Ο δάσκαλος Νταπτάς


Φροντίδα μαρτυρούσε η όψη του δασκάλου. Του Νταπτά. Σκέψεις τον τυραννούσαν. Επιθυμούσε να μεταδώσει στους μαθητές του, όλα όσα του είχε πει χτες ο ιερωμένος, αυτός ο νέος, αυτός που είχε έρθει από το Αγιον Όρος, αυτός που έμενε προσωρινά στη μονή Πετράκη, κοντά στον Ηγούμενο.

– Θα τα πω… θα τα πω όλα στα παιδιά, μονολογούσε ο δάσκαλος. Θα τα καταλάβουν όμως; Πώς να τα πω ώστε να χαραχτούν καλά στο μυαλό τους,

Συλλογιζόταν. Και βάλθηκε να ετοιμάζει τις τάξεις του Σχολείου, καταμεσής στο δρόμο για το σχολείο. Τοποθετούσε έτσι τις κοτρόνες, ώστε να ξεχωρίζει η πρώτη τάξη από τη δεύτερη. Η δεύτερη, από την τρίτη. Και μόνο να ξεχωρίζει; Να είναι και κάπως μακριά η μια τάξη από την άλλη, μακριά, δηλαδή να μην μπορούν τα διαβολάρια να κάνουν τις αταξίες τους.

— Κάθε τάξη, και το διαβολάρι της, μονολογούσε ο δάσκαλος. Εκείνος ο Πρόδρομος της δεύτερης! Σωστός εξαποδός, συγχώρεσέ με, Κύριε! Να τον βάλεις από την αριστερή μεριά, πειράζει τα παιδιά της τρίτης. Από τη δεξιά: Ε! Πειράζει τα παιδιά της πρώτης. Μετατόπιζε τις κοτρόνες ο δάσκαλος.

— Και δε μου πάει η καρδιά να το δείρω, το πιο έξυπνο παιδί! Το καλύτερο! Το πιο φτωχό. Τσελιώτισσα η μάνα του Πρόδρομου. Στην αυλή της Εκκλησίας, το σπιτικό της, σ’ ένα από τα κελιά όπου έμεναν οι πάμπτωχες. Οι άστεγες γυναίκες. Ο Πρόδρομος έκανε θελήματα.

Τοποθέτησε λοιπόν ο δάσκαλος τις κοτρόνες, τη μια πίσω από την άλλη. Στη γραμμή πέντε κοτρόνες. Άλλη μια γραμμή, άλλες πέντε κοτρόνες. Κι έτοιμες οι τρεις τάξεις, εκεί, στο δρόμο, πάνω στο χώμα. Στο δρόμο, πάνω στο χώμα το Σχολείο. Στο δρόμο, πάνω στο χώμα, και το ραφτάδικο του Νταπτά.


Και πάνω στα χώματα, στο δρόμο, άπλωσε, όπως κάθε μέρα τη γιδοπροβιά, κάθισε σταυροπόδι, άνοιξε το μπογαλάκι που είχε αποθέσει δίπλα, έβγαλε από το ζωνάρι του ένα τυλιγάδι, έκανε το σταυρό του, και άρχισε να ράβει, και πάμπολλα να λέει μέσα του.

__ … ναι, ναι, πρέπει να πω στα παιδιά τα όσα άκουσα από τον ιερωμένο. Μα για να τα καταλάβουν καλά, θα πρέπει να μιλήσω στη γλώσσα τους; Μ’ αύτη τη γλωσσά εγώ δεν τη θέλω, αύτη τη γλώσσα την ανακατεμένη με τα τούρκικα! Ταράζομαι όταν την ακούω. Βλέπεις κοντά στον κάλφα μου που έμαθα την τέχνη, έμαθα και να μιλώ σωστά, Κωνσταντινουπολίτης, βλέπεις αυτός, σωστά ελληνικά μιλούσε, και στην τέχνη του, άσσος!

Έραβε ο Νταπτάς. Έραβε και μονολογούσε.

– Μα  το σπουδαίο δεν είναι να μιλούν τα παιδιά σωστά τη γλώσσα, θέλω να πω, δε γίνεται, αφού δεν την ακούν γύρω τους. Το σπουδαίο είναι να μάθουν την Ιστορία τού τόπου, να είναι υπερήφανα για την πατρίδα τους. “Όσο για τη γλώσσα, μ αυτή θα καθαριστεί, πρώτα ο Θεός, μόλις ελευθερωθούμε και  θα φύγουν οι Τούρκοι.

Έραβε ο δάσκαλος. Οι μαθητές, φτωχόπαιδα της γειτονιάς, έρχονταν νωρίς, πάντα σχεδόν με το δάσκαλο, αυτές όμως τις μέρες είχε συστήσει στα παιδιά να έρχονται αργότερα, μόλις δηλαδή ακουστεί ό έμπορος. Είχε βιαστική δουλειά ο Νταπτάς. Έραβε το καφτάνι του δημογέροντα, του Βρανά.

Έραβε. Μιλούσε μέσα του.

Να τι θα πει να έχεις παράδες. Μόλις πέντε χρόνια έχουν κυλήσει πού του έραψα καφτάνι.. Πέντε και κάτι μήνες. Μόλις. Και τώρα; “Άλλο ρούχο! Καινούργιο! Έραβε. Συλλογιζόταν.

Καημός του, τα παιδιά. Να καμαρώνουν για τον τόπο τους ήθελε. “Όχι να νιώθουν ταπεινωμένα, επειδή σκλαβώθηκε η πατρίδα. Ο Τούρκος αφέντης στα χώματά της.

Το ότι η Αθήνα ήταν κάποτε, στα παλιά-παλιά χρόνια τρανή, το ήξεραν; όλα; Και της πρώτης; Ε, ναι. Και της πρώτης τάξης. Σίγουρα!

Ότι στα μετέπειτα χρόνια η Αθήνα, και όλη η Στερεά Ελλάδα, και όλη η Πελοπόννησος, και όλα τα νησιά αποτελούσαν χώρες της μεγάλης Αυτοκρατορίας που λεγόταν Βυζαντινή, το είχαν καταλάβει; Της Τρίτης τάξης και βέβαια το είχαν καταλάβει. Της Δεύτερης όμως και της πρώτης;

Μόνος του ρωτούσε, μόνος του απαντούσε ο δάσκαλος.

— Ναι. Ναι. Το κατάλαβαν. Έξυπνα είναι. Και μια – μια τις είχα ονοματίσει τις χώρες οπού κυριαρχούσε αυτή  η Αυτοκρατορία, η Βυζαντινή, και μια – μια τις είχα διαβάσει από το χαρτάκι…

Ψάχτηκε στον κόρφο του. Ναι. Εδώ ήταν το χαρτάκι.

Έραβε. Σκεφτόταν.

… και την πήραν οι Φράγκο», την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Και την ξαναπήραν οι Βυζαντινοί. Μα την χάσαμε για δεύτερη φορά την Κωνσταντινούπολη. Μάς την πήραν οι Τούρκοι. Έραβε, σκεφτόταν. Πότε χαμογελούσε το στόμα του, πότε έσμιγαν τα φρύδια του. Κι ένιωσε κάποιον να του πιάνει τον ώμο. Γύρισε απότομα το κεφάλι του.

— Α! Εσύ είσαι, κιουρά Χιουρέμ;

— Κιμασί, γείτονα, τού είπε αύτη, για μπιλίρσουν ντάπαθα;

Όχι, όχι. Δεν είχε καιρό ν’ ακούσει τι είχε πάθει η κιουρί Χιουρέμ, η  γειτόνισσά του. Με τρόπο την απόδιωξε. Της είπε να πάει στη γυναίκα του, να πει τα νέα. Μόλις απομακρύνθηκε η Τουρκάλα, ξανάρχισε η βελόνα του ράφτη ν’ ανεβοκατεβαίνει, ξανάρχισε και ο ίδιος να συλλογίζεται.

— Οι Τούρκοι μας σκλάβωσαν, έλεγε μέσα του. Όμως μιλούν τη γλώσσα μας, με λίγα τούρκικα. Όχι εμείς τη δική τους. Ε ! Κάποιο κέρδος κι αυτό.

Πάσχιζε για τη γλώσσα ο Νταπτάς. Πάσχιζε, όχι μονάχα να μη μεταχειρίζονται οι μαθητές του λέξεις τούρκικες, μα να λένε σωστά τις ελληνικές. Να μη λένε «γκαϊβές». Να μη λένε «κιουρά», να λένε «κυρά». ’’Όχι «παπούκια», άλλα παπούτσια. Σκοινί, όχι «σχουνί». Γέρος, όχι, «γηραίος».

—  … και τί γίνεται τάχα; Μόλις φύγουν από δω, τα ξεχνούν όλα αυτά. Μα πώς το λέει το Ευαγγέλιο; «Και εξήλθαν ο σπειρών… και εγένετο εν τω σπείρειν ο μεν έπεσεν επί την οδών και ήλθαν τα πετεινέ και το κατέφαγαν… άλλο έπεσεν επί το πετρώδες… και άλλο εις τας ακάνθας… και άλλο έπεσεν εις την Γιν την καλών». Που θα πει, ο καθένας να κάνει το καθήκον του και να σκέφτεται την Γιν την καλών. ‘Όμως, ψύλλοι στ’ άχυρα αυτά που πασχίζω για τη γλώσσα. Να ελευθερωθούμε, και όλα θα σιάξουν, αμήν Παναγιά μου. Την ‘Ιστορία όμως πρέπει να την μάθουν τα παιδιά, την ‘Ιστορία του τόπου τους. Να! Λέγω κι εγώ όσα ξέρω. Αυτά πού ξέρω.

Κι ακούστηκε δυνατή, τραγουδιστή φωνή.

— Βιλόνιιις… καρφουβιλόνιιις… γυαλιά για τα μάτιααα!…

Ήταν ο «έμπορος». Στεκόταν, διαλαλούσε, και πάλι ξανάρχιζε να βηματίζει.

Και σαν να ήταν το σύνθημα η φωνή αύτη, το ρολόι σαν να ήταν πού χτύπησε την ώρα, ξετρύπωσαν λες από τη Γή τα παιδιά, με τη φυλλάδα το καθένα στο χέρι, τρεχάλα, και νάτα στο σχολειό τα μαθητούδια, «καλημέρα, δάσκαλι!» κι άφηνε ένα – ένα μερικά πετραδάκια στο δασκαλο, απανω σ εκείνο το απλωμένο πανί, και καθόταν στη θέση του.            ,

Ο δάσκαλος έριξε τη ματιά του στους μαθητές του — θερμή ματιά, άλλα και αυστηρή — τούς κοίταξε καλά – καλά. Και άρχισε το μάθημα. Ανάγνωση, τα παιδιά της πρώτης. Ενώ της δεύτερης και της τρίτης αντέγραψαν την πρόταση πού είχε γράψει ο δάσκαλος σ’ ένα κομμάτι χοντρόχαρτο. «Πρέπει να μιλώ σωστά». Και άρχισε το μάθημα της ανάγνωσης, με τον Μέτρο, της Πρώτης.

— Αλφα με το άλφα κάνει ά. ‘Άλφα με το βήτα, άβ. Άλφα – γάμα, άγ. Άλφα -δέλτα, άδ.

— Καλά. Μπράβο, έκανε ο δάσκαλος. Ο άλλος.  Κι άρχισε ο επόμενος, η φωνή του όλο και πιο μουρμουριστή, παραπονεμένη.

— Άλφα – έψιλον… έψιλουν… έψιλουν- έψιλουν… άλφα, άλφα…

Και πήρε τέλος φόρα ο μαθητής, και τσίριξε θριαμβευτικά:

— Άλφα – έψιλουν κάν’ άλφα εψιλουν, δάσκαλι! Τόνιουσα!

Και τότε ήταν που χαχάνισαν και γέλασαν και ξεκαρδίστηκαν και οι τρεις τάξεις, άλλα και τότε ήταν που σήκωσε απότομα ό δάσκαλος τα μάτια του από τη ραφτική και είδε όρθιο το Γιάννο της Τρίτης τάξης. Στητός. Κουνούσε χέρια και ποδάρια. Λιγωμένος στα γέλια. Κι έριξε μια φωνάρα.

— Άλφα – έψιλουν κάν’ αέ! Ρέ! Ξικαπίστρουτου γαδούρ!          ,

Δεν έχασε ο δάσκαλος στιγμή. Το χέρι του, στα πετραδάκια. Υσάφ! Και τα δέχτηκε ο Γιάννος κατάστηθα και κατάμουτρα και όμορφα – όμορφα ξανακάθισε στη θέση του, και απόλυτη ήσυχια στις τάξεις, κι άρχισε να διαβάζει ο τρίτος στη σειρά μαθητής

— Αλφα – έψιλουν αέ, άλφα  ζήτα άλφα – ήτα…

— Ο άλλος, φώναξε ο δάσκαλος. Ο άλλος ξεροκατάπιε, μια – δύο φορές, κι άρχισε να μουρμουρίζει.

— Ήνταν… ήνταν… άλφα… άλφα – άλφα, τι ήνταν; Δε ξέρου… Και δυνατά και με αγανάκτηση.

— Μά ποιος ήνταν, δάσκαλι! Που ήνταν; Ποιος; Και σαν είδε τους άλλους γύρω του και δίπλα του με την παλάμη στο στόμα, από φόβο μην τους πιάσουν τα χάχανα, έβαλε τα ψευτοκλάματα, και μουρμούριζε:

— Ηνταν… ήνταν… άλφα – άλφα… δεν μπουρώ, δάσκαλι! Αρρώστηκα… αρρώστηκα… η τζουλιάμ πουνεί… αχ… αχ…

Τα παιδιά, γουρλωμένα τα μάτια τους μην ξεμπουκάρουν τα χάχανα, ο δάσκαλος αμίλητος, και στα γρήγορα και στα πεταχτά, έριξε δύο – τρεις πετρούλες, όποιον πετύχει, και φώναξε, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το ράψιμο.

— Λέγε, Πρόδρομε, πως έπρεπε να το πει;        Και ο Πρόδρομος, καμπανιστή η φωνή του.

— Αρρώ-στη-σα-δά-σκα-λε- η -κοι-λια- μου-πονεί !…

—  Όλοι μαζί! διάταξε ο δάσκαλος.

Και τσίριξαν τα παιδιά.

— Αρ-ρω-στη-σα-δα-σκα-λε- η -Κοι-Λία-μου-Πο-νεί!…

Έτσι, πότε με τα πετραδάκια που δέχονταν οι μαθητές κατακέφαλα, πότε με τη βοήθεια του Θεού, τελείωσε η ανάγνωση του Αλφάβητου.

Και τώρα, Ιστορία.

— Παιδιά μου, άρχισε ο δάσκαλος, το διάβασμα το μαθαίνετε και υστερότερα. Την Ιστορία τού τόπου μας πρέπει να μάθετε. Είναι μια Ιστορία όλο δόξα! Και πρέπει να νιώθετε υπερήφανοι για τον τόπο σας. Όχι να ντρέπεστε επειδή είμαστε σκλαβωμένοι.

Και πετάχτηκε ο Νικολής της Τρίτης τάξης.

— Δάσκαλι! Ιγώ νιώθου υπηρηφανους!

Μα του ναι! Δε μι νοιάζ που είμαστιν σκλαβουμέν’. Ιτς! Τίπουτα! Θα διώξουμε τσ Τούρκ’ κι θα είμαστιν πάλι ούλου δόξα! Ούλου μιγαλείου! Χειρονομούσε με το ένα χέρι, με το άλλο το βρακί του κρατούσε, ωχ! Αν του έπεφτε. Τότε;  Ωχ! Να κι ένας αφαλός λιγδιάρης.

Ο δάσκαλος κοίταξε τον Νικολό, έσιαξε τα γυαλιά του και τον ξανακοίταξε, αναστέναξε, έψαξε στα σύνεργά του, τα δάχτυλά του τσάκωσαν ένα κουρελάκι στενόμακρο, το πέταξε στο Νικολό.

— Συμμάζεψε τη βράκα σου, του είπε.

Κι άρχισε ο δάσκαλος το μάθημα, ενώ ανεβοκατέβαινε η βελόνα του, όλο γνώση. Για την Κωνσταντινούπολη έλεγε.

—… την χάσαμε, εδώ και πάνω από τριακόσια χρόνια. Οι Τούρκοι μάς την πήραν. Την κατέχουν ακόμα. Η δεύτερη φορά πού την χάναμε. Την πρώτη, εδώ και πάνω από εξακόσια χρόνια, μάς την είχαν πάρει οι Φράγκοι. Έ! Τότε ήταν η μεγάλη καταστροφή. Οι φωτιές που έβαζαν αυτοί. Οι Φράγκοι! Χριστιανοί είναι οι Φράγκοι. Όχι αλλόθρησκοι όπως οι Τούρκοι. Και όμως! Μάς τσαλαπάτησαν, μάς περιφρόνησαν, μάς κατασκότωσαν χειρότερα και από τους Τούρκους.

—  Τσσ… τσσ… τσσ… μουρμούρισε ένα στόμα.

—  Τσου… τσου… τσου… μουρμούρισαν όλα τα στόματα, και το σκολειό, και το ραφτάδικο, και το δρομάκι, κι εκείνη εκεί η αγριελιά στην άκρη του. Και ξανάρχισε ο δάσκαλος να λέει.

—  Ναι, λοιπόν και τότε ήταν πού έφεραν οι Φράγκοι μέσα στο Ναό της Αγίας Σοφίας γαϊδούρια και μουλάρια… Κάρφωσε τη βελόνα του ο Νταπτάς, πήρε από τα μάτια του τα γυαλιά του, σταυροκοπήθηκε. Σταυροκοπήθηκαν και οι μαθητές

— Ήμαρτον Σε, Κύριε, μουρμούρισε.

— Ήμαρτον Σε, Κύριε, μουρμούρισαν και οι μαθητές.

Και ξανάρχισε ό δάσκαλος να λέει.

— Το καταλαβαίνετε, παιδιά μου; Γαϊδούρια και μουλάρια σε Ναό του Κυρίου; Και ξεκολλούσαν αυτοί οι Φράγκοι τα χρυσάφια και τις πέτρες τις ακριβές από τοίχους και πόρτες, καταστόλιστη, παιδιά μου η Εκκλησία, και τα φόρτωναν στα ζώα, καντηλέρια, δισκοπότηρα, εικόνες, όλα χρυσά και ασημένια, όλα στα κοφίνια των μουλαριών και τα κουβάλησαν στις δικές τους χώρες. Αναστέναξε ο δάσκαλος. ’Αναστέναξαν και οι τρεις τάξεις. Και ξανάρχισε αυτός να λέει.

— Μοιράστηκαν το βίο μας. Μοιράστηκαν τη Γη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που άρχιζε… Κοντοστάθηκε. Το χέρι του προς τα πάνω, βελόνα, κλωστή. Άφωνες οι τάξεις, ακίνητες, τον κοίταζαν με μισάνοιχτο στόμα .Σκεφτόταν ο δάσκαλος. Και βρήκε αυτό που ήθελε να πει.

— Παιδιά μου! Ο Ηγούμενος της μονής Πετράκη έχει χάρτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Θα σας τον φέρω να τον δείτε, για να νιώσετε καλύτερα.

— Ναι!… ναι!… οι φωνές των παιδιών σκόρπιες, στριγκιές.

Ξανάρχισε το χέρι τού δάσκαλου ν’ ανεβοκατεβαίνει και να λέει το στόμα του :Πενήντα χρόνια έμειναν οι Φράγκοι στην Κωνσταντινούπολη. Την ξαναπήραμε, μα σε τι κατάσταση! Καμένες ολόκληρες συνοικίες ! Ρημάδι η Πόλη πού τόσο όμορφη ήταν! Φτωχιά, αυτή η πάμπλουτη! Και η Αθήνα μας; Όταν ξαναπήραν την Κωνσταντινούπολη οι Βυζαντινοί, η Αθήνα ήταν ακόμα στους Φράγκους. Μόνο η Αθήνα; Και η Πελοπόννησος! Και η Στερεά Ελλάδα! Και τα νησιά μας. Και όλοι δουλοπάροικοι στους Φράγκους! Σας έχω εξηγήσει τι θα πει «δουλοπάροικοι». Και τ’ αρχαία μας, κι αυτά δικά τους! Πάνω στην Ακρόπολη είχε χτίσει το παλάτι του ο Φράγκος αρχηγός. Καμιά ανθρωπιά δεν έδειξαν για μας, ούτε για τα αρχαία μας. Οποίος απ’ αυτούς ήθελε, έπαιρνε άλλος ένα άγαλμα, άλλος ένα γλυπτό! Μας κατάκλεψαν!

Κλέφτης… κλέφτις… κλιφταράααδις… είπε ένα στόμα.

— Κλέφτις… κλέφτις… κλιφταράααδις, όλα τα στόματα .Και εξακολούθησε ο Νταπτάς:— Όταν πήραν οι Τούρκοι την Κωνσταντινούπολη, Τότε πια άρχισαν να φεύγουν οι Φράγκοι. Τους πολεμούσαν οι Τούρκοι, κι έτσι έφυγαν. Έφυγαν οι Φράγκοι από την Αθήνα. Τους έδιωξαν οι Τούρκοι. Κι εμείς, από δουλοπάροικοι στους Φράγκους, γινήκαμε δούλοι στους Τούρκους. Σκλάβοι. Και πετάχτηκε ο Πρόδρομος, χοντροδεμένο παιδί, ως εκεί πάνω. Ήταν δέκα χρονών. Αλλά, στη Δεύτερη τάξη. Μα στο σχολείο του Νταπτά, ποιο παιδί βρισκόταν στην τάξη πού ταίριαζε στην ηλικία του;

Και βροντοφώνησε ο Πρόδρομος.

— Μί χουλουσκάς, δάσκαλι! Τζιρίτ οι Τούρκ’! Τζιρίτ! Τούτουν του χρόνου, για τούν άλλουν.

—  Σσσ… σσσ… ακούστηκε από όλων το στόμα. Σώπα, βρέ! Σούπασε. Και είπε πνιχτά, ότι θα διώξουν τους Τούρκους, έφτασε η ώρα, τότε πια θα διορθώσουν και τους Φράγκους, όσους έχουν άπομείνει.

—  Σσσ… σσσ… και πάλι οι τρεις τάξεις. Και ο δάσκαλος, σοβαρός. Τζιρίτ πρέπει να το λέμε; Έγνεψαν «όχι» οι μαθητές.

— Πως είναι το σωστό στη γλώσσα μα Μουρμούρισαν το σωστό και ο δάσκαλος εξακολούθησε.

—  Θυμάστε την Ακρόπολη, πως ήταν στα παλιά τα χρόνια, τα δοξασμένα: Θυμάστε την εικόνα που σας έδειξα;

— Ναι! δάσκαλι! Ναι!… οι τάξεις, με μια φωνή.

— Θυμάστε το Ερεχθείον με τις κοπέλες για στύλους;Το θυμούνταν. Κούνησαν το κεφάλι οι τάξεις.

— Και τις έλεγαν τις κοπέλες Καρυάτιδες. Σας το είχα πει τότε. Σας το ξαναλέω. Να το ξαναπείτε κι εσείς.

— Κα – ρυ – ά – τι – δες!… μουρμούρισαν οι τάξεις.

— Έ, παιδιά μου! Και μια Καρυάτιδα μάς πήρανε. Μια μαρμάρινη κοπέλα.

— Μμμ… μούγκρισε ο Παναγής της Τρίτης τάξης. Οι θειουμπαίχτις!

— Μμμμ… μούγκρισαν με φρίκη οι τάξεις.

— Λοιπόν, εξακολούθησε ο δάσκαλος, όταν ελευθερωθούμε, πρώτα ό Θεός, βέβαια, και ζητήσουμε να μας δώσουν ότι μας πήραν, τα αγάλματα μας, θα μας πουν, «οι Τούρκοι μας τα έδωσαν». Θα μας πουν «από τούς Τούρκους τ’ αγοράσαμε»!

Απου ποιους Τούρκους, βρε αρχικλιφταράδις! Αφού δκά μας ήταν; Ίμείς οι νοικουκυραίοι!

Έτσι φώναξε ο Πρόδρομος. Δεν πρόφτασαν και οι άλλοι μαθητές να φανερώσουν την αγανάκτησή τους. Φωνή ακούστηκε, τραγουδιστή.

— Γιατρός, καλός γιατρός, γιατρικά, βότανα για κάθε αρρούστια!

Και πρόβαλε ο γιατρός από το στενό, δίπλα του ο βοηθός με το κασελάκι τα φάρμακα, αυτός διαλαλούσε, ενώ ο γιατρός σοβαρός βάδιζε, και αμίλητος.

— Ο γιατρός, παιδιά! Μεσημέριασε! Άιντε! Να πάτε στα σπίτια σας. Αύριο πάλι, με το καλό.

Δεν κουνήθηκαν οι μαθητές. Ήθελαν κι άλλα ν’ ακούσουν. Έτσι δήλωσαν.

Μα ο δάσκαλος άρχισε να διπλώνει το ρούχο πού έραβε, δαχτυλήθρα, βελόνες, κλωστές, στο ζωνάρι. Και σηκώθηκε.

— Είπα! Στα σπίτια σας! Ώρα για φαγί!

Έτσι φούναξε ο δάσκαλος. Και σαν να τα έδιωχνε τα παιδιά, ή σαν να τ’ αποχαιρετούσε, ανεμίζοντας το δεξί του χέρι.

Για φαγί; Μα βέβαια, ήταν μεσημέρι, αφού περνούσε ο γιατρός. Και ξεπήδησαν, ξεπετάχτηκαν όλα μαζί από τις θέσεις τους, ώ, ναι! Τώρα το ένιωσαν, ότι πεινούσαν. Πεινούσαν! Γουργούριζε το μέσα τους.

— Ώρα καλή, δάσκαλι! και το έβαλαν στα πόδια, πηλάλα όλα μαζί, όπως οι όρνιθες όταν προστρέχουν στην ταγή τους.

“Όμως ένας ξένος φανερώθηκε από το άλλο σοκάκι, φράγκος, ξεχώριζε από τη φορεσιά του, και οι μαθητές τον πήραν το κατόπι, ξέχασαν την πείνα τους, γέλια, φωνές, χάχανα κι άρχισαν να τραγουδούν:

«Φράγκου !… Φράγκου !…

Φράγκου τού καπελούς γεμάτου μακαρόνια!

Να τρέξουνι οι γάτις μας, να φαν μι τα πηρούνια…

Γέλια! Γέλια!… Και μόλις τελείωσε το τραγούδι, άλλο άρχισαν: «Φράγκου! Φράγκου! Μέσα στου καπέλου σου, αυγά μι τού πιπέρι! Να τρέξει η μαντάμα σου να γλείψει τού σκουτέλι.»

Στη συντροφιά έτρεξαν και μια παρέα Τουρκόπουλα. «φράγκου, λιλέγκου!… Πέτσι, καταλέγκου!…» Εμπρός ο Φράγκος, όλο και τάχυνε το βήμα, πίσω Ελληνόπουλα και Τουρκόπουλα, μια συντροφιά, φανέρωναν την περιφρόνησή τους. «Φράγκο ντε ντίο! Δός των παιδίω!

Να φάνε μακαρούνια, με τα χρυσά πηρούνια!»Τάχυνε το βήμα του ό Φράγκος. Πόσο θα ήθελε να τρέξει, να τρέξει, να τρέξει, να το βάλει στα πόδια, να γλιτώσει! Μα το γνώριζε καλά. Τότε πια, με τις πέτρες θα τον κυνηγούσαν “Ελληνόπουλα και Τουρκόπουλα!

***

Πηνελόπης Μαξίμου – Ο δάσκαλος Νταπτάς – Νέα Εστία – τχ. 1482 -1989

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -