Thomas Cahill – Γι’ αυτό έχουν σημασία οι Έλληνες – Πως να γλεντάς


Η Ελλάδα υπήρξε πράγματι, σε όλες τις εποχές, μια χώρα στενά συνδεδεμένη με τη μουσική και τον χορό. «Η ζωή μου δεν αξίζει τίποτε χωρίς τη μουσική», τραγουδάει ο Χορός στον Ηρακλή του Ευριπίδη. Το να ζεις χωρίς μουσική για τους αρχαίους Έλληνες ισοδυναμούσε με το να είσαι ήδη νεκρός, όπως περιγράφει ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, κάνοντας μια στοχαστική αναφορά στον θάνατο: «χωρίς γαμήλιο τραγούδι, χωρίς κιθάρα και χορούς, ο θάνατος το τέλος μας θα φέρει».

Αν και υπήρχαν,  επαγγελματίες ερμηνευτές, έχουμε στοιχεία που δείχνουν ότι κάθε Έλληνας, είτε ήταν βασιλιάς είτε δούλος, περίμενε πώς και πώς να του δοθεί μια ευκαιρία για να χορέψει και να τραγουδήσει -και ευκαιρίες υπήρχαν πολλές.

Ακόμη και οι πενιχρές και αποσπασματικές πηγές μας περιέχουν τουλάχιστον διακόσιους όρους για διάφορα είδη χορού. Ακόμη και ο πιο σκληροτράχηλος πολεμιστής έπρεπε να πιάσει την κιθάρα για να ανακτήσει την ηρεμία του, όπως κάνει ο ομηρικός Αχιλλέας στη σκηνή του, στο I της Ιλιάδας. Γυναίκες υψηλής κοινωνικής θέσης, όπως η Πηνελόπη, διοργάνωναν μουσικές βραδιές στα ιδιαίτερα διαμερίσματά τους. Οι βοσκοί έπαιζαν αυλό βόσκοντας τα κοπάδια τους, οι ναύτες τραγουδούσαν την ώρα της δουλειάς και κρατούσαν τον ρυθμό με τα κουπιά τους, οι δάσκαλοι δίδασκαν, υποχρεωτικά, μουσική στους μαθητές τους.

Αν και την ψυχαγωγία των πλουσίων στα συμπόσια την αναλάμβαναν επαγγελματίες, κάθε συμποσιαστής υποτίθεται, ότι έπρεπε να συμβάλει με τον δικό του τρόπο στην εορταστική ατμόσφαιρα της βραδιάς – και, συνήθως, οι συμποσιαστές δεν ήθελαν και πολύ για να σηκωθούν από τα ανάκλιντρά τους και να χορεύουν όλη τη νύχτα πιασμένοι από τους ώμους και χτυπώντας τα πόδια τους στο πάτωμα, ακριβώς όπως ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη, ο οποίος χόρευε με «την ψυχή να μάχεται να συνεπάρει τη σάρκα και να χυθεί μαζί της, αστροβολίδα, μέσα στο σκοτάδι».

Ο ψαράς τραγουδούσε για τα ψάρια του, ο στρατός παρήλαυνε υπό τους ήχους πολεμικών ρυθμών, η πλύστρα τραγουδούσε λυπητερά τραγούδια, ο καθένας τραγουδούσε και κάτι διαφορετικό. Λένε ότι μετά την καταστροφική έκβαση της Σικελικής Εκστρατείας το 413 π.Χ., οι Αθηναίοι στρατιώτες, αιχμάλωτοι στα φρικτά λατομεία έξω από τις Συρακούσες, κατόρθωσαν να κερδίσουν την ελευθερία τους εκτελώντας χορικά του Ευριπίδη, για τα οποία τρελαίνονταν οι Σικελοί.

Η καθημερινή ζωή έμοιαζε μερικές φορές με ερασιτεχνικό διαγωνισμό, με μία ατέλειωτη οντισιόν όπου εμφανίζονταν αμέτρητες ελπιδοφόρες φωνές -οι διάφοροι Paul Simon, Judy Collins, Tom Waits και Ani di Franco της αρχαιότητας- διεκδικώντας την προσοχή του κοινού. Στην αρχαία ελληνική κοινωνία το τραγούδι κατείχε κεντρική θέση.


Το να είσαι άμουσος, όπως μας πληροφορεί η πονηρή Σαπφώ σε ένα μικρό ποιηματάκι, γραμμένο για μια πεθαμένη γυναίκα η οποία, όσο ζούσε, δεν είχε δείξει ταλέντο ούτε στην ερμηνεία ούτε στην κατανόηση της μουσικής, ήταν μια μοίρα χειρότερη κι από τον θάνατο. Καλύτερα να μην είχες ζήσει ποτέ:

Καί θα ’ρθει μέρα που θα κείτεσαι νεκρή

χωρίς ποτέ στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν

σε κανενός τη μνήμη να ξανάρχεσαι

βλέπεις εσένα η χάρη δεν σου δόθηκε

ποτέ ρόδα της Πιερίας να κόψεις

άσημη πάντα μες στις χώρες του Άδη

και τους σκοτεινούς

αποθαμένους θα πλανιέσαι,

Αυτό το ποίημα, που μοιάζει με καλοζυγισμένη γροθιά, είναι έργο μιας γυναίκας που οι Έλληνες την αποχαλούσαν «δέκατη μούσα» και ήταν η μεγαλύτερη ποιήτρια μετά τον Όμηρο. Η Σαπφώ γεννήθηκε στα τέλη του 7ου αιώνα στη Λέσβο, που φημιζόταν για το γλυκό της κρασί και τους δηκτικούς της στίχους. Δυστυχώς, μεγάλο μέρος της μεθομηρικής ποίησης -η οποία ονομαζόταν λυρική ποίηση επειδή συνήθως τραγουδιόταν με συνοδεία λύρας- χάθηκε μες στους ταραγμένους αιώνες που ακολούθησαν, κυρίως εξαιτίας των αρπαγών και της παρακμής η οποία σημειώθηκε μετά τις βαρβαρικές επιδρομές του 5ου αιώνα μ.Χ. στον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

Με τη Σαπφώ σταθήκαμε ιδιαίτερα άτυχοι, διότι το έργο της σώζεται, ως επί το πλείστον, σε μικρές συστάδες λέξεων, μολονότι ενίοτε εμφανίζονται μεγαλύτερα αποσπάσματα, σαν εξωτικά πέταλα και κλώνοι από ένα μυστηριώδες δέντρο που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δούμε ολόκληρο.

Από τα αποσπάσματα αυτά φαίνεται ότι η Σαπφώ διηύθυνε ένα είδος παρθεναγωγείου για δεσποινίδες καλών οικογενειών, μια σχολή στην οποία (σίγουρα μαζί με άλλες εκλεπτυσμένες τέχνες) μάθαιναν να ερμηνεύουν χορική ποίηση για να συμμετέχουν σε διάφορες γιορτές, και κυρίως σε γάμους. Αυτές οι ερμηνείες χορικής ποίησης, οι οποίες περιελάμβαναν και μεμονωμένες μαθήτριες ως μονωδούς, μπορεί να χρησίμευαν στις κοπέλες αυτές ως κοινωνικό ντεμπούτο, δίνοντας τους την ευκαιρία να προσελκύσουν έναν πλούσιο γαμπρό και, λίγο αργότερα, να κάνουν έναν καλό γάμο. Πολλά από τα πιο χαρακτηριστικά (όπως φαίνεται) ποιήματα της Σαπφούς ήταν επιθαλάμια, γαμήλια άσματα.* Κάποια άλλα ερμηνεύτηκαν ως θρήνοι για κορίτσια που είχαν φύγει, ενδεχομένως για να παντρευτούν – με αποτέλεσμα η Σαπφώ να υποφέρει από την απουσία τους. Να ένα από αυτά που σώζονται σε πιο ολοκληρωμένη μορφή:

Το ομορφότερο πράγμα στη μαύρη μας γη άλλοι λένε πως είναι μια στρατιά ιππέων άλλοι το πεζικό κι άλλοι το ναυτικό.

Εγώ όμως λέω πως είναι αυτό που ο καθένας αγαπάει πιο πολύ.

Εύκολο να το καταλάβεις.

Η Ελένη, ασύγκριτη στην ομορφιά, άφησε τον σπουδαίο σύζυγό της, και για την Τροία έκανε πανιά.

Και το παιδί της και τους ακριβούς γονείς της ξέχασε,

στα πέρατα του κόσμου την οδήγησε [ο πόθος].

Έτσι πετάει κι εμένα [η ψυχή μου]

όταν θυμάμαι την Ανακτορία

[γλιστρώντας] απαλά [απαλά]

χάθηκε κι έφυγε μακριά μου.

Χίλιες φορές να έβλεπα το αγαπημένο βάδισμά της

και το λαμπρό της πρόσωπο

παρά τα όπλα των Λυδών και τους πολεμιστές

στη μάχη.

………. δεν είναι δυνατό. 

…………στον άνθρωπο [

……….προς [

…….το λίγο επιζητούμε

……….

……….. έκπληξη.

Άραγε η Ανακτορία διανύει τον μήνα του μέλιτος ή μήπως έχει πεθάνει; Ήταν αληθινό πρόσωπο ή πλάσμα της ποιητικής φαντασίας; Ποια θα μπορούσε να είναι η “έκπληξη” με την οποία τελειώνει το ποίημα; Ο πειρασμός να γεμίσουμε με λέξεις τα κενά που βρίσκονται μέσα στις αγκύλες είναι πολύ μεγάλος. (Οι στίχοι που αντιστοιχούν στα κενά αυτά είναι, αδύνατον να διαβαστούν στα χειρόγραφα αποσπάσματα που έχουμε στα χέρια μας· οι λέξεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις αγκύλες αποτελούν εικασίες των ειδικών οι οποίες βασίστηκαν σε σπαράγματα του κειμένου.)

Οι σύγχρονοι ερευνητές δέχονται ομόφωνα ότι οι Έλληνες λυρικοί ποιητές, μολονότι παλαιότερα υποθέταμε ότι έγραφαν προσωπική ποίηση σαν κι αυτή που θα διαβάζαμε σήμερα σε μια σύγχρονη συλλογή, στην πραγματικότητα έγραφαν όλοι τους ποιήματα προορισμένα να ερμηνευτούν μπροστά σε κοινό -είτε από τους ίδιους είτε από κάποιον άλλο ερμηνευτή είτε από έναν χορό”- και ότι το «εγώ» της ελληνικής λυρικής ποίησης δεν είναι πιο προσωπικό από το «εγώ» των λαϊκών τραγουδιών της εποχής μας, όπως, για παράδειγμα, στον στίχο «εγώ για σένα έχω καημό». Όταν ακούμε αυτά τα λόγια από μια τραγουδίστρια στο ημίφως ενός νυκτερινού κέντρου, θεωρούμε ότι αντιπροσωπεύουν ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο συναίσθημα, που όλοι το ξέρουμε και το νιώθουμε πότε πότε, και δεν κάνουμε το λάθος να πιστεύουμε ότι αποτελούν πιθανή έκφραση των συναισθημάτων της τραγουδίστριας τη δεδομένη χρονική στιγμή, ούτε αισθανόμαστε την υποχρέωση να τη συλληπηθούμε προσωπικά. Καταλαβαίνουμε ότι υποδύεται έναν ρόλο, όπως εξάλλου κι εμείς, οι οποίοι συμμεριζόμαστε την υποτιθέμενη δυστυχία της χωρίς αυτό να μας εμποδίζει, μέχρι ενός σημείου, να την απολαμβάνουμε κιόλας.

Το απόσπασμα της Ανακτορίας σίγουρα συμφωνεί με αυτή την περιγραφή. Υπάρχουν όμως άλλα αποσπάσματα της Σαπφούς που είναι πιο δύσκολο να ενταχθούν σε αυτή τη θεωρία:

Κι αφού είσαι φίλος κοίταξε

σύντροφό σου πιο νέα να διαλέξεις’

γιατί να ζήσω εγώ στα χρόνια μεγαλύτερη μαζί σου

δε θα το δεχτώ ποτέ

Είναι ποτέ δυνατόν αυτό να είναι ένα απλό τραγούδι σαν όλα τα άλλα; Τέλος, υπάρχει κι ένα συμπληρωματικό απόσπασμα, ή, όπως υποψιάζομαι, ένα ολοκληρωμένο ποίημα:

Γρήγορα η ώρα πέρασε* μεσάνυχτα κοντεύουν

πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βασιλέψανε

και μονο εγω κείτομαι δω μονάχη κι έρημη.

Έχω την αίσθηση ότι αυτό είναι δείγμα προσωπικής ποίησης, ένα αυθεντικό «εγώ» το οποίο κατάφερε να διαπεράσει τις απρόσωπες μάσκες του αρχαιοελληνικού παραδοσιακού άσματος. Όσο για τους τελευταίους στίχους, πρόσφατα οι μελετητές έθεσαν το ερώτημα αν θα έπρεπε καν να αποδίδονται στη Σαπφώ. Το σίγουρο είναι ότι σε εκείνη αποδίδονταν ήδη από την αρχαιότητα και ότι ακούγονται σαν δικοί της: μια κομψή καλλονή που δίδαξε τα μυστικά της θηλυκότητας σε ένα σωρό κορίτσια, και τώρα, αντιμέτωπη με την αμετάκλητη πορεία των γηρατειών, αποφάσισε να πει την αλήθεια στον εαυτό της χωρίς να καταφύγει στην παρηγοριά του οίκτου για τον εαυτό της* είναι η Σαπφώ στην καλύτερή της ώρα, τολμηρά αποκαλυπτική. Τόση ευθύτητα είναι όντως σπάνια – και όχι μόνο στην αρχαία ελληνική λυρική ποίηση.

Σε γενικές γραμμές, οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές παρουσιάζονται μεταμφιεσμένοι, με ευκαιριακά προσωπεία: και δεν είναι λίγοι οι ποιητές που, όπως ο Γέητς και ο Έλιοτ, δανείζονται στην ποίησή τους τη φωνή ενός γέροντα, ενώ οι ίδιοι είναι ακόμη νέοι. Αυτές οι απόπειρες, όμως, μοιάζουν κάπως συμβατικές, ακόμη κι όταν ο ποιητής αντλεί τις μεταφορές του από τη φύση, όπως κάνει η Σαπφώ. Το φεγγάρι, τα άστρα και η «μέλαινα γη» της Σαπφούς είναι η πρώτη ύλη της ελληνικής ποίησης, όπως και τα θαλασσοπούλια -οι κηρύλοι, οι αλκυόνες-και τα κύματα της μαβιάς θάλασσας. Ο Αλκμάν, ο οποίος ήκμασε στη Σπάρτη κατά το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, συνέθεσε ένα αντιφωνικό ποίημα, κατά την εκτέλεση του οποίου, ένας μονωδός, με προσωπείο γέροντα, απευθύνεται σε έναν χορό παρθένων:

Γλυκόλαλα κορίτσια με τις θεϊκές φωνές

δεν με βαστούν άλλο τα μέλη μου.

Μακάρι να ήμουνα κηρόλος

και να πετούσα με τις αλκυόνες

πάνω από τον ανθό του κύματος

χωρίς να νιώθω φόβο στην καρδιά,

μαβί θαλασσοπούλι σαν την θάλασσα.

Ο Αλκμάν δεν έχει την αφοπλιστική ειλικρίνεια της Σαπφούς, μοιάζει να ζητιανεύει τον οίκτο μας. Αυτό δεν είναι αυθόρμητη λαϊκή έκφραση αλλά συνειδητή κατασκευή. Λένε ότι η λυρική ποίηση των Ελλήνων έφερε την άνοιξη στη λογοτεχνία της αρχαιότητας. Όταν μιλάει ένας ποιητής σαν τον Αλκμάνα, ίσως δίνει την εντύπωση μιας τεχνητής άνοιξης, ολίγον τι προβλέψιμης. Όταν τραγουδάει η Σαπφώ με τη λιτότητα μιας Έμιλυ Ντίκινσον, σχεδόν μπορούμε να νιώσουμε τη ζεστασιά του ήλιου που φώτιζε την αρχαιότητα, ακόμη κι αν ξέρουμε ότι, όπως και στην ιστορία της Δήμητρας, το αεράκι της άνοιξης φέρνει πάντα μαζί του κάτι από το άρωμα της φθοράς:

Τη χαρμόσυνη εγώ αγαπώ

κι αλήθεια είναι σε μένα

που η λάμψη του ήλιου ο έρωτας

και το αγαθό έχουν λάχει

Όσο για τις αγάπες της Σαπφούς, η λέξη που χρησιμοποιεί εκείνη είναι έρως. Όπως όλες οι στερεότυπες μεταφορές που αντλούνται από τη φύση, ο έρως επανέρχεται συχνά στη λυρική ποίηση είτε ως ερωτικός πόθος είτε, προσωποποιημένος, ως Έρως, θεός του έρωτα. Ήδη την εποχή της Σαπφούς, η κοινωνική απομόνωση των γυναικών είχε γίνει πιο σαφής από ό,τι στην ποίηση του Ομήρου, όπου οι γυναίκες, αν και δεν διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο, πουθενά δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν απαγορεύσεις στις κοινωνικές επαφές τους με άντρες,

Η Σαπφώ θα μπορούσε κάλλιστα να διευθύνει χαρέμι, τόσο σπάνια είναι η παρουσία αντρών στα ποιήματά της. Κανένας άντρας δεν περιγράφεται τόσο χειροπιαστά όσο ένα κορίτσι σαν την Ανακτορία, που σχεδόν μπορούμε να μυρίσουμε το άρωμά του. Αυτός ο διαχωρισμός των δύο φύλων, όπου κι αν εφαρμόζεται -σε χαρέμια, πορνεία, μοναστήρια ή άλλα θρησκευτικά ιδρύματα όπου διαχωρίζονται τα δύο φύλα, σε οικοτροφεία αρρένων και θηλέων, φυλακές, μισθοφορικούς στρατούς ή πλοία που ταξιδεύουν πολύ καιρό στη θάλασσα- προκαλεί, αναπόφευκτα, την ανάπτυξη ομοφυλοφιλικών σχέσεων. Αν και στα ομηρικά έπη δεν απαντούν αναφορές στην ομοφυλοφιλία, στη λυρική ποίηση εμφανίζονται τέτοιες αναφορές από τα τέλη του 7ου αιώνα και μετά τον 6ο αιώνα έχουν γίνει πια κοινός τόπος – με αποτέλεσμα οι μεταγενέστεροι Έλληνες να θεωρούν ότι η σχέση του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο ήταν ομοφυλοφιλική, αν και ο Όμηρος δεν αφήνει περιθώρια για μια τέτοια ερμηνεία, εφόσον όλοι οι ήρωές του φαίνονται να είναι φανατικοί ετεροφυλόφιλοι.

Υπήρξαν και άλλες γυναίκες που έγραψαν λυρική ποίηση, αλλά η Σαπφώ είναι η μόνη ποιήτρια από την οποία έχουμε αποσπάσματα αρκετά εκτενή, έτσι ώστε να μπορούμε να σχηματίσουμε μια πρόχειρη εικόνα τόσο της ίδιας όσο και του κοινωνικού της περιβάλλοντος. Πάντως, τα αποσπάσματα που προέρχονται από άντρες λυρικούς ποιητές παρέχουν άφθονα δείγματα ομοφυλοφιλικής έλξης, την οποία ένιωθαν κυρίως ενήλικοι άντρες για εφήβους. Κάποια από αυτά τα δείγματα είναι αμφιλεγόμενα, όπως, όταν ο Αλκαίος από τη Αέσβο, σύγχρονος της Σαπφούς, συμβουλεύει:

Πιες όσο θες, με την καρδιά σου

Κι άφησε την οργή σου να ξεσπάσει

Γιατί ο Μύρσιλος δεν ζει πια.

Όμως, είναι εντελώς σαφές τι εννοεί ο Ανακρέων, ένας ποιητής του 6ου αιώνα, ο οποίος, λόγω των πολιτικών αναταραχών, έζησε σε πολλά διαφορετικά μέρη της Ελλάδας (η σημερινή σημασία της λέξης λεσβία οφείλεται σε δικό του κακεντρεχές σχόλιο σχετικά με τα όσα συνέβαιναν στη Λέσβο της Σαπφούς):

Αγόρι με τα κοριτσίστικα τα μάτια

σε αναζητώ, κι εσύ δεν με προσέχεις,

γιατί δεν ξέρεις ότι είσαι

της ψυχής μου ο ηνίοχος.

Ούτε και σε αυτή την αποστροφή του Ανακρέοντα υπάρχει περιθώριο παρερμηνείας:

Φέρε νερό, φέρε κρασί, αγόρι μου,

Φέρε μας και γιρλάντες λουλουδιών,

φέρ’ τα αμέσως, για να πυγμαχήσω με τον Έρωτα.

Μπορεί, τελικά, το αγόρι με τα κοριτσίστικα μάτια να έδωσε λίγη σημασία στον Ανακρέοντα και να ετοιμάζεται να ενδώσει στις προτάσεις του. Όμως, το πιθανότερο είναι ότι αυτές οι ικεσίες απευθύνονται σε διαφορετικούς νεαρούς, η πρώτη σε έναν έφηβο ευγενικής καταγωγής που ανήκει στην ίδια κοινωνική τάξη με τον Ανακρέοντα και η δεύτερη σε έναν καλοβαλμένο υπηρέτη στο σπίτι του Ανακρέοντα, που του επιτρέπεται να αναμείξει το κρασί με νερό και στη συνέχεια να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του αφέντη του κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου εν στενώ κύκλω.

Τα συμπόσια των ομηρικών χρόνων φαίνεται ότι ξεκίνησαν από κάποιες αφηρημένες θρησκευτικές υποχρεώσεις, όπως η ανάγκη να εξευμενιστεί κάποιος θεός με αιματηρή θυσία ή η ανάγκη να τελεστεί μια πολυτελής, εβδομαδιαίας διάρκειας, νεκρώσιμη τελετή για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι η ψυχή του νεκρού θα διαβεί το ποτάμι της Στυγός και θα φτάσει στον Άδη, αντί να καταδικαστεί σε αιώνια περιπλάνηση.

Σε αυτές τις περιπτώσεις πλούσιες μερίδες κρέατος από τα σφάγια (βοδινό, αρνί, κατσίκι ή χοιρινό) μοιράζονταν προς κατανάλωση στους συμμετέχοντες. Αν αρκεστούμε στις περιγραφές του Ομήρου, θα μείνουμε με την εντύπωση ότι έτσι έτρωγαν πάντα οι Έλληνες. Κάθε άλλο: το συνηθισμένο γεύμα τους ήταν ψωμί και ψάρι* σε μια ατέλειωτη ποικιλία συνδυασμών. Το ψάρι ήταν η εγκόσμια τροφή της καθημερινής ζωής, ιδανικό για παρέα και γλέντι, εντελώς ξένο προς τον εξευμενισμό των θεών. Εκτός από ψωμί και ψάρι, μπορεί να υπήρχαν επίσης λαχταριστές αγκινάρες τηγανισμένες σε μπόλικο ελαιόλαδο, πότε πότε κανένα πουλερικό στη σούβλα, φρέσκα λαχανικά, παχιά τυριά από τη Σικελία (αν ήσουν από τους πολύ τυχερούς), φρούτα, καρύδια και, φυσικά, κάμποσα ποτηράκια κρασί – το οποίο οι Έλληνες το έπιναν νερωμένο, για να κατεβαίνει πιο εύκολα:

Κλαίγοντας τίποτε δεν βγαίνει.

Ούτε οι πληγές γιατρεύονται, ούτε οι συμφορές.

Θα πιω και θα γλεντήσω όλη τη νύχτα.

Δεν έχω τίποτε να χάσω.

Σωκράτης τραβά τον Αλκιβιάδη από την Αγκαλιά της Ασπασίας – Jean-Baptiste Regnault – 1785

Αυτά ισχυρίζεται ο Αρχίλοχος, ο αρχαιότερος λυρικός ποιητής, ένας σκληροτράχηλος βετεράνος που είχε τραυματιστεί πολλές φορές. Οι χιουμοριστικοί στίχοι του βρίθουν από σκώμματα κι εκφράζουν την αηδία του για τον κόσμο. Σύμφωνα με τις φήμες, είχε ερωτευτεί σφόδρα μια γυναίκα, αλλά δεν τον ήθελε ο πατέρας της. Εν συνεχεία, πατέρας και κόρη έγιναν οι προσφιλείς στόχοι, των σατιρικών στίχων του Αρχίλοχου, οι οποίοι είχαν μεγάλη επιτυχία και ήταν τόσο δηκτικοί, ώστε οδήγησαν και τους δύο θίγόμενους στην αυτοκτονία. Ύστερα ο ποιητής φαίνεται ότι βυθίστηκε, όπως και ο Σουίφτ στα γεράματά του, σε ένα είδος πικρόχολης απελπισίας και η ποίησή του εξειδικεύτηκε σε έναν, πορνογραφικής τάξεως, εξευτελισμό των γυναικών. Στο παράδειγμα που ακολουθεί, ο αθάνατος κηρύλος του Αλκμάνα παίρνει νέες διαστάσεις:

Φτεροκοπούσε γύρω απ’ το πουλί του

σαν τον κηρύλο πάνω στο βραχάκι.

Μετά σκύβει και τον ρουφάει

όπως πίνουν οι Φρύγες ζύθο με το καλαμάκι.

Στο τέλος τού τουρλώνει και τα πισινά της.

Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι το συγκεκριμένο είδος ποίησης, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος από τα σωζόμενα αποσπάσματα του Αρχίλοχου, συνάντησε θερμότατη υποδοχή από τους φίλους του.

Οι εορταστικές συγκεντρώσεις φίλων με παρόμοια γούστα ονομάζονταν συμπόσια. Τα συμπόσια αυτά οργανώνονταν σε ιδιωτικές κατοικίες, μέσα σε ένα δωμάτιο που λεγόταν άνδρών – μια λέξη η οποία περισσότερο παραπέμπει σε ένα είδος κλειστής αντρικής λέσχης. Σε αυτές τις συγκεντρώσεις οι άντρες της υψηλής κοινωνίας βολεύονταν σε αναπαυτικά ανάκλιντρα, αρκετά φαρδιά ώστε

να μπορούν να πλαγιάσουν μαζί δύο ή τρεις καλεσμένοι, στεφανώνονταν με γιρλάντες λουλουδιών, τσιμπολογούσαν από χαμηλά τραπέζια φορτωμένα με φαγητά, ενώ οι υπηρέτες τούς διασκέδαζαν με μουσική και τους κερνούσαν άφθονο κρασί – αυτοί ήταν συνήθως έφηβοι ή γυναίκες, επαγγελματιές εταίραι, λέξη που σημαίνει, κυριολεκτικά, «σύντροφοι», κάτι αντίστοιχο με τις περίφημες γκέισες ή τα κολ γκερλ. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι άντρες καλεσμένοι ονομάζονταν εταίροι, λέξη την οποία ο Όμηρος χρησιμοποιεί για τους συμπολεμιστές. Μαζεύονταν λοιπόν όλοι μαζί -εταίροι, έταίραι και παίδες*- για να περάσουν μια πολλά υποσχόμενη βραδιά. Στην αρχή του συμποσίου πρόσφεραν σπονδές στον Διόνυσο, τον θεό του κρασιού, κι εκτελούσαν έναν διθύραμβο, είδος χορικού άσματος προς τιμήν του θεού της μέθης. Αν αυτό εσείς το λέτε προσευχή, έχει καλώς* εμένα, πάντως, μου θυμίζει περισσότερο ξεσάλωμα, όπως μας πληροφορεί, εξάλλου, και ο πολύς Αρχίλοχος:

Ξέρω να σύρω το χορό στον αφέντη Διονύσου το τραγούδι.

Τα καταφέρνω μια χαρά, είμαι ο καλύτερος,

αρκεί να με ζαλίσει πρώτα το κρασί.

Στη ζωή των Ελλήνων υπήρχε πολλή ένταση, διότι οι Έλληνες, όσο κι αν γλεντούσαν, με τον καιρό γίνονταν ακόμη πιο φιλοπόλεμοι, από ό,τι στην εποχή του Ομήρου. Αυτά τα συμπόσια, αν μη τι άλλο, ίσως να ήταν ο καλύτερος τρόπος για να χαλαρώσουν από το συσσωρευμένο άγχος μιας κοινωνίας που βρισκόταν διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση – όπως έλεγαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι, ο πόλεμος ήταν «ο πατέρας όλων, ο βασιλιάς όλων», «υπήρχε ανέκαθεν εκ φύσεως». Με ένα ποτηράκι παραπάνω μπορούσε κανείς να ξεχάσει τον εκάστοτε πόλεμο, ή, αν όχι να τον ξεχάσει, τουλάχιστον να πάψει, προσωρινά, να τον θεωρεί τόσο σημαντικό. Εξ ου και αυτό το ποιηματάκι που αποδίδεται στον Θέογνι, έναν τραγουδοποιό των αρχών του 6ου αιώνα, με εκπληκτικό ταλέντο για ανάλαφρες συνθέσεις, ο οποίος εκτιμούσε την καλή ανατροφή, τα επιτυχημένα συμπόσια και τους συναρπαστικούς έρωτες μεταξύ αντρών και αγοριών – ένας Κόουλ Πόρτερ της αρχαιότητας:

Πιάστε κιθάρες και αυλούς για το ιερό τραγούδι

και φέρτε μας να πιούμε, να γελάσουμε

για να χαρούν οι αθάνατοι με τις σπονδές μας ·

κι ας μη φοβόμαστε ποσώς τους Μήδους

Όμως, όπως γίνεται συνήθως όταν μιλάει το κρασί, η ιλαρότητα συχνά είχε άσχημη κατάληξη. Σε αυτό το απόσπασμα από μια κωμωδία που έγραψε τον 4ο αιώνα ο Εύβουλος, ένας ήδη παραπαίων Διόνυσος αφηγείται με καμάρι πώς εξελίχθηκε ένα τυπικό συμπόσιο:

Απόψε ο ίδιος ο Διόνυσος κερνάει κρασί

και το αραιώνει με νερό στις ξέχειλες τις κούπες.

Μια κούπα στην υγειά μας κι άλλη μια για να ευθυμήσουμε.

Η τρίτη φέρνει νύστα – κι οι μυαλωμένοι φεύγουν πριν σουρώσουν.

Γιατί μετά ό,τι πίνουμε δεν είναι πια δικό μας.

Τέταρτη κούπα για τις ύβρεις, πέμπτη για τη φασαρία,

έκτη για τις κραιπάλες κι άλλη μια για τα κομμένα μάτια,

στην όγδοη έρχονται οι κλητήρες, στην ένατη ο εμετός

και με τη δέκατη τα σπάμε όλα κι ησυχάζουμε.

Υπάρχει θλίψη κάτω από την ευθυμία. Θαρρείς και, ασχέτως πόσο τραγουδούν, χορεύουν, ωρύονται, αστειεύονται ή πηδιούνται αυτοί οι γλεντοκόποι, μια συνεχής, τυραννική νότα απαισιοδοξίας επιμένει να ηχεί, παρά τις μανιώδεις προσπάθειές τους να μην την ακούσουν. Ακόμη και ο Αρχίλοχος, ένας θαυμάσιος αθλητής της εποχής του, που πρωτοστατούσε στις κραιπάλες, δεν μπορεί παρά να ομολογήσει ότι καμιά από αυτές τις νυχτερινές δραστηριότητες δεν έχει τελικά νόημα. Στους πιο στοχαστικούς στίχους του, δίνει την εντύπωση ότι βγάζει τη μάσκα και, απαλλαγμένος από το τραχύ και εύθυμο προσωπείο του, συνιστά στον εαυτό του κάτω από το φως της μέρας όχι υπερβολή αλλά νηφαλιότητα, ισορροπία, αυτοσυγκράτηση, έως και καρτερία:

Καρδιά μου, καρδιά μου,

να μη σκιρτάς από χαρά μπροστά σε κόσμο όταν νικάς

ούτε να κλαις κρυφά και να λυπάσαι όταν χάνεις.

Να χαίρεσαι με τις απλές χαρές, να μη σε αγγίζει το κακό,

να μάθεις το ρυθμό που κυβερνάει τ’ ανθρώπινα,

Η τελευταία φράση είναι ελαφρώς δυσοίωνη. Ο ρυθμός που μας κυβερνάει, τα ύψη και τα βάθη, δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν πως τίποτε δεν κρατάει αιώνια και πως καθετί που ζει βαδίζει προς τον θάνατο. Ας μετριάσουμε τον ενθουσιασμό και την αγωνία μας, είτε πρόκειται για την έκσταση της μάχης είτε για την έκσταση του έρωτα, είτε για τις μεγάλες επιτυχίες είτε για τις μεγάλες απώλειες, και ας ομολογήσουμε στον εαυτό μας ότι όλα τα πράγματα διαρκούν μια στιγμή μόνο κι ύστερα χάνονται. Αν ζήσουμε με οδηγό μας αυτή τη νηφάλια γνώση, η ζωή μας θα είναι όσο το δυνατόν καλύτερη.

Thomas Cahill – Γι’ αυτό έχουν σημασία οι Έλληνες 

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Claude Mosse: Η Γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα – Το γένος των γυναικών

Η ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων: γάμος και παρθενία

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -