξεγελούμε τους ίδιους τους εαυτούς μας, παίζοντας μια αιώνια κωμωδία κοπιαστική, που αντίθετα από την συνήθεια απαιτεί μια συνεχή διά­ψευση των πεποιθήσεων και ιδεών μας, αυτή η κωμωδία που παίζουμε μας γεμίζει περιφρόνηση για τον ίδιο τον εαυτό μας και για τον κόσμο ολόκληρο, τις στιγμές που πραγματικά συναισθανόμαστε το τί κάνουμε. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις παίρνουμε επίσημο ύφος, μια αξιοπρεπή στάση, φορούμε ένα ένδυμα που μας εμφανίζει σαν γελωτοποιούς, δεί­χνουμε ένα ψεύτικο σεβασμό για καταστάσεις και πρόσωπα, που κατά βάθος περιφρονούμε, και παραμένουμε αναξιόπρεπα υποταγμένοι σε συνθήκες, που στη συνείδησή μας και στη λογική μας βρίσκουμε ως στερημένες βάσεως.

Η διαρκής αυτή σύγκρουση των κοινωνικών συνθηκών εναντίον των πεποιθήσεών μας μοιραίως έχει ένα αποτέλεσμα: Δημιουργεί μέσα μας την εντύπωση ενός παλιάτσου που κάνει όλους να γελούν, μα που τα ίδια του τα αστεία φέρνουν αηδία και συγχρόνως αφήνουν μια βαθιά θλίψη.

Η αμάθεια μπορεί πολύ ωραία να συμβιβασθεί με ένα είδος ζωώδους ικανοποιήσεως, και είναι δυνατόν κανείς να είναι ευτυχής και ικανοποιημένος βρίσκοντας απαραίτητα και ορθά τα υπάρχοντα καθε­στώτα. Οι ιεροτελεστίες που με το σχοινί και τη φωτιά αφαιρούσαν κάθε αμφιβολία, προσπαθούσαν με τον τρόπο τους να εξυπηρετήσουν την ανθρωπότητα εξασφαλίζοντάς της μια ατάραχη ζωή.

Όμως, όταν στα υπάρχοντα καθεστώτα δεν βλέπουμε παρά συστήματα κενά από κάθε νόημα, σάπια, ή νεκρά πρέπει να ανεχθούμε τους φόβους και τις επαναστάσεις, τα ξεσπάσματα χαράς απελπισμένης, που θα δοκίμαζε ένας ζωντανός άνθρωπος κλεισμένος σ ‘ένα λάκκο μαζί με νεκρούς ή ένας άνθρωπος λογικός υποχρεωμένος να ζει με τρελούς αναγκα­σμένος, για να αποφύγει την οργή των τρελών, να συμμερίζεται όλες τις τρέλες τους.

Η συνεχής αυτή αντίφαση, σε όλες τις μορφές του πολιτισμού μας και στις ιδέες μας, η υποχρέωση να διαβιούμε σε καθεστώτα που θεω­ρούμε ψεύτικα. Αυτό είναι που μας φέρνει στον πεσιμισμό. Να η αιμορροούσα πληγή της ανθρωπότητας. Στη σύγκρουση αυτή χάνουμε τη χαρά της ζωής και την επιθυμία ν ’αγωνισθούμε, αυτή είναι η πηγή της αρρωστημένης δυσθυμίας που σκοτώνει όλους τους ανεπτυγμένους ανθρώπους, σε όλες τις χώρες. Η λύση απ’ το σκοτεινό αίνιγμα της σύγχρονης πνευματικής καταστάσεως βρίσκεται σε αυτή σύγκρουση.

***

*  Aποσπάσματα από την 7η έκδοση (1927 – Εκδοτικός Οίκος Ι.Ν. Σιδέρης) του βιβλίου Τα κατά συνθήκη ψεύδη (1883) του Σίμων Ζούντφελτ (περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμο Mαξ Νορντάου) σε μετάφραση του Στ. Ι. Ζωγραφίδη.

Επιμέλεια: Γιώργος Κουτσαντώνης

Πηγή: respublica

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

5 CommentsΣχολιάστε

  • Μαξ Νορντάου, από τους ιδρυτές του σιωνιστικού κινήματος (Εβραϊκό Κράτος στην Παλαιστίνη), κάποτε δεν υπήρχε πάγκος σε πανηγύρι χωρίς να πουλιέται κι από μια φτηνή έκδοση από τα “Κατά Συνθήκην Ψεύδη”. Ποτέ δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τι του βρίσκανε. Γενικευτική, εκβιαστική και γενικά κακή γραφή, wholesale (το μωρό μαζί με τα νερά του μπάνιου) και χωρίς δομή (καλά κάνατε και το δημοσιεύσατε, θα μπορούσε να είναι στάχτες και διαμάντια το κείμενο αυτό, αλλά για την ώρα βρήκα μονάχα ένα ιδεολογικό μανιφέτο τρίτης ποιότητας, που δεν ξέρει ούτε το ίδιο “πού το πάει”).

  • Μάλλον καταλαβαίνεις κάτι. Ότι η γκρίνια για “εκφυλισμό” (Degeneration) είναι, εδώ, μια κατηγορία εβραϊκή, η οποία απευθύνεται στο σύνολο της εξέλιξης του Δυτικού Κόσμου στον μοντερνισμό, και η οποία, παράλληλα, αργότερα, ή και πριν, συνοδεύτηκε από μια “ανεστραμμένη” κατηγορία αντισημιτική, την οποία υιοθέτησε και ο Ναζισμός, με τα γνωστά αποτελέσματα – στα οποία ανήκει και η … επιτυχία του σκοπού του Σιωνισμού, δηλαδή η ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ. Αυτή η σχέση καθρεφτισμού, στο ιδεολογικό επίπεδο, τουλάχιστον, αν το ψάξει κανείς περισσότερο ιστορικά, είναι και το κύριο ενδιαφέρον στα κείμενα του μέτριου αυτού συγγραφέα, και ίσως ένας τρόπος να διεισδύσεις στα “νοήματά” του. Τέτοιου επιπέδου γραφίδα θα έμενε, σήμερα, να γράφει τις σκέψεις του στο … τουήτερ!

  • Α, ναι, είναι και αυτή η αίσθηση ότι το κάθε κομμάτι που διαβάζεις δεν προσθέτει τίποτε σ’ αυτό που έχεις διαβάσει ήδη. Είτε μισή παράγραφο έχεις διαβάσει, είτε όλη, είτε μισό κεφάλαιο, είτε όλο, είτε ένα, είτε περισσότερα, το ίδιο κάνει. Συνταγή για να σου μείνει το βιβλίο αδιάβαστο (αν το’ χεις!).

  • Γεια σου τιτανοτεράστιε sxoliasti άνοιξε μας τα μάτια αγόρι μου, δώσε μας τα φώτα της προχωρημένης σκέψης σου, δώσε μας όμως και τις παραπομπές από τα βιβλία που έχεις συγγράψει υπερλάμπρε διανοητή μας ή έστω δώσε μας κανένα κειμενάκι δικό σου να φωτιστούμε, εκτός αν τη βρίσκεις με το σχολιαστικό τρολάρισμα και μόνο…

  • Δημοσιεύω με άλλο όνομα, κύριε/κυρία “γιαγιέλια” μου (ορισμένα κείμενα και στο “Αντικλείδι”, αλλά δεν τα προσέξατε, και τα αφήσατε ασχολίαστα). Και ναι μεν κάνω σχολιασμό, σκέψεις που μπορεί να ενδιαφέρουν και τρίτους, και σε κείμενα άλλων, αλλά δεν κάνω “τρολάρισμα”. Και δεν καταλαβαίνω τι ενόχλησαν οι σκέψεις μου πάνω στον Νορντάου. Αν έχετε κάτι να πείτε πάνω στα “κατά συνθήκη ψεύδη”, ευχαρίστως να το διαβάσω και, αν αξίζει, να το σχολιάσω, να δημιουργηθεί ένας διάλογος.