Νίτσε – Οι έδρες της Αρετής


Εγκωμιάζαν στο Ζαρατούστρα κάποιο σοφό που ήξερε να μιλάει καλά για τον ύπνο και την αρετή. Πολύ τον δόξαζαν και τον πληρώναν γι’ αυτό και πολλοί νέοι καθόντουσαν μπροστά στην έδρα της διδαχής του. Σ’ αυτόν πήγε κι ο Ζαρατούστρας και μαζί μ’ όλους του νέους κάθισε κι αυτός μπροστά στης διδαχής την έδρα.

Κι αυτά είπε ο σοφός:

«Τιμή και αίσχος μπροστά στον ύπνο! Αυτό είναι το κατάπρωτο. Κι αλάργα απ’ όσους κακοκοιμούνται και ξαγρυπνάν τη νύχτα.

Μπροστά στον ύπνο αισθάνεται αίσχος, ακόμα και ο κλέφτης: κλέβοντας ολοένα, νυχοπατάει τη νύχτα. Όμως ο νυχτοφύλακας ξεδιάντροπος και τη σφυρίχτρα του ξεδιάντροπα κρατάει.

Δεν είναι τέχνη ασήμαντη το να κοιμάσαι: ανάγκη ν’ άγρυπνός ολάκερη τη μέρα για να κοιμάσαι καλά.

Δέκα φορές τη μέρα τον εαυτό σου πρέπει να νικάς. Αυτό μια κούραση ηδονική προσφέρει κι είναι το αφιόνι της ψυχής.

Άλλες δέκα φορές πρέπει με τον εαυτό σου να φιλιώνεσαι: γιατί η νίκη απάνω του είναι πίκρα κι ο αφίλιωτος κοιμάται άσχημα.

Πρέπει να βρίσκεις δέκα αλήθειες τη μέρα: Αλλιώτικα για την αλήθεια ψαχουλεύεις και τη νύχτα. Και η ψυχή σου μένει λιμασμένη.

Δέκα φορές τη μέρα πρέπει να γελάς και να ’σαι αλέγρος: αλλιώτικα σε πειράζει το στομάχι, αυτός της λύπης ο πατέρας.


Αυτό το ξέρουν λίγοι: μα χρειάζεται να ’χει κανείς όλες τις αρετές για να καλοκοιμάται! Να ψευδομαρτυρήσω; Να μοιχεύσω;

Ν’ αφήσω να με αιχμαλωτίσει ο πόθος, για του πλησίον το κορίτσι; Τούτα όλα δεν ταιριάζουν με τον καλό τον ύπνο.

Κι όταν ακόμα κάποιος έχει όλες τις αρετές, χρειάζεται κι αυτό να νιώθει: Να στέλνει ο ίδιος για ύπνο την ώρα την πρεπούμενη τις αρετές.

Να μη τσακώνονται οι μυαλωμένες γυναικούλες μεταξύ τους, και μάλιστα από δικό σου φταίξιμο, κακόμοιρε!

Ειρήνη με το θεό και τον πλησίον: αυτό αξιώνει ο καλός ο ύπνος. Ειρήνη ακόμα και με του πλησίον σου το διάβολο. Αλλιώτικα τη νύχτα δε θ’ αφήνει να ησυχάζεις.

Τιμή και υπακοή στην εξουσία και στην στραβοπόδαρη εξουσία ακόμα. Αυτό χρειάζεται ο καλός ύπνος. Και ποια ευθύνη έχω εγώ, αν η εξουσία περπατάει με κουτσά πόδια;

Ο πιο καλός ποιμένας για μένα θα είναι πάντα αυτός, που πηγαίνει το πρόβατό του στον πιο χλοερό λειμώνα: αυτό ταιριάζει με τον καλό ύπνο.

Πολλές τιμές δε θέλω μήτε θησαυρούς πολλούς: αυτά πειράζουν τη σπλήνα. Όμως κανείς κακοκοιμάται, δίχως εκτίμηση σε κάποιο θησαυρό μικρό.

Μια παρέα μικρή που είναι πιο καλοδεχούμενη από μια κακή: μα πρέπει να ’ρχεται και να φεύγει την πρεπούμενη ώρα.

Ακόμα συμπαθώ πολύ τους «πτωχούς τω πνεύματι»: φέρνουν ύπνο. Αυτοί είναι μακάριοι και μάλιστα αν τους δίνεις πάντα δίκιο.

Έτσι διαβαίνει η μέρα για τον ενάρετο. Κι όντας η νύχτα πέσει αποφεύγω να προσκαλέσω τον ύπνο! Δε θέλει εκείνος να τον προσκαλάν, ο ύπνος, που είναι ο άρχοντας των αρετών!

Στοχάζομαι μονάχα τι «έκανα», και τι στοχάστηκα τη μέρα. Αναχαράζοντας, ρωτάω τον εαυτό μου, υπομονετικά, σαν μια γελάδα: Ποιες είναι λοιπόν οι δέκα νίκες ενάντια στον εαυτό σου;

Και ποια είναι τα δέκα φιλιώματα, κι οι δέκα αλήθειες, και τα δέκα γέλια που κάνουν την καρδιά σου ν’ αναγουλιάσει;  !

Τέτοια, καθώς συλλογιζόμουνα και λικνιζόμουνα από σαράντα σκέψεις, αισθάνομαι αμέσως να με αιχμαλωτίζει ο ύπνος, ο άρχοντας των αρετών.

Ο ύπνος μου κρούει τα μάτια και βαραίνουν. Ο ύπνος μου αγγίζει το στόμα κι απομένει ανοιχτό.

Με τι σαντάλια, αλήθεια, έρχεται σε μένα, ο πιο αγαπημένος απ’ τους κλέφτες, και τις σκέψεις μου, μου κλέβει; Απομένω σιωπηλός σ’ αυτό το κάθισμα. Αλλά δεν θα μείνω έτσι για πολύ, γιατί γρήγορα θα ξαπλώσω ν’ αποκοιμηθώ».

* * *

Όντας ο Ζαρατούστρας ακουρμάστηκε το σοφό να μιλάει έτσι, γέλασε κρυφά μέσ’ από την καρδιά του: επειδή ένα φως άναψε μέσα του και αυτά είπε στην καρδιά του:

«Ένας βλάκας μου φαίνεται ετούτος ο σοφός με τις σαράντα σκέψεις: πιστεύω, όμως ότι πολύ καταλαβαίνει από ύπνο.

Μακάριος όποιος κατοικεί κοντά του, τέτοιος ύπνος είναι κολλητικός, κι από χοντρό ντουβάρι ακόμα ανάμεσα περνάει.

Μια γοητεία έχει κι αυτή η ίδια της διδαχής του η έδρα. Του κάκου δεν κάθονται οι νεαροί μπροστά στον ιεροκήρυκα της αρετής.

Να ποια είναι η σοφία του: να ξαγρυπνάς για να καλοκοιμάσαι ύστερα. Κι αλήθεια, αν η ζωή δεν είχε νόημα, κι υποχρεωνόμουνα, να διαλέξω μια βλακεία, θα ήταν αυτή για μένα η πιο εκλεκτή βλακεία.

Τώρα, το νιώθω, τι γυρεύαν πιο πολύ, τους παλιούς καιρούς, όταν ζητούσαν της αρετής δασκάλους. Τον καλό τον ύπνο γυρεύαν και τις αρετές, τις στεφανωμένες με λουλούδια που αποπνέουν γύρω νάρκη.

Ετούτη των σοφών των ex cathedra, η σοφία τους ήταν ο απονείριαστος ύπνος. Δεν ξέραν νόημα καλύτερο της ζωής.

Και σήμερα ακόμα βρίσκονται κάμποσοι σαν τούτον τον ιεροκήρυκα της αρετής, και όχι όλοι έτσι τίμιοι σαν και τούτον: η εποχή τους όμως έχει πια περάσει. Και όρθιοι δε μένουν πια πολύ καιρό πιο πέρα: γοργά θα πέσουν.

Μακάριοι είναι τούτοι οι νυσταγμένοι, γιατί σε λίγο θ’ αποκοιμηθούν».

Αυτά είπε ο Ζαρατούστρας.

***

Friedrich Nietzsche  – «Τάδε έφη Ζαρατούστρα»

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Νίτσε: Το συναίσθημα της δύναμης

Νίτσε – Να μην σκέφτεσαι πια τον εαυτό σου

 

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -