Βασίλι Μπικόφ – Η Σκυτάλη


ΕΠΕΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΑΠΑΛΟ χώμα πίσω από το λαχανόκηπο. Δεν πρόλαβε να κάνει ούτε δέκα βήματα μέχρι το τρυπημένο από τα θραύσματα άσπρο σπιτάκι με την καταστραμμένη χελωνίσια σκεπή του — το χθεσινό «σημείο προσανατολισμού».

Πριν κάμει τα βήματα αυτά, έσκισε το χιτώνιο, πέρασε μέσα από το φράχτη του καταπράσινου λαχανόκηπου, απ’ όπου φαίνονταν μέσα στο απριλιάτικο πρωινό να βουίζουν και να πετούν οι μέλισσες και οι άνθρωποι να τρέχουν προς τα ακρινά σπιτάκια, κουνώντας τα χέρια τους και φωνάζοντας:

—           Αριστερά, στη λουθηριανή εκκλησία!!!

Ύστερα πήδηξε, φυσούσε δυνατός αέρας και τον χτυπούσε στο κεφάλι και πετώντας το πιστόλι του έπεσε μπρούμυτα πάνω στο ζεστό απαλό χώμα.

Ο λοχίας Λεμέσενκο, φοβισμένος και αναμαλλιασμένος με σηκωμένο ψηλά τ’ αυτόματό του, έτρεχε πλάι στο συρματόπλεγμα και παραλίγο να πέσει πάνω στον ξαπλωμένο διμοιρίτη του. Στην αρχή παραξενεύτηκε, που έπεσε τόσο απροσδόκητα και σε ακατάλληλη ώρα, ύστερα όμως τα κατάλαβε όλα. Ο ανθυπολοχαγός πάγωσε, βάζοντας το ολόξανθο κεφάλι του πάνω στο σκαμμένο χώμα, σφίγγοντας το ένα του χέρι στο στήθος και τεντώνοντας το άλλο. Οι μέλισσες φοβισμένες πετούσαν πάνω από το ακίνητο πρόσωπό του.

Ο Λεμέσενκο δε σταμάτησε, έσφιξε μόνο τα χείλη του και φώναξε:

—           Διμοιρία, αριστερά! Στη λουθηριανή εκκλησία! Ε, στη λουθηριανή εκκλησία!!!

Τη διμοιρία όμως δεν την έβλεπε, δυο δεκάδες αυτόματα είχαν φτάσει κιόλας στον ξύλινο φράχτη, στους λαχανόκηπους και στα σπιτάκια και μπήκαν στη σκληρή μάχη. Δεξιά από το λοχία, ακριβώς απέναντι στη γειτονική αυλή, φαινόταν το μαυριδερό κουρασμένο πρόσωπο του πολυβολητή Νατούζνι και κάπου πλάι του φάνηκε για μια στιγμή ο νεαρός ξανθομάλλης Ταράσοφ. Οι άλλοι πολεμιστές της διμοιρίας του δε φαίνονταν, αλλά από το κροτάλισμα των αυτόματων ο Λεμέσενκο τους ένιωθε κάπου δίπλα του.

Ο λοχίας κρατώντας οπλισμένο το αυτόματό του πέρασε δίπλα από το σπιτάκι με τα σπασμένα τζάμια και την γκρεμισμένη σκεπή. Μέσα του θρηνούσε για το νεκρό διοικητή του, που τη φροντίδα για τη διμοιρία, τη σκυτάλη, την πήρε ο ίδιος — να στρέψει τη διμοιρία με μέτωπο προς την εκκλησία. Ο Λεμέσενκο δεν είχε σαφή αντίληψη, γιατί ακριβώς προς την εκκλησία και όχι σε άλλη κατεύθυνση, όμως η τελευταία διαταγή του διοικητή ήταν ρητή και την οδήγησε στη νέα κατεύθυνση.


Από το σπιτάκι στο στενό τσιμεντένιο μονοπατάκι έφθασε τρέχοντας ως την αυλόπορτα. Από κει και πέρα υπήρχε μια στενή πάροδος. Ο λοχίας κοίταξε προς τη μια και προς την άλλη μεριά. Από της αυλές έτρεχαν οι πολεμιστές και κοίταζαν προς τα πού να κατευθυνθούν. Μόλις βγήκε από την αυλή ο Αχμέτοφ και είδε το διοικητή του έτρεξε και τον έφθασε. Κάπου ανάμεσα στους λαχανόκηπους, τα μαύρα μεμονωμένα σπιτάκια, έσκασε μια νάρκη, δίπλα από την απότομη σκεπή, τρυπημένη από τα θραύσματα, πετιόνταν και έσπαζαν τα κεραμίδια.

—            Αριστερά! Στην εκκλησία!!! φώναξε δυνατά ο λοχίας και έτρεξε πρώτος πλάι στο συρματόπλεγμα, ψάχνοντας να βρει διέξοδο. Μπροστά, ανάμεσα στα ψηλά δέντρα, φαινόταν η άσπρη εκκλησία — ο νέος προσανατολισμός της επίθεσης.

Στο μεταξύ εμφανίζονταν οι αυτοματιστές ο ένας πίσω από τον άλλο, εμφανίστηκε και ο μικρός, άγαρμπος, με στραβά πόδια πολυβολητής Νατούζνι και πίσω του ο νεοσύλλεκτος Ταράσοφ, που από το πρωί ακολουθούσε σταθερά τον έμπειρο ηλικιωμένο πολεμιστή. Από κάποια γειτονική αυλή πετάχτηκε ο κουρασμένος Μπάμπιτς με ανάποδα φορεμένο το δίκοχό του. «Δεν μπορούσε να βρει άλλο πέρασμα, ο κουτός» — συλλογίστηκε ο λοχίας, όταν τον είδε να πετάει από το φράχτη το αυτόματό του και ύστερα να βαδίζει τεμπέλικα και άγαρμπα για να το πάρει.

—           Προς τα δω, προς τα δω έλα! του κούνησε τα χέρια ο λοχίας, θυμωμένα, γιατί ο Μπάμπιτς, σηκώνοντας το αυτόματο, άρχισε να τινάζει τα λερωμένα γόνατά του. — Γρήγορα, γρήγορα!

Οι αυτοματιστές τελικά κατάλαβαν τη διαταγή και αφού βρήκαν περάσματα, χώθηκαν μέσα στις αυλές των σπιτιών πίσω από τα οικοδομήματα. Ο Λεμέσενκο έτρεξε πάνω στην ασφαλτοστρωμένη αυλή, που όπως φαινόταν, ήταν γκαράζ. Τον ακολούθησαν οι άμεσοι βοηθοί του: Αχμέτοφ, Νατούζνι, Ταράσοφ και τελευταίος ο Μπάμπιτς λιγάκι φοβισμένος.

—           Ο ανθυπολοχαγός σκοτώθηκε! τους είπε δυνατά ο λοχίας, κοιτάζοντας τη διάβαση, δίπλα στο άσπρο σπίτι.

Αυτή τη στιγμή από κάπου ψηλά και κοντά ακούστηκε ριπή και οι σφαίρες χτύπησαν πάνω στην άσφαλτο. Ο Λεμέσενκο έτρεξε και κρύφτηκε κάτω από τον τσιμεντένιο τοίχο, που τον προστάτευε η αυλή, τον ακολούθησαν και οι βοηθοί του, όμως ο Αχμέτοφ μπερδεύτηκε, πιάστηκε από το παγούρι που είχε κρεμασμένο στη ζώνη του, πετάχτηκε το βούλωμά του και χύθηκε το νερό.

—           Σκυλιά! .Πού βρέθηκαν αυτά τα χιτλερόσκυλα τα καταραμένα…

—           Από την εκκλησία — είπε ο Νατούζνι, κοιτάζοντας μέσα από τα κλαριά των δέντρων προς την κορυφή. Στο στενοχωρημένο και βλογιοκομμένο πρόσωπό του φάνηκε η ανησυχία.

Πίσω από το γκαράζ υπήρχε μια αυλόπορτα με συρματένιο σύρτη. Ο λοχίας έβγαλε τη φινλανδική κάμα και με δυο χτυπήματα έκοψε το σύρμα. Έσπρωξαν την πόρτα και βρέθηκαν κάτω από τις πυκνές φτελιές ενός παλιού πάρκου και έπεσαν σε ενέδρα. Ο Λεμέσενκο έριξε με το αυτόματο και στη συνέχεια ακούστηκαν οι ριπές των αυτόματων του Αχμέτοφ και του Ταράσοφ — ανάμεσα στα σκληρά κούτσουρα έφευγαν άτακτα οι πράσινες λιγνές σιλουέτες του εχθρού. Κοντά, πίσω από τα δέντρα, φαινόταν η πλατεία και πίσω απ’ αυτή υψώνονταν ως τον ουρανό η λουθηριανή εκκλησία. Προς τα κει έτρεχαν και πυροβολούσαν οι Γερμανοί.

Σε λίγο όμως ο εχθρός τους είδε και άρχισε να τους ρίχνει ριπές αυτόματων και πολυβόλων. Οι σφαίρες έπεφταν πάνω στον τσιμεντένιο τοίχο και στα σωριασμένα κούτσουρα. Έπρεπε να φύγουν, να κινηθούν προς τα μπρος, προς την εκκλησία, κυνηγώντας τον εχθρό, να μην τον αφήσουν να ξεφύγει, να τον συντρίψουν, όμως ήταν λίγοι και ο εχθρός, όπως φαινόταν, είχε περισσότερες δυνάμεις. Ο λοχίας κοίταξε δεξιά, καμιά κίνηση δεν αντιλήφθηκε στο πάρκο. Όλα ήταν ήσυχα. Μαύριζαν μόνο τα σωριασμένα κούτσουρα, απ’ όπου πριν από λίγο είχαν φύγει άτακτα οι Γερμανοί. Πέρα όμως από το πάρκο, στις αυλές και τους λαχανόκηπους, πίσω από τους φράχτες φαίνονταν άνθρωποι ανήσυχοι και τρομοκρατημένοι. Τα πολυβόλα χτυπούσαν πάνω στον τοίχο και στη σκεπή του γκαράζ, οι πολεμιστές ξάπλωσαν πάνω στο μικρό ανοιξιάτικο χορτάρι και έριχναν αραιές ριπές. Ο Νατούζνι κοίταξε να ρίξει, όμως δεν, έβλεπε κανένα, οι Γερμανοί κρύφτηκαν πίσω από την εκκλησία και τα πυρά τους κάθε λεπτό δυνάμωναν.

Ο Αχμάτοφ, που ήταν ξαπλωμένος πλάι του, κοντανάσαινε και κοίταζε το λοχία. «Λοιπόν, τι θα κάνουμε τώρα;» ρωτούσε με τη ματιά του και ο Αεμέσενκο έπιασε τη σκέψη του, κοίταξε τριγύρω και ήθελε να βεβαιωθεί αν πέτυχε η επίθεση της διμοιρίας από τη μεριά του πάρκου.

Γύρισε το κεφάλι του και προσπάθησε να δει κάποιον από τη διμοιρία του ζωντανό — η πλατεία και ο ουρανός στριφογύριζαν στο θολωμένο του μυαλό και όταν σταμάτησαν είδε την εκκλησία, που οι πολεμιστές της διμοιρίας του είχαν επιτεθεί χωρίς αυτόν. Τώρα στο μέρος αυτό δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, όμως από τις πόρτες της, άγνωστο γιατί, έβγαιναν βιαστικά οι αυτοματιστές και έτρεχαν προς τη γωνία. Ο λοχίας άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε να δει καλύτερα τι συμβαίνει. Προσπάθησε να δει τον Νατούζνι ή τον Αχμέτοφ, όμως δεν υπήρχε ούτε ο Νατούζνι, ούτε ο Αχμέτοφ, ύστερα είδε τον Ταράσοφ να τρέχει μπροστά απ’ όλους. Αυτός ο νεαρός πολεμιστής, ο άπειρος ακόμα, πέρασε σβέλτα το δρόμο, ύστερα σταμάτησε και κούνησε σε κάποιον τα χέρια του: «Προς τα δω, προς τα δω!» και χάθηκε μέσα στο ψηλό κτίριο της εκκλησίας.

Από πίσω του έτρεχαν οι πολεμιστές, η πλατεία ερήμωσε. Τότε ο λοχίας αναστέναξε για τελευταία φορά και σώπασε για πάντα. Άλλοι τώρα πήραν τη σκυτάλη της μάχης και της νίκης…

Βασίλι Μπικόφ – “Ανθολογία σοβιετικού διηγήματος” 1959   Μόσχα, «Λογοτεχνικές εκδόσεις» 1982

Ο Βασίλι Μπικόφ ήταν ένας διακεκριμένος Λευκορώσος συγγραφέας καθώς και κοινωνικός ακτιβιστής. Κυριότερο θέμα της συγγραφής του αποτέλεσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η τραυματική επίδραση του στους ανθρώπους.

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -