Alice Miller – Το κακό παιδί – Ένα από τα αγαπημένα παραμυθία των επιστημόνων


Η εκ γενετής τυφλότητα ενός ανθρώπου είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα μη αναστρέψιμο γεγονός. Η συναισθηματική τυφλότητα, ωστόσο, την οποία θα περιγράψω, δεν είναι έμφυτη. Είναι η επίπτωση μιας απώθησης συναισθημάτων και αναμνήσεων που καθιστά τον άνθρωπο τυφλό απέναντι σε συγκεκριμένους συσχετισμούς στη μετέπειτα ζωή του.

Η τυφλότητα αυτή δεν είναι μη αναστρέψιμη, γιατί κάθε άνθρωπος μπορεί αργότερα να αποφασίσει να άρει την απώθηση. Φυσικά, εκείνες τις στιγμές θα χρειαστεί τη βοήθεια άλλων ανθρώπων, τους οποίους ωστόσο μπορεί να βρει αν είναι πραγματικά αποφασισμένος να αντιμετωπίσει καταπρόσωπο την αλήθεια.

Εάν κάποιος αδράξει την ευκαιρία ή όχι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς ήταν διαμορφωμένη η παιδική του ηλικία, εάν αυτή έμοιαζε με ένα απολυταρχικό καθεστώς, όπου εκτός από την κρατική αστυνομία δεν υπάρχουν άλλοι φορείς εξουσίας, ή εάν το αλλοτινό παιδί είχε κάποτε την ευκαιρία να βιώσει κάτι άλλο πέρα από βαναυσότητα, κι έτσι μπορεί πλέον, από την τωρινή του σκοπιά ως ενηλίκου, να ανακαλέσει αυτή την καλή εμπειρία.

To να έρθει κανείς αντιμέτωπος με την προσωπική του ιστορία δεν θεραπεύει μονάχα την τυφλότητα που διακρίνει το παιδί μέσα στον καθένα από εμάς, αλλά μειώνει και τους νοητικούς και συναισθηματικούς φραγμούς. Στο σημείο αυτό θα επανέλθω αργότερα, γιατί θέλω προηγουμένως να δείξω με παραδείγματα πώς λειτουργεί αυτή η τυφλότητα και πώς επηρεάζει τη σκέψη του ανθρώπου.

Το άρθρο μιας αμερικανικής εφημερίδας (Ann Jones, «Mothers Who Kill», The Newsday Magazine 19.10.1986) ερευνά μέσα σε αρκετές σελίδες το ερώτημα του τι μπορεί να οδηγήσει μια γυναίκα στο να σκοτώσει το παιδί της. Η πρόσφατη περίπτωση ενός φόνου που διαπράχθηκε σε ένα βρέφος οκτώ μηνών αποτελεί την αφετηρία για σκέψεις γενικής φύσης. Αρχικά περιγράφεται η κατάσταση:

Μια νεαρή γυναίκα είναι μόνη στο σπίτι με τον τρίχρονο γιο της και την κόρη της, που είναι οκτώ μηνών. Μόλις είχε μια δυσάρεστη τηλεφωνική συνομιλία με τον πατέρα της και τώρα θέλει να μιλήσει γι’ αυτό στην αδελφή της, αλλά το μωρό δεν την αφήνει να μιλήσει, ουρλιάζει ακατάπαυστα. Δεν μπορεί να ακούσει τη φωνή της αδελφής της, βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην απόγνωσή της και ξαφνικά αρχίζει να χτυπά με το ακουστικό το μωρό ώσπου αυτό να ησυχάσει. Έτσι γίνεται βρεφοκτόνος, παρ’ όλο που δεν σκότωσε εκ προθέσεως το μωρό. Το μόνο που ήθελε ήταν να απαλλαγεί από εκείνο το ανυπόφορο για την ίδια κλάμα.

Η συντάκτρια του άρθρου περιγράφει πόσο άσχημες καταστάσεις είχε υπομείνει η γυναίκα αυτή ήδη από την παιδική της ηλικία. Ο πατέρας ήταν αλκοολικός, και συχνά περιφερόταν στο σπίτι κρατώντας ένα μαχαίρι και απειλώντας να σκοτώσει τα δυο του κορίτσια. Τα ξυλοκοπούσε τακτικά και τα κακοποιούσε σεξουαλικά, όσο ήταν ακόμη μικρά. Μια φορά έσυρε το κορίτσι από το κρεβάτι του την ώρα που αυτό κοιμόταν και το κρέμασε από το νυχτικό του σ’ ένα καρφί στον τοίχο, όπου το άφησε για τρεις ώρες. Οι γονείς καβγάδιζαν εκείνη την ώρα και η μητέρα εγκατέλειψε τον πατέρα ενώ το κορίτσι ήταν κρεμασμένο από τον τοίχο.


Από αυτές τις περιγραφές είναι ήδη φανερό ποια βασανιστήρια χρειάστηκε να υποστεί η σημερινή παιδοκτόνος όταν ήταν παιδί. Αλλά και στη μετέπειτα ζωή της, αυτή η κοπέλα δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει αυτό που ήθελε πραγματικά, όπως για παράδειγμα να σπουδάσει. Έμενε διαρκώς έγκυος, δίχως να το θέλει, και δεν της δινόταν η άδεια να κάνει έκτρωση.

Ο ρόλος της μητέρας της επιβλήθηκε τόσο από τους ανώριμους συντρόφους της όσο και από τους γιατρούς, και στο τέλος θανάτωσε ένα από τα παιδιά της. Χαρακτηριστικό είναι ότι αυτό το έκανε ενόσω προσπαθούσε ματαίως να εκφράσει το αδιέξοδό της.

Ήθελε μέσω του τηλεφωνήματος να βρει ανακούφιση, πιθανότατα να διηγηθεί στην αδελφή της τι την έκανε να υποστεί πάλι ο πατέρας στο προηγούμενο τηλεφώνημα, αλλά τα ουρλιαχτά του μωρού την εμπόδιζαν να το κάνει. Της επέβαλλαν τον μητρικό ρόλο, στον οποίο εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί, καταδικάζοντας για άλλη μια φορά σε σιωπή την εξωτερίκευση της απόγνωσής της, όπως το είχαν κάνει και άλλοι τόσες και τόσες φορές. Όμως σε αυτή την περίπτωση, μπόρεσε να «αμυνθεί» στον πιο αδύναμο.

Αργότερα, στη φυλακή, έφερε στον κόσμο άλλο ένα παιδί, ενώ ακόμη δεν είχε βρεθεί στο περιβάλλον της ένα πρόσωπο που να αναζητήσει μαζί της τις αιτίες αυτής της άσκοπης τεκνοποιίας και καταστροφής. Ούτε το άρθρο δίνει απαντήσεις ως προς αυτές.

Η παιδική ηλικία που περιγράφεται στην αρχή γρήγορα λησμονιέται, ενώ απαριθμούνται μια σειρά από συνθήκες της ενήλικης ζωής της γυναίκας ως αιτίες αυτού του φόνου: οι σύντροφοι, οι άνδρες, η φτώχεια – όλοι αυτοί οι παράγοντες ευθύνονται εάν μια γυναίκα σκοτώσει το παιδί της, καταλήγει το άρθρο. Παρατίθενται απόψεις διαφόρων ειδικών, αναφέρονται ποικίλες θεωρίες, προτείνονται διάφορες λύσεις και προβάλλονται ερευνητικά προγράμματα προ-κειμένου να διερευνηθεί επιτέλους το ερώτημα πώς η κοινωνία οδηγεί ορισμένες γυναίκες να σκοτώσουν τα παιδιά τους.

Εκείνο που στην αρχή του άρθρου ήταν προφανές, πλέον έχει καταστεί ανεξιχνίαστο. Γιατί;

Για έναν πολύ απλό λόγο, ο οποίος στάθηκε καθοριστικός πιθανότατα και στην κατάπνιξη της αλήθειας από τον Σίγκμουντ Φρόιντ Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τον εαυτό μας ως παιδί, το οποίο κρέμεται με το νυχτικό του επί τρεις ώρες από τον τοίχο, και στο διάστημα αυτό η μητέρα του το εγκαταλείπει, αφήνοντάς το στο έλεος ενός μαινόμενου πατέρα, και στη συνέχεια ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε ποια συναισθήματα θα μας προκαλούσε κάτι τέτοιο.

Αρνούμαστε να το κάνουμε, γιατί μια τέτοια προσπάθεια ανακαλεί στη μνήμη μας παρόμοιες καταστάσεις, τις οποίες δεν θέλουμε με τίποτα να μας θυμίζουν. Τι μπορεί να κάνει ένα παιδί όταν αφήνεται μόνο του με το φόβο και τον πανικό του, την ανίσχυρη οργή του, την απόγνωση και τον πόνο; Ούτε να κλάψει δεν μπορεί, πόσω μάλλον να φωνάξει, εάν δεν θέλει να το σκοτώσουν.

Η μοναδική δυνατότητα να απαλλαγεί από αυτά τα συναισθήματα είναι να τα απωθήσει. Η απώθηση όμως είναι σαν την κακή νεράιδα του παραμυθιού. Θα βοηθήσει εκείνη τη στιγμή, αλλά το αντίτιμο για αυτή τη βοήθεια θα έρθει να το εισπράξει αργότερα. Η ανίσχυρη οργή αναβιώνει, όταν το παιδί αυτό φέρει στον κόσμο το δικό του παιδί, κι εκεί μπορεί επιτέλους να ξεσπάσει, για άλλη μια φορά εις βάρος ενός ανίσχυρου πλάσματος.

Όταν ένα παιδί αναγκάζεται να διοχετεύσει όλες του τις ικανότητες και την ενέργειά του στη διαδικασία της απώθησης, κι όταν επιπλέον δεν έχει ποτέ του βιώσει πως κάποιος το αγαπάει και το προστατεύει, τότε αυτό το παιδί δεν θα είναι σε θέση ούτε αργότερα να προστατέψει τον εαυτό του και να οργανώσει τη ζωή του με έναν λογικό και εποικοδομητικό τρόπο. Θα εξακολουθήσει να βασανίζεται μέσα σε καταστροφικές σχέσεις, θα συνδέεται με ανεύθυνους συντρόφους και θα υποφέρει από αυτούς, δίχως να μπορεί να αντιληφθεί ότι στην αρχή όλων αυτών των δεινών βρίσκονται οι δικοί του γονείς και άλλοι παιδαγωγοί.

Η διαδικασία της απώθησης που έφερε εις πέρας στο παρελθόν κάνει αδύνατη αυτή τη συνειδητοποίηση, δρώντας αυτή τη φορά ενάντια στα συμφέροντα του ενήλικου πλέον ατόμου. Ό,τι είχε απαγορεύσει στον εαυτό του να αντιληφθεί ως παιδί, προκειμένου να επιβιώσει, στις περισσότερες περιπτώσεις θα παραμείνει μια απαγορευμένη γνώση για όλη του τη ζωή.

Η σωτήρια λειτουργία της απώθησης στην παιδική ηλικία μετουσιώνεται αργότερα, στον ενήλικο, σε μια δύναμη καταστροφική για τη ζωή. Γιατί εάν η μητέρα, που έγινε τελικά βρεφοκτόνος, είχε τη δυνατότητα να βιώσει συνειδητά το μίσος απέναντι στον πατέρα της, δεν θα χρειαζόταν να απωθεί τα συναισθήματα των παιδικών της χρόνων, και δεν θα έκανε τελικά φόνο. Θα γνώριζε σε ποιον απευθύνεται το μίσος της, όταν βρέθηκε σε απόγνωση κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος, και δεν θα επέτρεπε να πληρώσει το παιδί της το τίμημα για αυτό.

Η άλλοτε αναγκαία συναισθηματική της τυφλότητα την έκανε βρεφοκτόνο, και η τυφλότητα όλης της κοινωνίας συμβάλλει ώστε αυτή η γυναίκα να μη βρει ποτέ βοήθεια. Γιατί ακόμη και ύστερα από πολλά χρόνια στη φυλακή ή έπειτα από πολλά χρόνια μιας ψυχοθεραπείας με αναμορφωτικό πνεύμα, δεν θα ελευθερωθεί από το λανθάνον μίσος για τον πατέρα της και το φόβο που της είχε προκαλέσει όταν ως παιδί που έκλαιγε έπρεπε να τιμωρηθεί.

Διατρέχει τον κίνδυνο να επαναλάβει το έγκλημα που έκανε και να θανατώνει ξανά και ξανά το παιδί που ουρλιάζει, το οποίο η ίδια δεν επιτρεπόταν ποτέ να είναι, όσο η κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των ψυχοθεραπευτών, κυριαρχείται από το φόβο να αμφισβητήσει τους γονείς.

***

Alice Miller – Η απαγορευμένη γνώση

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -