Ιωάννης Πολέμης – Λύπη και χαρά

Εις τo λεύκωμα της κ. Στ. Α. Κουρτίδου


Στο δρόμο πού ’ψηλά πηγαίνει

απαντήθηκαν μια φορά

η Λύπη η μαυροφορεμένη

κι η ανθοστόλιστη Χαρά.

***********
Κι ειν’ ή Χαρά γεμάτη νιάτα,

ξανθομαλλούσα, γαλανή,

κ’ είνε η Λύπη μαυρομάτα,

γλυκειά παρθένα ταπεινή.

**************
Μέσα στα χείλη της στην άκρη

κρύβει ένα γέλιο ή Χαρά,

κρύβει κ’ η Λύπη ένα δάκρυ

στα μάτια της τα φωτερά.

***************

Κ’ είπ’ η Χαρά:—Σαν τί σου λείπει κι έχεις το βλέμμα ταπεινό ;

Και της άπήντησεν η Λύπη: —Πονώ, αιώνια πονώ!

Και η Χαρά, καλή παρθένα την συμπονείς στ’ αληθινά

κι έννοιωσ’ άμέσως δακρυσμένα τα μάτια της τά γαλανά.

Πρώτη φορά όπου δακρύζει αύτη του γέλιου ή συντροφιά!

Κ’ η Λύπη πού την αντικρίζει θαμβόνετ απ’την ευμορφιά.

*********
Κ’ είπεν η Λύπη :— Σ’ (ομορφαίνει το δάκρυ μου, Χαρά τρελλή !…

Κ’ ευθύς στό πλάι της πηγαίνει και την φιλεί, και την φιλεί.

Κ’ η Λύπη, να, χαμογελάει αυτή του πόνου η συντροφιά

και η Χαρά πού την κυττάει θαμβόνετ’ άπ’ τήν εύμορφιά.

*************

Κ’ είπ” ή Χαρά: — Σέ ώμορφαίνει

τό γέλιο μου, Λύπη δειλή! . . .

Κ’ ευθύς στό πλάϊ της πηγαίνει

καί την φιλει, και την φιλεΐ.

*********

Κι ένω φιλιούνται καί χαϊδεύουν

η μια της άλλης τα μαλλιά,

δάκρυα, γέλια ανακατεύουν

μέσα σ’ εκείνα τα φιλιά.

***********

Λέγ’ η Χαρά η ζηλεμένη

στη Λύπη πού αιώνια ζη:

— Η μιά την άλλην ώμορφαίνει,

έλα νά ζήσωμε μαζή.

**********

Η Λύπη πειά δεν την αφίνει,

μά κ’ η Χαρά την προσκαλεί. . .

Κ’ η δυο γυναίκες, τί να γίνει;

θέλουν ν’ αρέσουν πιο πολύ.

Γι’ αυτό ζευγάρι πάντα ζή

η Λύπη κ’ η Χαρά μαζή.

*****

Ιωάννης Πολέμης – Χειμωνανθοί – 1888

Βιογραφικό Σημείωμα

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ (1860-1938)

Ο Ιωάννης Πολέμης γεννήθηκε στην Αθήνα, καταγόμενος από ιστορική οικογένεια του Βυζαντίου. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, γρήγορα ωστόσο εγκατέλειψε τις σπουδές του, καθώς τον είχε από νωρίς έλξει η λογοτεχνία. Διετέλεσε γραφέας του Υπουργείου Παιδείας, υπογραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών και γραμματέας της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ υπήρξε επίσης ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1880, όταν δημοσίευσε το πεζογράφημά του Ρέα Κυβέλη στο περιοδικό Αι Μούσαι, ενώ μέσω του ομώνυμου συλλόγου ήρθε σε επαφή με τον Παλαμά και τους ποιητές του κύκλου του. Καρπός της επαφής αυτής στάθηκε η στροφή του Πολέμη από την καθαρεύουσα στη δημοτική γλώσσα, στην οποία έγραψε και δημοσίευσε τα επόμενα ποιήματα και πεζά του στον Ραμπαγά και την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Ποιήματα (1883). Από το 1884 ξεκίνησε να αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Guerrier στον Ασμοδαίο του Εμμανουήλ Ροΐδη και στο Άστυ και με το πραγματικό του όνομα στην Εβδομάδα, την Ποικίλη Στοά, το Εθνικό Ημερολόγιο του Κωνσταντίνου Σκόκκου και αλλού. Το 1888 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο Χειμωνανθοί και την ίδια χρονιά έφυγε για σπουδές ιστορίας της τέχνης και αισθητικής στο Παρίσι με υποτροφία του Δήμο Αθηναίων. Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τους Λεγκράν, Σαιντ Ιλλαίρ, Ψυχάρη, Ρενάν και Κοππέ. Στην Αθήνα επέστρεψε το 1890 και πήρε το Α΄ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό με τη συλλογή του Ερείπια, εξ’ ημισείας με τον Κωστή Παλαμά για τη συλλογή του Τα μάτια της ψυχής μου. Ως το 1922 συνέχισε να δημοσιεύει ποιήματα, πάντα με επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό, ενώ η συλλογή Σπασμένα μάρμαρα βραβεύτηκε το 1917 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Δημοσίευσε επίσης ανθολογίες και πεζογραφήματα, ενώ ασχολήθηκε με το θέατρο, συγγράφοντας αρχικά έμμετρα δράματα με βυζαντινή θεματολογία στη δημοτική (από τα οποία η Πρόκρις παραστάθηκε στο Βασιλικό Θέατρο) και αργότερα μονόπρακτα (τα οποία βραβεύτηκαν στον Αβερώφειο διαγωνισμό μαζί με το τρίπρακτο Βασιλιάς Ανήλιαγος), καθώς και πολύπρακτα έργα. Μετέφρασε έργα των Σαπφούς, Ανακρέοντα, Θεοκρίτου, Ευριπίδη, Ουγκώ, Μιστράλ, Μολιέρου, Αριστοφάνη και άλλων. Πέθανε το 1925 από βρογχοπνευμονία. Το έργο του Ιωάννη Πολέμη τοποθετείται χρονικά στο πέρασμα από το ρομαντισμό της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η γραφή του χαρακτηρίζονται από μελαγχολική διάθεση 

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Συναφές: 

Χαλίλ Γκιμπράν – Χαρά και Λύπη

Σχετικά Άρθρα

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -


- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

2 CommentsΣχολιάστε

    • μήπως εννοείτε τον κόκορα του Ζαχαρία Παπαντωνίου;

      Ο κόκορας

      Ένας κόκορας ολάσπρος
      με ψηλό λειρί,
      καμαρώνει και φουσκώνει
      και λιλιά φορεί,
      και θαρρεί πως το κοτέτσι
      μόλις τον χωρεί.

      Άμα βρει κανένα σπόρο
      μέσα στην αυλή,
      το κεφάλι του σηκώνει
      και το διαλαλεί,
      να το μάθουνε σε Δύση
      και σ’ Ανατολή!

      Τη στιγμή, που σουλατσάρει
      με το βήμ’ αργό,
      «δεν ξανάειδα, λεν οι κότες,
      τέτοιο στρατηγό»!
      Μα κι ο ίδιος συλλογιέται:
      «Μωρέ τ’ είμαι ’γώ!»

      Ξάφνου βλέπει ένα γεράκι.
      Αχ! την ώρα αυτή
      το βαρύ περπάτημά του
      έχει μπερδευτεί,
      κι αστραπή μες στο κοτέτσι
      τρέχει να κρυφτεί.